του Ανδρέα Κοσιάρη
Σώμα ενόρκων σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης βρήκε ομόφωνα ένοχο την Πέμπτη 30 Μαΐου τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών στοιχείων σε σχέση με αμοιβή σιωπής που έδωσε σε πορνοστάρ πριν τις εκλογές του 2016.
Πρόκειται για την πρώτη φορά που πρόεδρος των ΗΠΑ βρίσκεται ένοχος για κακούργημα, φέρνοντας την κρίση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος σε νέα ύψη. Ο πιθανότερος να επιλεχθεί ως υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος φέρει πλέον καταδίκη για κακούργημα — στην πιο ασήμαντη από τις δικαστικές υποθέσεις που αντιμετωπίζει — και ο πιθανότερος να επιλεχθεί ως υποψήφιος του Δημοκρατικού κόμματος κάνει τα πάντα για να διευκολύνει μια γενοκτονία — και δείχνει καθημερινά στους Αμερικανούς πολίτες ότι η ηλικία του τον έχει καταβάλλει, σωματικά και πνευματικά.
Κάθε μία από τις 34 κατηγορίες για τις οποίες βρέθηκε ένοχος ο Τραμπ, φέρει ανώτατη ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών — όμως δεν υπάρχει κάποιου είδους εγγύηση πως ο πρώην πρόεδρος θα δει πώς είναι το εσωτερικό ενός κελιού. Η ποινή του θα ανακοινωθεί από τον προεδρεύοντα δικαστή στις 11 Ιουλίου, μόλις τέσσερις ημέρες πριν ξεκινήσει το Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων, στο οποίο θα ανακοινωθεί ποιος θα λάβει το χρίσμα για την προεδρία. Είναι εξαιρετικά απίθανο η καταδίκη για κακούργημα να αποθαρρύνει τους συνέδρους από το να δώσουν το χρίσμα στον Τραμπ, ο οποίος σίγουρα θα έχει στο ενδιάμεσο καταθέσει έφεση — σε δηλώσεις τους μετά την καταδίκη, στελέχη του κόμματος εμφανίζονταν «υπερήφανοι» για τον υποψήφιό τους.
Κατά την έξοδό του από το δικαστήριο έπειτα από την ανακοίνωση της απόφασης των ενόρκων, ο Τραμπ προέβη στο σύνηθες φασιστικό παραλήρημα, μιλώντας για «στημένη δίκη» από «εισαγγελέα και δικαστή που στηρίζονται από τον Σόρος» — αναφορά στον εβραϊκής καταγωγής δισεκατομμυριούχο και αντικείμενο της αγαπημένης αντισημιτικής θεωρίας συνωμοσίας της παγκόσμιας ακροδεξιάς, που εσχάτως χρησιμοποιήθηκε από το Ισραήλ και τους υπερασπιστές του εναντίον των φοιτητικών καταλήψεων αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Ο Τραμπ δεν έχασε επίσης την ευκαιρία να δαιμονοποιήσει ξανά πρόσφυγες και μετανάστες, μιλώντας για «εκατομμύρια που τους επιτρέπεται να χυθούν στη χώρας μας».
Αυτή είναι η μία επιλογή των ψηφοφόρων στις αμερικανικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου — ένας φωνακλάδικος, ποινικά καταδικασμένος και υπερήφανος γι’αυτό, φασισμός. Και η άλλη επιλογή; Ένας φασισμός λιγότερο φωνακλάδικος;
«Στη Νέα Υόρκη σήμερα, είδαμε ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου», δήλωσε ο επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας του Μπάιντεν, Μάικλ Τάιλερ, την ίδια ώρα που το αφεντικό του επέμενε να στηρίζει ολόπλευρα ένα κράτος που διαπράττει γενοκτονία, κατά παράβαση κάθε διεθνούς νόμου αλλά και αποφάσεων του ανώτατου δικαστικού οργάνου του πλανήτη.
Μια ημέρα πριν, την Τετάρτη, ο Συντονιστής Στρατηγικών Επικοινωνιών του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Κίρμπυ, είχε προσφέρει ξανά πλήρη κάλυψη στο Ισραήλ, αυτή τη φορά για τη σφαγή της Κυριακής στη Ράφα με τουλάχιστον 45 νεκρούς και 60 τραυματίες από ισραηλινό βομβαρδισμό σε προσφυγικό καταυλισμό, με πολλά από τα θύματα να είναι γυναικόπαιδα και να καίγονται ζωντανά.
Για τον εκπρόσωπο του Μπάιντεν, τα πλήγματα του Ισραήλ ήταν «περιορισμένα», «στοχευμένα» και πέτυχαν τον στόχο τους να «σκοτώσουν στελέχη της Χαμάς και ένα συγκρότημα της Χαμάς». Τα αποκεφαλισμένα πτώματα παιδιών δεν χωρούν στην οπτική του Λευκού Οίκου, όπως δεν χωρούν και οι αντιδράσεις. Όταν ρωτήθηκε εάν οι καταδίκες αυτής της πιο πρόσφατης σφαγής θα επηρεάσουν την πολιτική του Λευκού Οίκου, ο Κίρμπυ απάντησε κυνικά: «Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει αποφάσεις ή εκτελεί πολιτική βάσει δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης. Βασίζει τις αποφάσεις του στα δικά μας συμφέροντα εθνικής ασφάλειας».
Κάτι που σημαίνει πως η κυβέρνηση ΗΠΑ γνωρίζει πολύ καλά ότι η στήριξή της στη γενοκτονία είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητη από τους πολίτες της χώρας — αλλά δεν τη νοιάζει. Ο Μπάιντεν — αν υποθέσουμε ότι έχει την πνευματική διαύγεια να το αντιληφθεί· το κόμμα των Δημοκρατικών, αν δεν την έχει — δεν ενδιαφέρεται, όχι για τα νεκρά γυναικόπαιδα στη Γάζα, αλλά ούτε για την ίδια του την πολιτική επιβίωση, την επανεκλογή, την πιθανή παράδοση μιας δεύτερης θητείας σε έναν υπερήφανο φασίστα.
Ο Μπάιντεν θα μείνει στην Ιστορία ως ο «γενοκτόνος Τζο» — όλα για τη διασφάλιση των «συμφερόντων εθνικής ασφάλειας», δηλαδή την πάση θυσία υπεράσπιση του Ισραήλ ως «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης», την απρόσκοπτη συνέχιση των πωλήσεων των αμερικανικών πολεμικών βιομηχανιών και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.