«Να μιλήσουμε για τα μεγάλα. Υπό ποιες συνθήκες άνθισε η Ρωσική Πρωτοπορία; Τις χειρότερες! Εκείνο το περιβάλλον όμως δεν απέτρεψε τους ζωγράφους της Ρωσίας από το να καινοτομούν και να προσπαθούν να ξεπεράσουν την εποχή τους. Και το κατάφεραν!»
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Κυριάκο Κατζουράκη, ειπώθηκαν σε ένα τραπέζι πριν δέκα χρόνια περίπου, όταν ο μνημονιακός χειμώνας έριχνε τη βαριά σκιά του. Ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Έκτοτε αυτή την προσήλωσή του στο μεγάλο την επιβεβαίωνα με κάθε ευκαιρία και την έδειχνε με κάθε αφορμή· πάντα με τον μοναδικό τρόπο του: Ζωγραφίζοντας νυχθημερόν και ακούραστα τα τέρατα της εποχής μας δίπλα – δίπλα με την ομορφιά. Με τη γραφή, τη σκηνοθεσία, τα σενάρια, τη μουσική, το μοντάζ, τα σκηνικά. Κυρίως όμως συλλαμβάνοντας μεγάλες ιδέες και μεταμορφώνοντάς τις σε υψηλή τέχνη.
Η τέχνη του Κυριάκου ήταν υψηλή τέχνη. Όχι για να αποκόβεται από τον καθημερινό άνθρωπο αλλά για να τον ανυψώνει.
Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια έγινε μια απόπειρα για τη διοργάνωση ενός κινηματογραφικού αντιφεστιβάλ. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο καφενείο των σκακιστών στην οδό Μαυρομιχάλη. Φιλότιμη και φιλόδοξη προσπάθεια. Αφού άκουσε προσεκτικά διατύπωσε την άποψή του: Να διοργανωθεί μεν το φεστιβάλ του εργατικού – εναλλακτικού κινηματογράφου, αλλά έπρεπε να υπάρχει μια καλλιτεχνική επιτροπή που θα κρίνει ποιες ταινίες θα λάβαιναν μέρος. Τη διαδέχθηκε μια παγερή σιωπή. Στην αυθόρμητη απάντηση, «μα, θα κοπούν πολλές ταινίες», αντέτεινε «ότι έτσι οι ίδιοι οι δημιουργοί θα βοηθηθούν για να βελτιωθούν και το φεστιβάλ θα κερδίσει σε κύρος, καταφέρνοντας να ανταγωνιστεί επάξια τα επίσημα».
Ο Κυριάκος δεν ήταν εστέτ. Το πολυδιάστατο έργο του, όπως από κοινού παρουσιάζεται με το έργο της λατρεμένης συντρόφου του Κάτιας Γέρου, στην ιστοσελίδα Σήματα καπνού ξαφνιάζει και διδάσκει. Ο Κυριάκος ήταν προσιτός, πάντα πρόθυμος να εξηγήσει και κυρίως πάντα πρόθυμος να εμπλακεί στο επόμενο σχέδιο. Ο Κυριάκος κοίταγε στο μέλλον.
Όπως με την «Τουιτερού». Η Τουιτερού ήταν ένα κόμικ το οποίο θα σχεδίαζε ο Κυριάκος. Η πρωταγωνίστρια 30-35 ετών, αθυρόστομη, ανύπαντρη μητέρα, δούλευε στα social media, ντυνόταν από το Attrativo, έκανε διακοπές αποκλειστικά και μόνο στις Κυκλάδες, σύχναζε στα Εξάρχεια, μίλαγε μια αργκό σχεδόν ακαταλαβίστικη για τους άνω των 40, ήταν επιρρεπής σε κάθε πρόκληση -από ουσίες, μέχρι ερωτική- μισούσε την πολιτική και τους μπάτσους και ήταν αδιάφορη για την Αριστερά, συμβολίζοντας ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής νεολαίας που όμως αυτή η νεολαία είναι η νιότη του κόσμου. Η Τουιτερού με τον τσαμπουκά της επειδή δεν έβγαινε οικονομικά κι ούτε γούσταρε κάθε μήνα από τις 20 και μετά να ξεφτιλίζεται από ‘δω κι από κει ζητώντας δανεικά, οργάνωσε μια απεργία που νίκησε, όλοι οι εργαζόμενοι βγήκαν στον δρόμο και… και… Και για αρχή ξανασυνδέαμε το νήμα που κόπηκε τον Αύγουστο του 2015, οδηγώντας τις εξελίξεις εκεί που μπορούσαν να φτάσουν. Η αλήθεια είναι πώς όταν έβλεπα τα «κόκκινα γιλέκα» της e-food αναρωτιόμουν μήπως καλύτερα θα ήταν αν η πρωταγωνίστρια ήταν ντελιβερού κι όχι τουιτερού… Ποτέ δεν θα το μάθουμε.
Στην μέση έμεινε και το σενάριο που έγραφε τους τελευταίους μήνες ο Κυριάκος για μια νέα ταινία. Θέμα της θα ήταν ο βιασμός του περιβάλλοντος, όπως υλοποιείται με την μαζική εγκατάσταση των ανεμογεννητριών στις κορυφές των ελληνικών βουνών. Η ταινία θα ξεκινούσε με ένα έγκλημα, μια γυναικοκτονία, με πρωταγωνιστή τον γιό ενός επώνυμου ολιγάρχη, αγαπητού των Μέσων Ενημέρωσης, που δραστηριοποιείται στις Ανανεώσιμες Πηγές. Το σκηνικό θα ήταν η βάση μιας τεράστιας ανεμογεννήτριας, με φόντο βουνά και τη θάλασσα του Αιγαίου. Τον Κυριάκο τον είχε συνεπάρει τα τελευταία χρόνια η σύλληψη, η έννοια της ενεργειακής φτώχειας. Αυτή η νέα μορφή ανθρώπινης ταπείνωσης και δουλείας, που αποτύπωσε στο ντοκιμαντέρ Η επιστροφή του Προμηθέα. Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε με ανύπαρκτα μέσα, δουλεύοντας ο Κυριάκος ατελείωτες ώρες και καταφέρνοντας να συνενώσει τα πιο ανομοιογενή και ετερόκλητα υλικά σε ένα σύνολο πρωτοποριακό, όχι μόνο για την Ελλάδα.
Το πάθος του να συνενώνει διαφορετικές εμπνεύσεις μπορούσε να ξαφνιάσει και τον πιο καλά μυημένο καλλιτέχνη. Θυμάμαι ένα ακόμη πρότζεκτ που έμεινε στη μέση. Μια κάμερα στο χέρι να κινείται στους ρυθμούς του «ανθρώπου με την μηχανή» του Ντζίγκα Βερτόφ και να καταγράφει τη διαδρομή που διανύει ο πρωταγωνιστής του Πέτερ Χάντκε στην «Μεγάλη πτώση», στην πιο αστική, αθηναϊκή της εκδοχή: μέσα σε σκοτεινές και κακοφωτισμένες σκάλες και πλατύσκαλα πολυκατοικιών της Κυψέλης και του Παγκρατίου… Ούτε αυτή η κάμερα θα μάθουμε που θα έφτανε.
Οι συνδυασμοί του Κυριάκου ξάφνιαζαν. Όπως το δώρο του σε ένα πασχαλινό τραπέζι: δύο πασχαλινά αβγά να τσουγκρίζουν μεταξύ τους παραπέμποντας όμως στη …ρωσική πρωτοπορία!
Ο Κυριάκος δεν ήταν μόνο ένας σπάνιος φίλος, με τον οποίο μπορούσες να απολαύσεις τον Τζέιμς Μποντ και να σου εξηγήσει την επανάσταση που έφερε η ζωγραφική του Πικάσο. Ήταν ένας ιχνηλάτης της εποχής μας, ένας ακούραστος πειραματιστής, ένας γνήσιος και ανιδιοτελής οδοιπόρος στην τέχνη και την Αριστερά…