Λεωνίδας Βατικιώτης
Συνήθως, η σοβαρότητα μιας κρίσης, από αυτές που συμβαίνουν σχεδόν σταθερά κάθε 10 χρόνια – αποδεικνύοντας, κάθε φορά, ότι είναι η σοβαρότερη κρίση των τελευταίων 50 ετών, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του πρώην αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη Πολ Βόλκερ – εκτιμάται εξετάζοντας το βάθος των συνεπειών της στην οικονομία. Ελέγχοντας δηλαδή πόσο χαμηλά έστειλε το ΑΕΠ, την απασχόληση, τις τιμές των μετοχών κ.λπ.
Η κρίση που ξέσπασε το 2008, είχε ως κορυφαία στιγμή την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου, έκανε όμως την εμφάνισή της ακριβώς πριν δέκα χρόνια με τους πρώτους τριγμούς στην αμερικανική αγορά ακινήτων και τις αλλεπάλληλες χρεοκοπίες, αρχής γενομένης τον Ιούνιο του 2007, επενδυτικών κεφαλαίων της τράπεζας Bear Sterns, της πέμπτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ, και έχει τον δικό της τρόπο να υπογραμμίζει τη σοβαρότητά της.
Επιβάλλεται στην μακρά αλυσίδα των κρίσεων καθώς ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, δεν έχει επέλθει η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση! Αρκεί μια ματιά στα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπισή της όπως και στις αιτίες της, όπου θεωρητικά στόχευαν οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν, για να φανεί ότι η κρίση ήρθε για να μείνει. Από μια άλλη οπτική γωνία, για να φανεί πόσο επικίνδυνα ανήμπορες είναι σήμερα οι μεγάλες οικονομίες να αντιμετωπίσουν μια πιθανή αναζωπύρωσή της.
Το πρώτο μέτρο που εφαρμόστηκε για να αντιμετωπιστεί η κρίση ήταν η ραγδαία μείωση των επιτοκίων, έτσι ώστε να διευκολυνθεί ο δανεισμός. Στο 4% ήταν τα ονομαστικά επιτόκια του ευρώ στις αρχές του 2008, για να μειωθούν σε 1 χρόνο στο 1% και τα τελευταία 2 χρόνια να αγκιστρωθούν στο 0%. Και στις ΗΠΑ παρατηρήθηκε η ίδια τάση: στο 5% ήταν τα επιτόκια του δολαρίου μέχρι και το 2007, όσο οι Αμερικάνοι επιδίδονταν στο προσοδοφόρο άθλημα της αγοραπωλησίας σπιτιών, για να γίνουν σχεδόν μηδενικά το 2009 όπου και περίμεναν μέχρι το 2015. Μόλις τους τελευταίους μήνες ξεπέρασαν το 1%. Επιστροφή των επιτοκίων στα προ κρίσης επίπεδα δεν προβλέπεται σύντομα…
Το δεύτερο μέτρο που υιοθετήθηκε ήταν η ενεργοποίηση των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες, ειδικά στις ΗΠΑ, έφτασαν στο σημείο να χορηγούν ακόμη και δάνεια στην ιδιωτική οικονομία, καλύπτοντας το κενό που δημιούργησε η κατάρρευση της πίστης και το πάγωμα των πιστώσεων από τις ιδιωτικές τράπεζες. Ως αποτέλεσμα, ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας από 870,261 δισ. δολ. στις 30 Ιουλίου 2007 να πενταπλασιαστεί μέχρι τις 3 Ιουλίου 2017, φθάνοντας τα 4,467 τρισ. δολ. Το ίδιο συνέβη και στην από δω μεριά του Ατλαντικού με τον ισολογισμό της ΕΚΤ: από 1,5 τρισ. ευρώ στις αρχές του 2007 αγγίζει σήμερα τα 4 τρισ. ευρώ. Ομοίως, επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών δεν προβλέπεται σύντομα…
Το τρίτο μέτρο αφορούσε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα έτσι ώστε ποτέ ξανά να μην επικαλεστούν το ότι οι τράπεζες είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» και να εκβιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο την διάσωση με χρήματα των φορολογουμένων. Η κρίση πυροδότησε έναν πρωτοφανή πυρετό εξαγορών και συγχωνεύσεων που μείωσε σημαντικά τον αριθμό των τραπεζών. Στις ΗΠΑ οι 7.294 τράπεζες στις 31 Δεκεμβρίου 2006, μειώθηκαν στις 5.083 έπειτα από 10 χρόνια, επέζησαν δηλαδή οι 2 από τις 3. Στην ευρωζώνη η εκκαθάριση ήταν εξ ίσου σαρωτική καθώς από 7.626 νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπήρχαν τον Ιανουάριο του 2007, τον Ιούνιο του 2017 λειτουργούσαν 5.805. Η πρόσφατη διάσωση των δύο ιταλικών τραπεζών έδειξε ότι αντίθετα με τις υποσχέσεις πολύ περισσότερο σήμερα οι τράπεζες παραμένουν «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν»…
Τέλος, οι πολιτικές δρακόντειας λιτότητας που επιβλήθηκαν σε όλο το δυτικό ημισφαίριο αφορμή και στόχο ταυτόχρονα είχαν την μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Λογικά λοιπόν θα ανέμενε κανείς ότι μια δεκαετία μετά το δημόσιο χρέος θα έχει μειωθεί ως απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Κι εδώ όμως ο ελέφαντας συνεχίζει να βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Σε παγκόσμιο επίπεδο το συνολικό χρέος (κυβερνήσεων, νοικοκυριών και εταιρικό εξαιρουμένου του χρηματοπιστωτικού τομέα) βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ καθώς αγγίζει το 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ κι ανέρχεται σε 215 τρισ. δολ. αυξημένο κατά 70 τρισ. δολ. μέσα σε μια δεκαετία! Στην ευρωζώνη το δημόσιο χρέος από 7,136 τρισ. ή 80% του ΑΕΠ το 2009, έφτασε τα 9,588 τρισ. ή 89% του ΑΕΠ το 2016. Αυξήθηκε αντί να μειωθεί, λόγω της λιτότητας που οδήγησε σε ύφεση και συρρίκνωση του ΑΕΠ. Ομοίως, επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα του δημόσιου και συνολικού χρέους δεν προβλέπεται σύντομα…
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι η επιστροφή των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε ΗΠΑ και Ευρώπη στα προ κρίσης επίπεδα δε σημαίνει ότι η κρίση αποτελεί παρελθόν. Οι επιδόσεις ποτέ δε θα είχαν φτάσει σε αυτά τα επίπεδα αν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οικονομία είχε τερματιστεί κι είχαμε επιστρέψει στην κανονικότητα.
Απογειώθηκαν οι μετοχές, «πάγωσαν» μισθοί – συντάξεις
Δέκα χρόνια μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στην υποχρέωση των πολιτικών και νομισματικών αρχών να διατηρούν σε ισχύ εξαιρετικά μέτρα που ενεργοποιούνται μόνο κάτω από αντίξοες συνθήκες, ως ύστατη λύση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η κατάσταση περιπλέκεται επειδή ταυτόχρονα με την αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας να λειτουργήσει χωρίς τη συνεχή μηχανική υποστήριξη των κεντρικών τραπεζών, τα χρηματιστήρια πλέουν σε πελάγη ανείπωτης ευτυχίας. Ούτε την πρώτη μεταπολεμική εποχή των «τριάντα ένδοξων χρόνων» δεν κατέγραφαν τέτοια ρεκόρ.
Πολύ ενδεικτικά η εξέλιξη ορισμένων χρηματιστηριακών δεικτών: Από την 1η Ιουλίου 2007 μέχρι την 1η Ιουλίου 2017 ο αμερικανικός βιομηχανικός δείκτης Dow Jones από 13.895 μονάδες σκαρφάλωσε στις 21.553, ο επίσης αμερικανικός δείκτης υψηλής τεχνολογίας Nasdaq από 2.701 στις 6.270, ο γερμανικός DAX από 7.861 σε 12.641, ο ιαπωνικός Nikkei από 16.785 σε 20.099 και ο βρετανικός FTSE100 από 6.447 σε 7.413, κοκ.
Η έκρηξη των χρηματιστηριακών τιμών, όταν μισθοί, συντάξεις και κοινωνικές παροχές παραμένουν παγωμένα, όταν δεν μειώνονται για να επιτευχθεί η πολυπόθητη σταθεροποίηση, λύνει ένα «παράδοξο». Πού πάνε τα δισεκατομμύρια τα οποία διοχετεύονται από τις κεντρικές τράπεζες και έχουν μετατρέψει τους ισολογισμούς τους σε μπαλόνια… Εν ολίγοις, στις τσέπες των μεγαλομετόχων!
Εκεί καταλήγει η πλημμυρίδα ρευστού που απελευθερώνουν ΕΚΤ και αμερικανική κεντρική τράπεζα, μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης. Έτσι όμως οι αντιθέσεις οξύνονται κι η αναγκαία διόρθωση (στο βαθμό που τα προσδοκώμενα μελλοντικά κέρδη ποτέ δεν πραγματώνονται) θα λάβει πιο βίαιο χαρακτήρα!
Από λύση γίνεται πρόβλημα η Κίνα
Το συνολικό χρέος της Κίνας κινείται σε δυσθεώρητα επίπεδα, συγκρίσιμα ωστόσο με αυτά της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Παρότι λοιπόν τον Μάιο του 2017 έφθασε το 304% του ΑΕΠ από μόνο του αυτό το μέγεθος δεν προκαλεί ανησυχία. Εφησυχασμό επίσης προκαλεί και το γεγονός ότι βρίσκεται σε εθνικά χέρια, που σημαίνει ότι δεν κινδυνεύει από κερδοσκοπικές επιθέσεις κι ούτε εξαρτάται από τη στάση των οίκων αξιολόγησης.
Υπάρχει ωστόσο ένα χαρακτηριστικό που το έχει μετατρέψει σε ωρολογιακή βόμβα και είναι η ταχεία άνοδός του σε αυτά τα επίπεδα. Ενδεικτικά, μόλις το 2015 το συνολικό χρέος της Κίνας ανερχόταν στο 247% του ΑΕΠ, ενώ τις «ήσυχες μέρες» του 2005 στο 160% του ΑΕΠ. Αυτό που συνέβη το συμπυκνώνει σε μια σύγκριση ο αμερικάνος μαρξιστής Ντέιβιντ Χάρβεϋ (στο βιβλίο του The ways of the world, 2016): το τσιμέντο που καταναλώθηκε στην Κίνα (6.651 εκ. τόνοι) μέσα σε 3 χρόνια (2011-2013) ήταν μιάμιση φορά περισσότερο από το τσιμέντο που κατανάλωσαν οι ΗΠΑ (4.405 εκ. τόνοι) στη διάρκεια ενός αιώνα (1900-1999)!
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας αψηφώντας τις οδηγίες που υποδείκνυαν την αξιοποίηση της κρίσης για την εδραίωση νεοφιλελεύθερων αλλαγών, επανέλαβε την επιτυχημένη συνταγή που είχε εφαρμόσει ο Ναπολέων Γ’ στο Παρίσι το 1852 και ο Ρούζβελτ στις μεταπολεμικές ΗΠΑ το 1945: εφάρμοσε ένα ασύλληπτων διαστάσεων κατασκευαστικό πρόγραμμα που μεταμόρφωσε τη χώρα. Το τίμημα ωστόσο ήταν βαρύ κι ασύμμετρο, δεδομένου ότι η πιστωτική επέκταση μεταξύ 2009 και 2015 αύξανε κάθε χρόνο κατά 20% πολύ ψηλότερα από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Έτσι πλέον γεννιούνται ερωτηματικά για την αποπληρωμή του σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης διεθνοποίησης, δηλαδή αμερικανοποίησης, του κινέζικου τραπεζικού συστήματος, κατ’ εντολή του Τραμπ, ενώ όλοι ξέρουν ότι οι χρυσές εφεδρείες του 2008 πλέον δεν υφίστανται. Εξαντλήθηκαν κι αυτές χωρίς να αναμένεται η σύντομη επιστροφή του κινέζικου χρέους στα προ κρίσης επίπεδα…