Αποτελεί ένα είδος αστικού μύθου ότι η ελληνική εκκλησία αφόρισε τον μεγάλο συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη για τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε του τη ζωή του Ιησού στο έργο.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν συνέβη. Όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου «το αίτημα της εκκλησίας για αφορισμό του Καζαντζάκη προκάλεσε αντιδράσεις στον πολιτικό αλλά και συγγραφικό κόσμο. Ο νεαρός τότε βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέκρινε την «επιχειρούμενη δίωξη του πνεύματος». Ο δήμος Αθηναίων ζήτησε την αποτροπή οποιασδήποτε δίωξης των έργων του συγγραφέα ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης χαρακτήρισαν την απαγόρευση «πλήγμα για τον πολιτισμό».
«Το ζήτημα του αφορισμού του Καζαντζάκη έφτασε στην Ιερά Σύνοδο, όπου αποφασίστηκε από την πλειοψηφία ότι η εκκλησία δε θα έπρεπε να παρέμβει επίσημα και ότι το θέμα θα εξετάζονταν από το Μητροπολίτη Κασσανδρείας Καλλίνικο και από δύο καθηγητές της θεολογικής σχολής.
Ο Μητροπολίτης, φοβούμενος τις αντιδράσεις, αποφάσισε ότι δεν ήταν σωστό να κατηγορηθεί ο συγγραφέας σαν άπιστος, αλλά ότι καλό θα ήταν να μην κυκλοφορήσει το βιβλίο του «ο Τελευταίος Πειρασμός» γιατί μπορεί οι αναγνώστες να μην καταλάβαιναν τους συμβολισμούς του και να το παρεξηγήσουν».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η πληροφορία, που παρουσιάζει η Μηχανή του Χρόνου, πως «πολλοί υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας δεν πολεμήθηκε για το περιεχόμενο των βιβλίων του, αλλά για τα φιλοκομμουνιστικά του φρονήματα. Ο Καζαντζάκης κατά τη δεκαετία του ’20 είχε κάνει πολλά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και παρουσίαζε με θετικό τρόπο τις κομμουνιστικές αλλαγές. Έτσι αρκετοί θεώρησαν πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της επίθεσης, και η προσβολή των θρησκευτικών ηθών, ήταν πρόσχημα».
Η παρέμβαση του πατριάρχη της οικογένειας Μητσοτάκη λοιπόν μπορεί να μην ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στην αποτροπή του αφορισμού του Νίκου Καζαντζάκη. Τουλάχιστον όμως προσπάθησε.
Λέτε για αυτό να την είχαν «φυλαγμένη» στο γιο του;