Του Παναγιώτη Σωτήρη
Πηγή: ektosgrammis.gr
Η πρόσφατη επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το όνομα της ΠΓΔΜ έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα ζήτημα που τον τελευταίο καιρό δεν ήταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Ταυτόχρονα όμως έφερε στο προσκήνιο και ένα ολόκληρο φάσμα από εμμονές, διαστρεβλώσεις και αγκυλώσεις που δεν επιτρέπουν να αντιμετωπιστεί στην πραγματική του διάσταση ένα πρόβλημα που μπορεί να έχει την αφετηρία του στην αντιφατική και συγκρουσιακή διαδικασία εθνογένεσης στα Βαλκάνια αλλά σήμερα τίθεται (και) στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και σχεδιασμών.
Η απαρχή του λεγόμενου μακεδονικού ζητήματος βρίσκεται στον τρόπο που αναδύθηκαν και διαμορφώθηκαν εθνικές ταυτότητες και έθνη-κράτη στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Σε πείσμα των εθνικών μύθων όλων των βαλκανικών αστικών τάξεων, η διαδικασία αυτή δεν καθορίστηκε καθόλου από «προαιώνιες ρίζες», αλλά από έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε αστικές τάξεις που προσπαθούσαν να διευρύνουν την εδαφική επικράτεια και την πολιτική επιρροή τους.
Το έθνος είναι ένα προϊόν της αστικής εποχής και τμήμα της διαδικασίας με την οποία οι αστικές τάξεις έγιναν ηγεμονικές. Αντιστοιχεί στην ανάδυση του έθνους-κράτους ως της πολιτικής μορφής που εγγυάται τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Προϋποθέτει τη συγκρότηση ιδεολογικών μηχανισμών ενός έστω δυνάμει εθνικού κράτους που κατασκευάζουν την εθνική ταυτότητα, την εθνική συνείδηση και την «κοινή» εθνική ιστορία, διαμορφώνοντας ενιαία αφηγήματα εκεί όπου υπήρχε ιστορική ασυνέχεια.
Τα στοιχεία αυτά ισχύουν προφανώς για όλες τις βαλκανικές χώρες, όπου οι διάφορες «εθνικές συνειδήσεις» (ελληνική, βουλγαρική, σερβική κ.λπ.) αναδύθηκαν παράλληλα με την εμφάνιση αστικών τάξεων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διεκδίκησαν να κατοχυρώσουν τη θέση και την ηγεμονία τους μέσα από τη διαμόρφωση εθνικών κρατών. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η διάχυτη κατανομή πληθυσμών με διαφορετικές γλώσσες και θρησκείες σήμαινε ότι στην πραγματικότητα κανένα από τα «εθνικά κέντρα» που αναδύθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν μπορούσε να διεκδικήσει περιοχές ως αυτονόητα δικές του. Αντίθετα, τα σύνορα χαράχτηκαν στα μέτωπα των μαχών με αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Τμήμα αυτής της διαδικασίας ήταν και η ανάδυση μιας μακεδονικής ή σλαβομακεδονικής ταυτότητας συμπιεσμένης ωστόσο ανάμεσα στους ισχυρούς εθνικισμούς των γειτονικών κρατών (Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας), αποτελώντας εν πολλοίς και αντίδραση ή άρνηση ενσωμάτωσης σε αυτούς. Η ταυτότητα αυτή (ως εθνικό αίτημα, ως διεκδίκηση γλωσσικής αυτοτέλειας και ως πολιτικό αίτημα αυτοδιάθεσης) καταγράφεται από τα τέλη του 19ου αιώνα, αν και ταυτόχρονα δεχόταν πάντα και την πίεση του βουλγαρικού εθνικισμού, που διεκδικούσε να αξιοποιήσει το αίτημα στο πλαίσιο των βουλγαρικών εδαφικών διεκδικήσεων. Η τελική διαμόρφωση των συνόρων σήμαινε ότι αυτοί οι πληθυσμοί βρέθηκαν ενσωματωμένοι σε διαφορετικές χώρες και ένα μέρος τους στην ελληνική Μακεδονία.
Στην Ελλάδα οι Σλαβομακεδόνες που βρέθηκαν εντός της ελληνικής επικράτειας υπέστησαν σημαντικές διακρίσεις προπολεμικά. Αποτελούσαν εκείνη την περίοδο υπαρκτή μειονότητα, όμως οι πληθυσμιακές αλλαγές που είχε φέρει η ενσωμάτωση των προσφύγων σήμαιναν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας ήταν Έλληνες και γι’ αυτό ορθά στη δεκαετία του 1930 το ΚΚΕ εγκατέλειψε την εσφαλμένη θέση περί «αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας» και υιοθέτησε την ορθή γραμμή της αναγνώρισης των γλωσσικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων τους. Η στράτευση σημαντικού μέρους των Σλαβομακεδόνων με το ΚΚΕ στον Εμφύλιο, αλλά και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε μεγάλο αριθμό τους να εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα κλιμακώθηκε και ένα κλίμα διώξεων για όσους έμειναν, με κομβικό στοιχείο την άρνηση αναγνώρισης ακόμα και της ύπαρξης σλαβομακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσοι ήταν οι Σλαβομακεδόνες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ οι οποίοι μεταπολεμικά στερήθηκαν το δικαίωμα επιστροφής στην πατρίδα τους ή χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα μεγάλα κινήματα αντίστασης και η διαμόρφωση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε για πρώτη φορά στο να αποκτήσει αυτή η ταυτότητα μια πρώτη πολιτική υπόσταση με τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Σε αυτή την περίοδο για πρώτη φορά η «μακεδονική» ταυτότητα κωδικοποιείται από μια κρατική οντότητα, στο πλαίσιο και της διαχείρισης των εσωτερικών αντιφάσεων της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν η ανάπτυξη των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων ως αντίβαρο στον κίνδυνο της επανάληψης της κυριαρχίας κάποιας από τις βασικές εθνότητες και κύρια του μεγαλοσερβικού εθνικισμού, που είχε σφραγίσει την προπολεμική περίοδο. Η ανάδυση ενός δυνάμει μακεδονικού εθνικισμού, έστω και στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, αλλά και το τραύμα της εκδίωξης των Σλαβομακεδόνων από την ελληνική Μακεδονία, είχε αποτέλεσμα και την αναπαραγωγή ενός ιδιότυπου αλυτρωτισμού (με τους χάρτες που περιλάμβαναν τη «Μακεδονία του Αιγαίου» κ.λπ.), που στο πλαίσιο των ψυχροπολεμικών ισορροπιών δεν φάνταζε και τόσο επικίνδυνος, ιδίως από τη στιγμή που η διαφοροποίηση του Τίτο από τη Μόσχα έκανε και τη Δύση (και τις ελληνικές κυβερνήσεις) να τον αντιμετωπίζουν πιο θετικά. Την ίδια στιγμή βέβαια το μετεμφυλιακό κράτος είχε υπό αυστηρή επιτήρηση τους Σλαβομακεδόνες που είχαν μείνει στην Ελλάδα.
Τα πράγματα άλλαξαν με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την τραγωδία του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήρθε μέσα από την αποδιάρθρωση των προηγούμενων κρατικοκαπιταλιστικών μορφών και τη μετάβαση προς εκδοχές «καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς». Σε αυτό το πλαίσιο, υποχώρησαν οι κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί γύρω από τους οποίους συγκροτούνταν η προηγούμενη κρατική αστική τάξη που είχε περισσότερο ομοσπονδιακό προσανατολισμό (το Κόμμα, οι κρατικές επιχειρήσεις, ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός) και αναδείχτηκαν αστικά στρώματα στο επίπεδο των επιμέρους ομόσπονδων κρατικών οντοτήτων. Αυτές οι αστικές τάξεις επένδυσαν στον εθνικισμό για να κατοχυρώσουν την ηγεμονία τους και, ιδίως οι πιο εύπορες δημοκρατίες (Σλοβενία και Κροατία), διεκδίκησαν αυτοτελές άνοιγμα στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία ώστε να εδραιώσουν το όποιο συγκριτικό πλεονέκτημά τους (βιομηχανική υποδομή, καταρτισμένη εργατική δύναμη, «κεντροευρωπαϊκή» πολιτιστική ταυτότητά).
Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε με τις ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τη συνολική κατάρρευση των κρατικαπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και την επιθυμία τόσο της Γερμανίας να αντιμετωπίσει τα τέως «σοσιαλιστικά» κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ως οικονομική ενδοχώρα, όσο όμως και των ΗΠΑ να κατοχυρώσουν τον ηγετικό τους ρόλο στο «μετασοβιετικό» τοπίο. Όμως την ίδια στιγμή, με τη διαίρεση της Γιουγκοσλαβίας, που είχε εσωτερικά ομόσπονδα σύνορα, τα οποία δεν ήταν απαραίτητα, καθώς και «εθνικά σύνορα», τροφοδοτήθηκε έντονος εθνικισμός. Αυτός, σε συνδυασμό με την ιμπεριαλιστική νομιμοποίηση της διαίρεσης, οδήγησε σ’ έναν ιδιαίτερα αιματηρό εμφύλιο πόλεμο με τραγικές επιπτώσεις. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε πραγματική τραγωδία για τους λαούς κι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού.
Για την Ελλάδα και την ελληνική αστική τάξη, η συγκυρία αυτή αποτέλεσε σημαντική ανατροπή, καθώς δημιουργούσε ένα νέο τοπίο και ενείχε τον κίνδυνο να διαμορφωθούν καινούργιοι συσχετισμοί στην περιοχή (αναβάθμιση της Τουρκίας, αναθέρμανση παλαιών αλυτρωτισμών, ζητήματα αλλαγής συνόρων που τέθηκαν από διάφορες πλευρές). Βέβαια από την άλλη μεριά, οι τότε κυβερνήσεις, ενταγμένες πάντα σε πλαίσιο ευρωατλαντικό και σταθερά προσανατολισμένες στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, αποδέχτηκαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναγνώριση των αποσχίσεων.
Ταυτόχρονα, στο ιδιαίτερο ελληνικό κλίμα της περιόδου μετά το 1989, αυτό της πρώτης φάσης εμπέδωσης νεοφιλελεύθερων πολιτικών (που όμως προσέκρουαν σε ισχυρές αντιστάσεις) και μιας γενικότερης λογικής ότι η «Πτώση του Τείχους» επανανομιμοποιεί τον αντικομμουνισμό, αναδύθηκε μια ιδιαίτερα επιθετική εκδοχή εθνικισμού. Με συμβολική συμπύκνωση τα συλλαλητήρια, με όλο το εθνικιστικό κιτς τους, καλλιεργήθηκε μια ρητορική μίσους που προσπαθούσε να διαγράψει τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα των «εθνικών κινδύνων» και που συνδυάστηκε με στοιχεία ρατσισμού απέναντι στο πρώτο μεγάλο κύμα μεταναστών προς την Ελλάδα, κύρια από την Αλβανία και άλλες βαλκανικές χώρες. Το εθνικιστικό κλίμα, που ήταν ενορχηστρωμένο και με ενεργοποίηση κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών (συχνά χρηματοδοτημένων από τα «μαύρα κονδύλια» του Υπουργείου Εξωτερικών), έδωσε βήμα σε διάφορους «μακεδονολόγους», ενίοτε τυχάρπαστους, και αποτέλεσε «σημαία ευκαιρίας» για φιλόδοξους πολιτικούς όπως ο Σαμαράς, αλλά και βήμα επανεμφάνισης της ακροδεξιάς στο προσκήνιο. Φωνές και πολιτικοί που μέχρι τότε είχαν θεωρηθεί απόβλητοι εξαιτίας των ακροδεξιών και χουντικών παρακαταθηκών τους τότε «αναβαπτίσθηκαν στην εθνική κολυμβήθρα», ενώ συλλογικότητες που μέχρι τότε ήταν περιθωριακές άρχισαν να αποκτούν ακροατήριο. Είτε μιλάμε για αρκετά στελέχη του μετέπειτα ΛΑΟΣ είτε της Χρυσής Αυγής, θα δούμε ότι τότε πρωτοεμφανίζονται. Ούτε είναι τυχαίο ότι τα πρώτα χρόνια φτάσαμε μέχρι του σημείου αποπειρών ποινικοποίησης πολιτικών ή και επιστημονικών απόψεων που διαφωνούσαν με τις εθνικιστικές απόψεις.
Η αριστερά σε όλες τις παραλλαγές της είχε αντισταθεί εκείνη την εποχή στο εθνικιστικό παραλήρημα, είχε αρνηθεί να προσυπογράψει την εμμονική προσκόλληση στο θέμα του «ονόματος» και είχε αναδείξει την ανάγκη μιας πολιτικής ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και την πατριδοκαπηλία.
Ωστόσο, σε μερίδα της ριζοσπαστικής αριστεράς διαμορφώθηκε ένα προβληματικό αντανακλαστικό που υποστήριξε ότι βασικό πρόβλημα και στη χώρα μας και στα Βαλκάνια είναι ο εθνικισμός. Αυτή η αντίδραση υποτιμούσε τον ρόλο του ιμπεριαλισμού στην κλιμάκωση του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου και ταυτόχρονα υπερεκτιμούσε την επίδραση του εθνικισμού στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Γιατί μπορεί στην Ελλάδα τότε να αναπτύχθηκαν στοιχεία μιας πραγματικής εθνικιστικής υστερίας στη δημόσια σφαίρα και αυτό να άφησε ίχνη στις λαϊκές τάξεις, όμως δεν ήταν ο εθνικισμός το μόνο ή το κυριότερο ιδεολογικό σημείο αναφοράς των υποτελών τάξεων. Το 1992 ήταν η χρονιά των συλλαλητηρίων για το «όνομα» αλλά ήταν ταυτόχρονα και μια χρονιά με πολύ μεγάλους εργατικούς αγώνες, τη μάχη της ΕΑΣ, τις φοιτητικές καταλήψεις ενάντια στον νόμο Σουφλιά. Στην πραγματικότητα, στις λαϊκές μάζες μπορεί να είχαν απήχηση οι εθνικιστικές κραυγές, αλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «εθνικιστική τύφλωση» όπως φοβήθηκαν διάφοροι, ενώ υπήρχε και μια πραγματική ανασφάλεια για τις βίαιες ανακατατάξεις που συνέβαιναν στα Βαλκάνια, σε μια ακολουθία πολεμικών συγκρούσεων που κράτησε ουσιαστικά μία δεκαετία.
Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε και η τότε στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε την τοποθέτηση ότι η λύση για το όνομα θα ήταν κάποιου τύπου σύνθετη ονομασία, αλλά μέσα στο κλίμα, τις κινήσεις Σαμαρά, την άρνηση του Παπανδρέου να συμφωνήσει, διαμορφώθηκε η περίφημη γραμμή του «Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών».
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρχικά άσκησε εμπάργκο στην ΠΓΔΜ, που παρέλυσε σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες και οδήγησε έπειτα στην ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Στη βάση αυτής της συμφωνίας κατοχυρώθηκε το FYROM/ΠΓΔΜ ως προσωρινή ονομασία για την εισδοχή στον ΟΗΕ και τον ΟΑΣΑ και την αποκατάσταση των σχέσεων, με την ΠΓΔΜ να αποδέχεται πρώτες αλλαγές στο σύνταγμα και την αλλαγή της σημαίας που είχε αρχικά τον «ήλιο της Βεργίνας». Την ίδια περίοδο ξεκινά και ένα μεγάλο άνοιγμα ελληνικών επενδύσεων στα Βαλκάνια, στο πλαίσιο του οποίου ουκ ολίγες ελληνικές επιχειρήσεις έκαναν μεγάλες επενδύσεις στην ΠΓΔΜ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδίωξαν να διατηρήσουν το θέμα σε μια ιδιότυπη εκκρεμότητα θεωρώντας ότι το ζήτημα του ονόματος θα είχε πολιτικό κόστος αν έδιναν εικόνα «μειοδοσίας». Όλα αυτά, την ώρα που βολεύονταν στην ισορροπία η οποία είχε επιτευχθεί και η οποία σηματοδοτούσε στοιχεία αυξημένων οικονομικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ας μην ξεχνάμε ότι για σημαντικό διάστημα η ΠΓΔΜ είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικά προβλήματα και την ένοπλη αντιπαράθεση με τμήμα της αλβανικής μειονότητας. Η σύγκρουση, ενδεικτική καθαυτή των προβλημάτων που γεννιούνται από τη δημιουργία κρατών πάνω σε παλιά εσωτερικά ομοσπονδιακά σύνορα, οδήγησε τελικά στη συμφωνία της Οχρίδας και την αναγνώριση μεγαλύτερου ρόλου στην αλβανική μειονότητα.
Όταν το 2008 τέθηκε το θέμα της εισόδου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή ονομασία της, κίνηση που θα ολοκλήρωνε ουσιαστικά μια διαδικασία αναγνώρισης η οποία ούτως ή άλλως είχε οδηγήσει στην ουσιαστική αναγνώρισή της από την πλειονότητα των κρατών ως «Μακεδονία», η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε να θέσει βέτο στην αναγνώριση με προσωρινή ονομασία και να επιβάλει τον όρο ότι θα γίνει δεκτή η ΠΓΔΜ μόνο όταν λυθεί το θέμα της ονομασίας και ότι η ελληνική θέση είναι σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (δηλαδή να υπάρχει η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της) που να ισχύει σε όλες τις χρήσεις εσωτερικές και εξωτερικές (αυτό που αποτυπώνεται με τον προσδιορισμό erga omnes).
Η μετέπειτα περίοδος για την ελληνική πλευρά σφραγίστηκε από την κρίση και τα μνημόνια. Στην ίδια την ΠΓΔΜ από το 2006 είχαμε τις κυβερνήσεις του παραδοσιακά πιο εθνικιστικού VMRO-DPMNE, με ηγέτη τον Νίκολα Γκρούεφσκι. Οι κυβερνήσεις Γκρούεφσκι σφραγίστηκαν από την ιδιαίτερη επένδυση σε έναν μακεδονικό εθνικισμό που διεκδικούσε την εθνική συγγένεια με τους αρχαίους Μακεδόνες, στοιχείο που έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί και σε αρχιτεκτονικές επιλογές (αγάλματα κ.λπ.).
Ως προς τα γεωπολιτικά, οι κυβερνήσεις αυτές ξεκίνησαν πατώντας πάνω στην παραδοσιακά φιλοαμερικανική πολιτική που είχε διαμορφωθεί στην ΠΓΔΜ και στη διεκδίκηση εισόδου στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Αργότερα όμως έκαναν προσπάθεια και για οικοδόμηση σχέσεων με τη Ρωσία. Ο Γκρούεφσκι θα παραιτηθεί το 2015 και, υπό το βάρος των μεγάλων διαδηλώσεων ενάντια στην κυβέρνησή του για ζητήματα διαφθοράς και παρακολουθήσεων κρατικών λειτουργών, θα χρειαστεί μεσολάβηση της Ε.Ε. για να υπάρξει μεταβατική κυβέρνηση και να οδηγηθούν τα πράγματα στις εκλογές του 2016. Τις εκλογές θα ακολουθήσει μια περίοδος πολιτικής αστάθειας που θα οδηγήσει στην κυβέρνηση Ζάεφ, πάλι με την υποστήριξη κομμάτων της αλβανικής μειονότητας. Η νέα κυβέρνηση έδειξε εξαρχής ότι επιθυμούσε μια περισσότερο φιλοαμερικανική και φιλοδυτική πολιτική.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι όπως συμβαίνει με κάθε εθνικισμό έτσι και στην περίπτωση της ΠΓΔΜ είχαμε και έχουμε κατασκευασμένα αφηγήματα και προσπάθεια «ιστορικού συνεχούς» από τους αρχαίους Μακεδόνες. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Πουλαντζάς ονομάζει «ιστορικότητα του εδάφους και εδαφικοποίηση μιας ιστορίας», μοτίβο που ακολουθούν όλοι οι εθνικισμοί. Προφανώς και όπως οι σύγχρονοι κάτοικοι της Ελλάδας δεν είναι οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων έτσι και οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ δεν είναι οι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων. Από την άλλη μεριά, ακριβώς επειδή το γεγονός ότι οι εθνικές ταυτότητες είναι «κοινωνικές κατασκευές» δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα ισχυρές, είναι σαφές ότι όπως στη δική μας χώρα υπάρχει έντονο το συναίσθημα του αυτοπροσδιορισμού ως «Ελληνίδων/Ελλήνων» έτσι και στη γειτονική χώρα υπάρχει πια ένας βιωμένος αυτοπροσδιορισμός ως «Μακεδόνων» και αυτό δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε.
Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1990, οι απαγορεύσεις που ίσχυσαν υποχώρησαν και όντως μπορεί πια να εκφράζεται πιο εύκολα στη δημόσια σφαίρα μια σλαβομακεδονική ταυτότητα. Βέβαια στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που θα αυτοπροσδιορίζονταν έτσι δεν ξεπερνούν πλέον τις λίγες δεκάδες χιλιάδες. Ενδεικτικά και τα χαμηλά ποσοστά κομμάτων όπως το «Ουράνιο Τόξο».
Το θέμα έρχεται στο προσκήνιο τώρα κυρίως επειδή οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πάρα πολύ για τα δυτικά Βαλκάνια στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και με τη Ρωσία. Τα Βαλκάνια δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά μόνο γεωπολιτικά αλλά και οικονομικά, λόγω των αγωγών που θα περάσουν από εκεί. Ενώ στα ανατολικά η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν σαφώς φιλοΗΠΑ γραμμή και είναι μέλη του ΝΑΤΟ, η Σερβία κρατάει μια πιο «ισορροπημένη» γραμμή διατηρώντας σχέσεις και με τη Ρωσία, κάτι που κάνει την ΠΓΔΜ να είναι ένας κρίσιμος κρίκος. Το γεγονός ότι ύστερα από παρατεταμένη κρίση διαμορφώθηκε κυβερνητικός συνασπισμός πιο φιλικός προς τις ΗΠΑ και με διαφοροποίηση από το εθνικιστικό κιτς της κυβέρνησης Γκρουέφσκι θεωρήθηκε πως άνοιγε και προοπτική να λυθεί το όνομα και να επιτευχθεί είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Έχοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν στην Αθήνα μια ανοιχτά φιλοαμερικανική κυβέρνηση, ήταν λογικό οι ΗΠΑ να θελήσουν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για μια λύση που ταυτόχρονα να εξασφαλίζει την ακόμα μεγαλύτερη ένταξη των Βαλκανίων στη νατοϊκή ομπρέλα. Η στάση της ρωσικής διπλωματίας (που έχει αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως Μακεδονία), όπως εκφράστηκε με τις δηλώσεις Λαβρόφ πάνω στο θέμα, αυτή ακριβώς τη διάσταση αμερικανικής πίεσης για λύση εντόπισαν.
Η ελληνική κυβέρνηση, που ευθυγραμμίζεται με τις ΗΠΑ ούτως ή άλλως, θεωρεί ότι εάν λύσει το θέμα θα έχει το πολιτικό κέρδος ότι τόλμησε να λύσει μια εκκρεμότητα ενώ εάν τα πράγματα κολλήσουν θα φταίνε οι άλλοι και κύρια οι γείτονες. Μπορεί να έχει το πρόβλημα της παρουσίας του Πάνου Καμμένου (που όμως δεν πρόκειται να ρίξει την κυβέρνηση), έχει όμως σε αυτό το θέμα τη στήριξη βουλευτών από κόμματα όπως η ΔΗΣΥ και το Ποτάμι, ενώ ποντάρει και στη διαίρεση στο εσωτερικό της ΝΔ (που έχει πάντως ως επίσημη θέση τη «γραμμή Βουκουρεστίου», άρα επίσης σύνθετη ονομασία).
Την ίδια στιγμή, διάφοροι παράγοντες όπως π.χ. η Εκκλησία (και ιδίως συγκεκριμένες Μητροπόλεις) βρίσκουν ευκαιρία να παρέμβουν διεκδικώντας να επανακατοχυρώσουν έναν ρόλο δύναμης «υπεράσπισης εθνικών θέσεων», θέλοντας επίσης να προλάβουν εκκλησιαστικές ανακατατάξεις σε περίπτωση αναγνώρισης της «αυτοκέφαλης» τοπικής εκκλησίας της ΠΓΔΜ. Ταυτόχρονα, με αφορμή τα συλλαλητήρια, όπως αυτό στη Θεσσαλονίκη, πέραν των παιχνιδιών που παίζονται στο εσωτερικό της Ν.Δ. (με διάφορους να θέλουν να βγουν πιο «πατριωτικά» από την επίσημη γραμμή) υπάρχει και ένα ολόκληρο φάσμα ακροδεξιών οργανώσεων και κινήσεων που προσπαθεί να κάνει παιχνίδι με το ζήτημα. Ενδεικτικό όμως του καιροσκοπισμού που υπάρχει είναι ότι ακόμα και διάφορες προσωπικότητες του «αντιμνημονιακού κινήματος» έχουν δοκιμάσει να παίξουν σήμερα με τοποθετήσεις που είναι στα όρια μιας εθνικιστικής γραμμής.
Η ίδια η εσωτερική συνοχή της ΠΓΔΜ παραπέμπει κατά βάση σε όνομα που να περιλαμβάνει το Μακεδονία, αλλά καμιά άμεση ή έμμεση ένδειξη ότι κυριαρχεί η σλαβομακεδονική πλειονότητα. Αυτό καλύπτεται από την τρέχουσα ονομασία, αλλά αφήνει ένα περιθώριο για μετατόπιση στη «σύνθετη ονομασία» αν και εκεί υπάρχουν αρκετές φωνές που θα θεωρούσαν τον συμβιβασμό μειοδοσίας. Ως προς τις λοιπές εγγυήσεις, το σύνταγμα της ΠΓΔΜ είχε ήδη διάφορες αλλαγές οι οποίες αφαιρούσαν αλυτρωτικές αναφορές που υπήρχαν παλιά.
Με βάση τα παραπάνω, ποια μπορεί να είναι μια αριστερή απάντηση; Προφανώς όχι μία που να επικεντρώνει στο όνομα παραβλέποντας όλα τα άλλα. Το όνομα δεν ήταν και δεν είναι πρόβλημα στον βαθμό που με ρητό τρόπο δεν υπάρχουν εκατέρωθεν αλυτρωτισμοί, γίνονται σεβαστά ως απαραβίαστα τα σύνορα, και τα δύο κράτη αποφεύγουν να παρεμβαίνουν το ένα στα εσωτερικά του άλλου (βάζοντας θέματα μειονοτήτων κ.λπ.). Επίσης, σε αυτή τη φάση είναι προφανές ότι αποτελεί συμφέρον για τους λαούς να μην αποδιαρθρωθεί το μικρό αυτό κράτος (που προφανώς και δεν αποτελεί απειλή για την Ελλάδα), όσο και εάν ισχύει ότι τα πράγματα συνολικά για τους λαούς θα ήταν καλύτερα εάν δεν είχε διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία.
Με αυτά τα δεδομένα, παρότι από θέση αρχής ως προς την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» θα μπορούσε να είναι αποδεκτή λύση, είναι σαφές ότι η καλύτερη λύση, που σέβεται ευαισθησίες και ταυτότητες και από τις δύο πλευρές των συνόρων και εγγυάται την καλή γειτονία είναι μία τις παραλλαγές αυτού που έχουμε συνηθίσει να λέμε «κοινά αποδεκτή σύνθετη ονομασία», δηλαδή μια ονομασία που περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία μαζί με κάποιον επιθετικό προσδιορισμό («Νέα», «Βόρεια» κ.λπ.).
Όμως την ίδια στιγμή πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι μια λύση στο θέμα του «ονόματος» υπό συνθήκες ιμπεριαλιστικής κηδεμονίας δεν είναι λύση πραγματική για τους λαούς. Το πραγματικό πρόβλημα των εργατικών και λαϊκών τάξεων και στις δύο πλευρές των συνόρων είναι ο ιμπεριαλισμός και η κυριαρχία κυβερνήσεων που εφαρμόζουν άγριες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Είναι το βάθεμα της συμμετοχής στις ευρωατλαντικές πρακτικές και τους νατοϊκούς σχεδιασμούς. Είναι κυβερνήσεις έτοιμες να δώσουν «γη και ύδωρ» στους επενδυτές. Αυτές είναι η πραγματική απειλή και ο κίνδυνος.
Και αυτό είναι το πρόβλημα με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Δεν επιδιώκει να λύσει το ζήτημα του ονόματος στο πλαίσιο μιας πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας, ειρηνικής συνύπαρξης με τους γειτονικούς λαούς και βαλκανικής συνεργασίας, αλλά στο πλαίσιο των ανταγωνισμών ΗΠΑ και Ρωσία και της προσπάθειας για διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Πολεμική στην κυβέρνηση χρειάζεται να ασκηθεί όχι προφανώς για «μειοδοσία» στο όνομα, αλλά ως προς την υποτέλεια απέναντι στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Γι’ αυτό εθνικιστικές φωνές και πρακτικές όπως τα συλλαλητήρια τύπου Θεσσαλονίκης, που είναι εθνικιστικά συλλαλητήρια μίσους, θα πρέπει να καταγγελθούν. Αυτοί που αποδέχονται την επικυριαρχία των ΗΠΑ και την επιτήρηση των ΗΠΑ δεν μπορούν να διεκδικούν πατριωτικές δάφνες. Πραγματικός πατριωτισμός είναι οτιδήποτε εγγυάται την ειρήνη στην περιοχή, κατοχυρώνει τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία και βελτιώνει τη θέση των λαϊκών τάξεων.
Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις σελίδες της ιστορίας των Βαλκανίων είναι γραμμένες με αίμα και έχουν πολλές αδικίες. Οι σελίδες αυτές δεν ξαναγράφονται. Όμως, οι λαοί μπορούν να γράψουν καινούργιες σελίδες, σελίδες κοινών αγώνων για ειρήνη και προκοπή.