Στις 6 Νοεμβρίου, όταν πλέον ήταν προφανές ότι η Ελλάδα χάνει οριστικά τον έλεγχο της πανδημίας του Κορονοϊού και τα νοσοκομεία όλης της χώρας έστελναν απεγνωσμένα σήματα κινδύνου, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε στην αμερικανική κυβέρνηση επίσημη επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος (Letter of Request – LOR) για την απόκτηση 18-24 αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-35.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή «λόγω εσωτερικών δημοσιονομικών ρυθμίσεων και άλλων εφαρμόσιμων κανόνων εντός του προϋπολογισμού και του πλαισίου της ΕΕ για το έλλειμμα είναι κρίσιμης σημασίας τα πρώτα F-35 να παραδοθούν μέσα στο 2021. Από την πλευρά μας θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για την υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου προγράμματος».
Η αίτηση ακολουθεί την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη για προμήθεια 18 δικινητήριων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale (έξι καινούρια και 12 ελαφρώς μεταχειρισμένα) μαζί με πολεμικά πλοία από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Επίσης συμπίπτει με τις συνεχείς ανακοινώσεις αγοράς περιπολικών και μοτοσικλετών για την αστυνομία, τη στιγμή που η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να αυξήσει τον στόλο τον μέσων μαζικής μεταφοράς.
Να σημειωθεί ότι αρκετές από τις αγορές για το στρατό και την αστυνομία είχαν συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλα αυτά η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν τις ακύρωσε, προκειμένου να αντιμετωπίσει την έκτακτη κατάσταση της πανδημίας, αλλά αυξάνει τις σχετικές αγορές τη στιγμή που οι δεκάδες καθημερινοί θάνατοι προκαλούν ασφυξία στο σύστημα υγείας.
Όπως είχαμε αναφέρει στο παρελθόν, αρκετά ελληνικά ΜΜΕ και δημοσιογράφοι προετοιμάζουν εδώ και χρόνια την ελληνική κοινή γνώμη για την «ανάγκη» αγοράς των F-35, παρά το γεγονός ότι διεθνείς αναλυτές εξηγούν ότι πρόκειται για τα πιο κοστοβόρα και αναποτελεσματικά μαχητικά που έχει παρουσιάσει η αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
H απόφαση της κυβέρνησης να θέσει σε κίνδυνο χιλιάδες ανθρώπινες ζωές για την αγορά οπλικών συστημάτων αποτελεί ίσως το πιο τραγικό παράδειγμα του μακροϊκονομικού μοντέλου Guns versus Butter (βούτυρο για όπλα) που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να εξετάσουν την αναλογία πολεμικών έναντι κοινωνικών δαπανών. Πρόκειται δηλαδή για μια πολύ απλή μελέτη του λεγόμενου κόστους ευκαιρίας.
Με βάση αυτό το μοντέλο κάθε κοινωνία λαμβάνει τις αποφάσεις της για το τι θεωρεί σημαντικότερο. Ο ναζιστής Γκέμπελς λόγου χάρη συνήθιζε να λέει ότι «μπορούμε να ζήσουμε χωρίς βούτυρο αλλά – παρά την αγάπη μας για την ειρήνη – δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς όπλα».