του Ανδρέα Κοσιάρη
Την ώρα που τα αμερικανικά ΜΜΕ αφιέρωναν την πλειοψηφία της προσοχής τους στα σενάρια για τα «κατασκοπευτικά μπαλόνια» της Κίνας, η τοξική καταστροφή σε μια μικρή πόλη του Οχάιο δεν έβρισκε παρά ελάχιστο χρόνο προβολής. Κι αυτό διότι η μεγαλοποίηση του «κινδύνου» από μια ξένη υπερδύναμη είναι πάντα προσφορότερο έδαφος από την ανάδειξη του πραγματικού κινδύνου της ασυδοσίας της εγχώριας καπιταλιστικής τάξης.
Λόγια του «αέρα»
Βλέποντας κανείς τα αμερικανικά ΜΜΕ την περασμένη εβδομάδα, θα πίστευε πως η χώρα είναι υπό κάποια επίθεση. Το γεγονός ότι υποκείμενο αυτής της «επίθεσης» ήταν μερικά μπαλόνια μπορεί να ακούγεται σαν γελοία ιδέα, όμως δεν πτόησε τα μέσα και την πολιτική τάξη της Αμερικής από το να κινδυνολογεί ακατάσχετα για τη διείσδυση του κινεζικού δράκου στη βορειοαμερικανική επικράτεια.
Σενάρια επί σεναρίων για το τι είδους κατασκοπευτική τεχνολογία μπορεί να κουβαλούσαν αυτά τα μπαλόνια, ιστορικές αναδρομές για τη χρήση τους στην ανθρώπινη ιστορία, αλληλοκατηγορίες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών για το ποιος αντιμετώπισε καλύτερα την από αέρος φουσκωτή εισβολή και εντυπωσιοθηρικές καταρρίψεις με «νότες» επιστημονικής φαντασίας για «αγνώστου ταυτότητας αντικείμενα» κυριάρχησαν στο μιντιακό σκηνικό.
Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη των μπαλονιών αυτών ήταν μια μάλλον μηδαμινής σημασίας κατασκοπευτική νουβέλα. Πρόκειται για μια παλιά, φτηνή τεχνολογία κατασκοπίας και για μία συνηθισμένη τακτική, που φαίνεται να χρησιμοποιείται από όλες τις πλευρές. Άλλωστε, η αρχική «δικαιολόγηση» της Κίνας για την ύπαρξη του πρώτου μπαλονιού — ότι επρόκειτο δήθεν για μετεωρολογικό μπαλόνι που παρέκκλινε της πορείας του — δείχνει την ευκολία με την οποία μια όντως επιστημονικά χρήσιμη πρακτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς.
Τα μπαλόνια, λένε οι ειδικοί, μπορεί να προσφέρουν μικρά πλεονεκτήματα σε σχέση με πιο σύγχρονα τεχνολογικά κατασκοπευτικά όργανα, όπως οι δορυφόροι, καθώς υπό συνθήκες μπορούν να επιτύχουν μεγαλύτερης ευκρίνειας φωτογραφίες και ευκολότερη υποκλοπή επικοινωνίας — όμως η ευαλωτότητά τους, όχι μόνο στα πυρά αεράμυνας αλλά και στα κύματα του αέρα, εξανεμίζει αυτά τα πλεονεκτήματα.
Κανείς μπορεί μονάχα να φανταστεί τον ορυμαγδό στα πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών και στις φυσικές ή ηλεκτρονικές σελίδες εφημερίδων, αν ένα από αυτά τα μπαλόνια κουβαλούσε τοξικά χημικά. Το «σενάριο» έπαιξε από κάποιες εκ των πιο ακραίων φωνών, που εμπνέονταν από μια πολύ παλιά προσπάθεια της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ Νοεμβρίου 1944 και Απριλίου 1945, οι Ιάπωνες έστειλαν περίπου 9.300 μπαλόνια με εμπρηστικές βόμβες προς τις ΗΠΑ, τα οποία περνούσαν τον Ειρηνικό ωκεανό και αποτέλεσαν το μεγαλύτερου βεληνεκούς όπλο στην Ιστορία του πολέμου μέχρι την τελειοποίηση των διηπειρωτικών πυραύλων.
Η «φαεινή ιδέα» των Ιαπώνων φαίνεται, βέβαια, να μην έλαβε υπόψη μερικές πρακτικές δυσκολίες: αφενός το γεωγραφικό μέγεθος των ΗΠΑ που μείωνε αισθητά την πιθανότητα ακόμα και χιλιάδες τυχαία κατευθυνόμενα μπαλόνια να πραγματοποιήσουν σημαντικές καταστροφές· κι αφετέρου το γεγονός ότι τα μπαλόνια στάλθηκαν τον χειμώνα — οι υγρές και κρύες κλιματικές συνθήκες σιγούρεψαν ότι καμία μεγάλου μεγέθους φωτιά δεν προκλήθηκε από τις εμπρηστικές βόμβες.
Χημικές «επιθέσεις» εκ των έσω
Τις ίδιες μέρες που η αμερικανική (και η διεθνής) κοινή γνώμη «βομβαρδιζόταν» με σενάρια για μπαλόνια, μια «επίθεση» στην καρδιά της Αμερικής περνούσε λίγο έως πολύ απαρατήρητη. Κι αυτό διότι «ιθύνων νους» της ήταν ένα από τα ιερά καρτέλ του αμερικανικού καπιταλισμού: αυτό των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Περίπου στις 9 το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου, μια αμαξοστοιχία εκτροχιάστηκε κοντά στο χωριό Ανατολική Παλαιστίνη, στα σύνορα της πολιτείας του Οχάιο με αυτή της Πενσιλβάνια, στις βορειονατολικές ΗΠΑ. Η αμαξοστοιχία της εταιρείας σιδηροδρομικών μετοφορών Norfolk Southern κουβαλούσε φορτίο τοξικών χημικών ουσιών, μεταξύ των οποίων και η ουσία χλωραιθένιο, μια πολύ τοξική, εύφλεκτη και καρκινογόνος οργανική χημική ένωση που χρησιμοποιείται στην παραγωγή του πολυμερούς PVC. Ο εκτροχιασμός επηρέασε περίπου 50 από τα 150 βαγόνια της αμαξοστοιχίας, και τα χημικά που διέρρευσαν άρχισαν να καίγονται.
Ο δήμαρχος της περιοχής διέταξε σχεδόν αμέσως την εφαρμογή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, και περίπου 1.500 με 2.000 κάτοικοι του χωριού διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Θα περνούσαν σχεδόν τρεις ημέρες διαρροής χημικών στο έδαφος και τον αέρα της περιοχής, μέχρι να διατάξει ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης της πολιτείας του Οχάιο, Μάικ ΝτεΓουάιν, την εκκένωση μεγαλύτερης έκτασης γύρω από το χωριό στις 6 Φεβρουαρίου, ενόψει μιας «ελεγχόμενης έκλυσης» των χημικών ουσιών από τη Norfolk Southern. Η «ελεγχόμενη έκλυση» αφορούσε την πυροδότηση εκρηκτικών για να τρυπήσουν όσα βαγόνια δεν είχαν ήδη τρυπήσει από τον εκτροχιασμό, επιτρέποντας στα χημικά να ρεύσουν σε μία πρόχειρη τάφρο, όπου πυρπολήθηκαν.
Συνολικά, περισσότεροι από 500 τόνοι χημικών ουσιών διέρρευσαν ή κάηκαν «ελεγχόμενα» στην περιοχή της Ανατολικής Παλαιστίνης. Όμως μόλις δύο μέρες μετά την καύση, οι κάτοικοι ενημερώθηκαν ότι μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, χωρίς καν να γνωρίζουν την πλήρη λίστα των χημικών που «ξέρασε» η Norfolk Southern στη γη τους. Οι ουσίες αυτές δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστές — μόλις την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου, σε επιστολή της Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας (Environmental Protection Agency – EPA) προς την εταιρεία, ονοματίζονταν άλλες τρεις ουσίες (ακρυλικό βουτύλιο, ακρυλικό αιθυλεξύλιο και αιθυλενογλυκόλη) με έντονη έως μέτρια τοξικότητα. Αυτές, όμως, αφορούσαν μόλις 20 από τα συνολικά 150 βαγόνια της αμαξοστοιχίας — το πλήρες φορτίο δεν έχει αποκαλυφθεί.
«Μη σας νοιάζει, είστε ασφαλείς»
Το χλωραιθένιο, η ουσία στην οποία εστιάστηκε η προσοχή των αρχών και της εταιρείας, είναι γνωστό ότι προκαλεί καρκίνο στο ήπαρ και σε άλλα όργανα του ανθρώπινου σώματος, ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες.
Όμως στις 8 Φεβρουαρίου, μόλις δύο ημέρες αφότου μεγάλες ποσότητες της ουσίας πυρπολήθηκαν, οι κάτοικοι της Ανατολικής Παλαιστίνης ενημερώθηκαν ότι είναι ασφαλές να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η πρότερη εντολή εκκένωσης αφορούσε μια ακτίνα περίπου τριών χιλιομέτρων — έκταση τραγικά μικρή, σύμφωνα με επιστήμονες. Ο Έρικ Φάιγκλ-Ντινγκ, επιδημιολόγος με ειδίκευση στη βιοασφάλεια, που υπήρξε από τους πρώτους που προειδοποίησαν για την απειλή της COVID-19 τον Ιανουάριο του 2020, πρότεινε να υπάρξει προειδοποίηση για υψηλή ετοιμότητα σε μία ακτίνα 80 χιλιομέτρων, που θα συμπεριλάμβανε και την πόλη του Πίτσμπουργκ, με 300.000 κατοίκους.
3) Yesterday I advocated potentially warning and advising everyone within 50 mile radius to be on high alert after the vinyl chloride rail spill. Here is 50 miles… it includes all the way to Pittsburgh! pic.twitter.com/tJjaIWwj3A
— Eric Feigl-Ding (@DrEricDing) February 13, 2023
Οι κάτοικοι της Ανατολικής Παλαιστίνης που επέστρεψαν στα σπίτια τους αναφέρουν πως ο αέρας μυρίζει «σαν υπερ-χλωριομένη πισίνα» και κάνει τα μάτια τους να καίνε. Νεκρά ψάρια, πτηνά και άλλα ζώα έχουν αναφερθεί σε μία ακτίνα 20 χιλιομέτρων, ενώ ίχνη των χημικών ουσιών έχουν εντοπιστεί μέχρι και στον ποταμό Οχάιο, 50 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο του εκτροχιασμού — περίπου 25 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν γύρω από τον ποταμό και βασίζονται σε αυτόν για την παροχή νερού. Τοξική βροχή έχει παρατηρηθεί μέχρι και 100 χιλιόμετρα μακριά από την Ανατολική Παλαιστίνη.
Το τοπικό αστυνομικό τμήμα ενημέρωσε το Σάββατο τους κατοίκους της Ανατολικής Παλαιστίνης πως εκπρόσωποι της Norfolk Southern θα περνούσαν τις επόμενες ημέρες από τα σπίτια τους ώστε να ελέγξουν το πόσιμο νερό. Η ειρωνεία και η σύγκρουση συμφερόντων του να διεξάγει τους ελέγχους η υπεύθυνη για την καταστροφή εταιρεία, δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους κατοίκους. Πολλοί επίσης αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν να ενημερώθηκαν ότι είναι ασφαλές να επιστρέψουν σπίτια τους χωρίς να έχει διαπιστωθεί αν το νερό είναι ασφαλές.
Σύμφωνα με τον Πίτερ ΝτεΚάρλο, καθηγητή περιβαλλοντικής υγείας στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, πρόβλημα υπάρχει και με τη διαπίστωση ασφάλειας του αέρα. «Οι συσκευές ανίχνευσης χειρός που χρησιμοποιήθηκαν είναι βολικές στη χρήση, αλλά συχνά δεν έχουν την απαραίτητη ευαισθησία ή χημική ειδικότητα για να εκτιμήσουν πραγματικά αν υπάρχει κίνδυνος».
Ο υπουργός Μεταφορών, Πιτ Μπούτιτζετζ, σε ομιλία του τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου δεν έκανε καμία αναφορά στο σιδηροδρομικό ατύχημα στο Οχάιο, ούτε στα επικίνδυνα χημικά. Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε καμία σχετική με τον εκτροχιασμό ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του υπουργείου, ούτε στην ιστοσελίδα της υπό τον υπουργό Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Σιδηροδρόμων. Ο Μπούτιτζετζ, όμως, αναφέρθηκε στους κινδύνους των… καλά μαντέψατε, μπαλονιών.
Όλα για το κέρδος
Κάθε μέρα, φορτία αξίας εκατομμυρίων δολαρίων περνούν από τη σιδηροδρομική γραμμή έξω από την Ανατολική Παλαιστίνη. Οι καταγγελίες κάνουν λόγο για γρήγορη και απρόσεχτη διαχείριση των χημικών ώστε να ανοίξει όσο το δυνατόν ταχύτερα η γραμμή μετά τον εκτροχιασμό.
«Βασικά βομβαρδίσαμε μια πόλη με χημικά ώστε να ανοίξουμε τη σιδηροδρομική γραμμή», είπε σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό ο Σιλ Κατζιάνο, ειδικός στα επικίνδυνα υλικά, για να προσθέσει πως έπρεπε να είχαν γίνει περισσότεροι έλεγχοι πριν επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν. «Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά και θα κοιτάμε την υπόθεση σε 5, 10, 15, 20 χρόνια και θα αναρωτιόμαστε “Αμάν, συγκεντρώσεις καρκίνου μπορεί να εμφανιστούν, ξέρετε, το νερό των πηγών μπορεί να χαλάσει”».
Σύμφωνα με την επιστολή της EPA προς τη σιδηροδρομική εταιρεία, λόγω της βιασύνης για να ανοίξει η γραμμή, το έδαφος στο οποίο χύθηκαν τα χημικά δεν αφαιρέθηκε, όπως θα έπρεπε, αλλά απλά καλύφθηκε πρόχειρα.
Η Norfolk Southern έχει παρελθόν με διαρροές χημικών από τις αμαξοστοιχίες της. Το 2005, δύο τραίνα της εταιρείας συγκρούστηκαν κοντά στο χωριό Γκράνιτβιλ της Νότιας Καρολίνας, με αποτέλεσμα τόνοι χλωρίνης και καυσίμου να χυθούν στον περιβάλλοντα χώρο. Συνολικά 10 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τη σύγκρουση και από τη διαρροή χημικών, ενώ περισσότεροι από 5.000 κάτοικοι διατάχθηκαν να εκκενώσουν την περιοχή ακτίνας 1,6 χιλιομέτρων για δύο εβδομάδες. Πέντε χρόνια αργότερα, η Norfolk Southern θα συμφωνούσε εξωδικαστικά να πληρώσει περίπου 4 εκατ. δολάρια για παραβιάσεις του Νόμου Καθαρών Υδάτων (Clean Water Act), ποσό τρομακτικά μικρό σε σχέση με το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε. Συμφώνησε επίσης εξωδικαστικά να πληρώσει άγνωστο ποσό σε μία τοπική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας, που αναγκάστηκε να παύσει τη λειτουργία της λόγω της καταστροφής.
Το γεγονός ότι οι τιμωρίες για τέτοιου είδους περιστατικά είναι μηδαμινές σε σχέση με τα κέρδη των εταιρειών (το 2022 η NS κατέγραψε κέρδη 3,27 δισ. δολαρίων), σημαίνει ότι η Norfolk Southern δεν έμαθε κανένα μάθημα. Λίγα χρόνια πριν το ατύχημα στην Ανατολική Παλαιστίνη, οι λομπίστες της εταιρείας (και άλλων μεγάλων σιδηροδρομικών εταιρειών) πίεσαν επιτυχημένα ώστε να αναιρεθεί ένας κανονισμός που τους επέβαλλε να εκσυγχρονίσουν τα φρένα των αμαξοστοιχιών τους.
Εάν είχε εφαρμοστεί ο κανονισμός, «η σοβαρότητα του ατυχήματος θα ήταν μικρότερη», δήλωσε στο ηλεκτρονικό μέσο The Lever ένα πρώην ανώτατο στέλεχος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Σιδηροδρόμων. Την ίδια ώρα που οι λομπίστες της Norfolk Southern έλεγαν στην κυβέρνηση πως ο εκσυγχρονισμός των φρένων θα αποτελέσει ένα «δυσβάσταχτο κόστος», η εταιρεία πραγματοποιούσε επαναγορές μετοχών αξίας άνω των 2 δισ. δολαρίων.
Φυσικά, η εύνοια προς το λόμπι των σιδηροδρομικών εταιρειών δεν είναι μονοκομματικό ζήτημα στις ΗΠΑ. Μπορεί η αναίρεση του κανονισμού για καλύτερα φρένα να έγινε επί κυβέρνησης Τραμπ, όμως ούτε η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε κάτι για να αλλάξει αυτό. Επιπρόσθετα, προ ολίγων μηνών είχε επιβάλλει στους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους την υιοθέτηση μιας νέα συλλογικής σύμβασης εργασίας, παρακάμπτοντας τις απαιτήσεις των εργαζομένων για μεγαλύτερη ασφάλεια, καλύτερη στελέχωση και περισσότερες άδειες ώστε να είναι πιο ξεκούραστοι.
Το περιστατικό στην Ανατολική Παλαιστίνη επιδεικνύει την αδιαφορία της καπιταλιστικής τάξης (και του κράτους που την υπηρετεί) για τις ζωές κατοίκων κι εργαζομένων, αλλά για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των κερδοσκοπικών της πρακτικών. Δείχνει όμως κι ακόμα κάτι: πως τα ελεγχόμενα από την ίδια τάξη ΜΜΕ, θα προτιμήσουν χίλιες φορές να μας τα κάνουν «μπαλόνια» για μερικά κινέζικα μπαλόνια, από το να αναδείξουν τις ευθύνες του αμερικανικού καπιταλισμού για τις καταστροφές που πλήττουν τους υπηκόους του.