του Ανδρέα Κοσιάρη
«Είμαστε χειρότερα μόνο ως προς τους θανάτους». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κυνικότερη ομολογία αποτυχίας από αυτήν που έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη που προβλήθηκε χθες βράδυ, όταν του τέθηκε το ζήτημα της σύγκρισης των επιδόσεων της χώρας στην πανδημία το 2020 και το 2021.
«Μόνο ως προς τους [16.000] θανάτους», αλλά, «κρατήσαμε την οικονομία ανοιχτή, δεν κάναμε λοκντάουν, σώσαμε τον τουρισμό και είχαμε μια ανάπτυξη εξαιρετικά υψηλή». Δεν θα μπορούσε να περιγραφεί πιο παραστατικά το διακύβευμα ανάμεσα στους αριθμούς και τους ανθρώπους.
Ένας σοβαρός δημοσιογράφος θα έφριττε με αυτήν την απάντηση του πρωθυπουργού. Θα ανταπαντούσε αμέσως το πολύ απλό, «δηλαδή ισχυρίζεστε ότι 16.000 νεκροί είναι ένα ανεκτό τίμημα για τη “διάσωση του τουρισμού”;». Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε απέναντί του έναν σοβαρό δημοσιογράφο — θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είχε καν απέναντί του έναν δημοσιογράφο.
Οι σοβαροί πολίτες μιας σοβαρής χώρας, έπειτα από αυτήν την κυνική ομολογία, θα κυνηγούσαν τους κυβερνητικούς πολιτευτές (στην καλύτερη) με σάπια φρούτα ανά χείρας. Θα ζητούσαν τον λόγο, με οργή και αγανάκτηση, ποιος και γιατί έδωσε το δικαίωμα στους κυβερνώντες να υποτιμούν τόσο την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αλλά μάλλον δεν ζούμε σε μια σοβαρή χώρα με σοβαρούς πολίτες.
Αγγίζουμε τους 22.000 θανάτους συνολικά, θα τους ξεπεράσουμε εύκολα και γρήγορα και η ανοδική αυτή πορεία θα συνεχιστεί. Συνηθίσαμε να πεθαίνουν αβέρτα άνθρωποι γύρω μας, και αυτή τη συνήθεια την εκμεταλλεύεται ο πολιτικός και ηθικός απατεώνας που κυβερνά, εκτοξεύοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα κυνικότατες ομολογίες και ανερυθρίαστα ψέματα.
Και οι αυλικοί του, σε πολιτικά έδρανα ή καλοπληρωμένα δημοσιογραφικά γραφεία, συνεχίζουν να θριαμβολογούν και να τον επευφημούν. Εκμεταλλεύονται μια μουδιασμένη κοινωνία, που έχει ξεχάσει τι είναι σημαντικό στην ανθρώπινη ζωή — την ίδια τη ζωή.