Το γεγονός ότι ένας απερχόμενος πρόεδρος, που φέρεται να αντιμετωπίζει συμπτώματα γεροντικής άνοιας και έχει μόλις χάσει τις εκλογές, απειλεί να προκαλέσει ακόμη και πυρηνική σύγκρουση στην Ευρώπη κλιμακώνοντας τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας θα έπρεπε να προκαλεί παγκόσμια αγανάκτηση. Ο κόσμος όμως φαίνεται πως έχει συνηθίσει στο ιδιότυπο πάγωμα της δημοκρατίας που μεσολαβεί από τις εκλογές μέχρι την ορκωμοσία του νέου προέδρου.
Στα μέσα Απριλίου του 1789 o Τζορτζ Ουάσινγκτον αποχαιρέτησε την οικογένεια (και τους σκλάβους του) στη φυτεία του στο Βερμόντ και αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη όπου θα ορκιζόταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε ήδη καθυστερήσει περίπου έναν μήνα και δέκα μέρες να εμφανιστεί στη νέα του δουλειά, αλλά στη διαδρομή έστειλε και ένα μήνυμα ότι θα αργήσει μερικές ημέρες ακόμη. Σαν άλλος Οδυσσέας αντιμετώπισε μερικά προβλήματα στη μετακίνηση, κυρίως όμως απολάμβανε τα πάρτι και τις δεξιώσεις που πραγματοποιούσαν για αυτόν τοπικοί αξιωματούχοι (σε ρόλο Κίρκης). Τελικά «χτύπησε κάρτα» σχεδόν μετά τέσσερις μήνες από τη στιγμή που κέρδισε τις εκλογές.
Τέτοιου είδους καθυστερήσεις ήταν σύνηθες φαινόμενο στα πρώτα χρόνια του αμερικανικού κράτους, καθώς απαιτούνταν μήνες για την καταμέτρηση των ψήφων αλλά και εβδομάδες για τη μετακίνηση των νικητών των εκλογών. Η ορκωμοσία πραγματοποιούνταν λοιπόν στις 4 Μαρτίου, και μόνο από το 1933 μετακινήθηκε στις 20 Ιανουαρίου.
Ένας δεύτερος λόγος για την ύπαρξη της καθυστέρησης είναι η απέχθεια του αμερικανικού κατεστημένου για την έννοια του πολιτικού κόμματος. Ο μηχανισμός των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών ουσιαστικά υπάρχει μόνο για να δώσει την εκλογική μάχη, αλλά δεν έχει τις «σκιώδεις κυβερνήσεις» που συναντάμε στην Ευρώπη – δηλαδή κομματικά στελέχη που ασχολούνται αποκλειστικά με ένα θέμα και μπορούν να υπουργοποιηθούν αμέσως μετά τις εκλογές. Κάθε νέος πρόεδρος στις ΗΠΑ καλείται να επιλέξει εν λευκώ 4.000 κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων 20 με 25 που κατέχουν υπουργικές θέσεις.
Η περίοδος ανάμεσα στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και την ανάληψη της προεδρίας, στην οποία ο απερχόμενος πρόεδρος διατηρεί τις εξουσίες του, είναι γνωστή σαν lame duck (κουτσή πάπια). Με δεδομένο βέβαια ότι οι περισσότεροι από τους τεχνικούς λόγους της καθυστέρησης έχουν εκλείψει εδώ και αιώνες, αυτή η μεταβατική περίοδος έχει μετατραπεί σε ακόμη έναν ετεροχρονισμένο θεσμό, από τους πολλούς που αποδεικνύουν τη «δυσανεξία» του αμερικανικού πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ με τη δημοκρατία. Μια άλλη είναι, λόγου χάρη, το περίφημο εκλεκτορικό κολέγιο – ένας θεσμός που δημιουργήθηκε ώστε οι νικητές του Εμφυλίου να χρυσώσουν το χάπι στο δουλοκτητικό κεφάλαιο που συγκεντρωνόταν σε αραιοκατοικημένες περιοχές του αμερικανικού Νότου και ζητούσε μεγαλύτερη εκπροσώπηση από ό,τι του αντιστοιχούσε πληθυσμιακά.
Αυτή την εβδομάδα, η απόφαση του προέδρου Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εναντίον ρωσικών στόχων, στην οποία ο Πούτιν απάντησε με την παρουσίαση ενός πιο νέου δόγματος για τη χρήση πυρηνικών όπλων, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της «κουτσής» αμερικανικής δημοκρατίας.
Το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ δεν είναι αν η Ουκρανία έχει αυτό το δικαίωμα (κάθε χώρα που δέχεται επίθεση δικαιούται να απαντήσει με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της), αλλά ότι ο απερχόμενος πρόεδρος αμφισβητεί ανοιχτά τη νωπή λαϊκή εντολή του αμερικανικού λαού. Δεδομένου ότι ο Τραμπ, που κέρδισε όχι μόνο τους εκλέκτορες αλλά και τη λαϊκή ψήφο, είχε υποσχεθεί ρητά τον τερματισμό ή την αποκλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, ο απερχόμενος πρόεδρος φαίνεται να σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο στο αποτέλεσμα της κάλπης. Δεν είναι όμως ο πρώτος που το κάνει.
Όπως εξηγούσε προ ημερών στο The Conversation ο Τζόρνταν Κας, συνταγματολόγος στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, το 1861 ο απερχόμενος πρόεδρος Τζέιμς Μπιουκάναν δεν αντέδρασε στην απόσχιση επτά πολιτειών από την Ένωση, γεγονός που κλιμάκωσε την κρίση η οποία κατέληξε στον αμερικανικό εμφύλιο. Ο Λίνκολν, που θα τον διαδεχόταν, ήταν αναγκασμένος να παρακολουθεί αμέτοχος τις εξελίξεις για πέντε μήνες και ύστερα κλήθηκε να διαχειριστεί έναν εμφύλιο πόλεμο.
Σε άλλες περιπτώσεις, απερχόμενοι πρόεδροι, όπως ο Άνταμς και ο Τραμπ, άλλαζαν τη σύσταση του δικαστικού σώματος προκειμένου να εξυπηρετούν πολιτικές και ιδεολογίες που είχαν ηττηθεί στις εκλογές. Και, φυσικά, πολλοί πρόεδροι, όπως ο Κλίντον, φρόντιζαν πριν αποχωρήσουν να δίνουν χάρη ακόμη και σε απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου οι οποίοι τους είχαν στηρίξει στο παρελθόν.
Υπάρχει όμως και η αντίστροφη προσέγγιση. Τα τελευταία 24ωρα το πιο αριστερό τμήμα των Δημοκρατικών καλεί τον Μπάιντεν να εκμεταλλευτεί το lame duck για να τερματίσει τη γενοκτονία που διαπράττει στη Γάζα (κάτι που όπως λένε «μπορεί να κάνει, ανά πάσα στιγμή, με ένα τηλεφώνημα»). Σε μια τέτοια περίπτωση, ίσως να μην είχαμε ευθεία αμφισβήτηση της λαϊκής εντολής, αφού το θέμα έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο στην εκλογική αντιπαράθεση, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών ζητά εκεχειρία.
Ίσως όμως βρισκόμαστε μπροστά σε ακόμη μια περίπτωση ανίατης αφέλειας από την πλευρά της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών. O Μπάιντεν, ο οποίος εδώ και δεκαετίες μιλά ρητά για το «δικαίωμα» του Ισραήλ να σκοτώνει γυναίκες και παιδιά, ούτε ξέχασε ούτε δεν πρόλαβε να σταματήσει τη γενοκτονία. Αντίθετα, την εξόπλισε και τη χρηματοδότησε από την πρώτη ημέρα. Είναι λοιπόν παράλογο να ζητάς από έναν πολιτικό να καταστρέψει το «Magnum Opus» της καριέρας του στους δύο μήνες που του απομένουν στην εξουσία. Ακόμη κι αν αυτό το έργο ζωής είναι η γενοκτονία ενός λαού.