«Η πλουτοκρατία στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας». Ο τίτλος θα μπορούσε να προέρχεται από πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη ή του κομματικού οργάνου κάποιου κομμουνιστικού κόμματος σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν όμως γραμμένος στις εσωτερικές σελίδες των New York Times και έφερε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Πολ Κρούγκμαν. Στο άρθρο του ο νομπελίστας οικονομολόγος αναφερόταν σε πρόσφατες δηλώσεις του ηγέτη του Χονγκ Κονγκ, Λεούνγκ Τσουν-Γινγκ, ο οποίος όταν τον ρώτησαν γιατί δεν δέχεται την παροχή καθολικής ψήφου στους πολίτες απάντησε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η πολιτική ατζέντα θα καθορίζονταν από ανθρώπους που κερδίζουν λιγότερα από 1800 δολάρια το μήνα! Ο Κρούγκμαν συγκρίνει τα λόγια του Λεούνγκ Τσουν-Γινγκ με τις θέσεις που ακούγονται όλο και συχνότερα και στις ΗΠΑ για την ανάγκη να μην συμμετέχουν τα φτωχότερα στρώματα στην εκλογική διαδικασία. Είναι, όπως λέει, η πεποίθηση των οικονομικά ισχυρών ότι η δημοκρατία είναι επικίνδυνη για την οικονομία.
Μέχρι πρότινος η άποψη ότι ο καπιταλισμός, στη σημερινή του μορφή, είναι ασύμβατος με τη δημοκρατία προερχόταν από ανθρώπους στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ μου εξηγούσε σε παλαιότερη συνέντευξή του ότι οι ελίτ στη Δύση επιχειρούν να εισάγουν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το λεγόμενο «καπιταλισμό με ασιατικό πρόσωπο» – μια μορφή διακυβέρνησης, δηλαδή, η οποία θα λειτουργεί στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής χωρίς τα «βαρίδια» της δημοκρατίας. Αρκετές ακόμη από τις πιο προβεβλημένες προσωπικότητες της αριστερής διανόησης, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ταρίκ Αλί υποστήριζαν ότι «ο καπιταλισμός στη σημερινή του μορφή είναι ριζικά ασύμβατος με τη δημοκρατία» – ο πρώτος μάλιστα θέτει και το ερώτημα αν το σημερινό οικονομικό σύστημα μπορεί να συνυπάρξει με τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό ή θα οδηγήσει στην εξαφάνισή του.
Τι γίνεται όμως όταν η ιδέα της ασυμβατότητας του καπιταλισμού με τη δημοκρατία περνά από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος προς τα κέντρο ή ακόμη και σε συντηρητικούς σχολιαστές;
Αν και για τα δεδομένα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος ο Πολ Κρουγκμαν θεωρείται από πολλούς ως «ριζοσπάστης», στην πραγματικότητα δεν πρεσβεύει τίποτα περισσότερο από τον Κεϋνσιανισμό του Ρούσβελτ, τον οποίο ακολουθούσε σε σημαντικό βαθμό το αμερικανικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο μέχρι και τις δεκαετίες του ‘50 και του ’60. Η κριτική του λοιπόν προέρχεται από το κέντρο και όχι από τα αριστερά. Στο ίδιο μήκος κύματος συναντά κανείς και ακαδημαϊκούς όπως ο Σέλντον Γούλιν, καθηγητής πολιτικών επιστημών, ο οποίος δίδασκε για αρκετά χρόνια στα κορυφαία πανεπιστήμια του Μπέρκλεϊ και το Πρίνστον.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, την οποία ονομάζει «αντεστραμμένη απολυταρχία» οι σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης στις χώρες της Δύσης διατηρούν μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας (προσφυγή στις κάλπες ανά τέσσερα χρόνια, σχετική ελευθερία έκφρασης από τα ΜΜΕ κτλ) ενώ στην πραγματικότητα η εξουσία ανήκει σε μικρές ομάδες οι οποίες κυβερνούν χωρίς μια συνεκτική αντιπολίτευση με εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης. Για τον Γούλιν ενώ στα παραδοσιακά απολυταρχικά καθεστώτα, όπως ο φασισμός, η οικονομία υποτάσσεται στις ανάγκες της πολιτικής ηγεσίας, στην «αντεστραμμένη απολυταρχία» του σήμερα οι πολιτικοί που θεωρητικά κυβερνούν δεν έχουν καμία εξουσία απέναντι στις δυνάμεις της οικονομίας. Ο Γούλιν στηρίζει το συμπέρασμά του, ότι ο καπιταλισμός οδηγεί σε καταστροφή της δημοκρατίας όχι στα κείμενα του Καρόλου Μαρξ αλλά στις θεωρίες του Μαξ Βέμπερ. «Ο καπιταλισμός», υποστηρίζει, «καταστρέφει κάθε καθεστώς, πολιτική αξία και θεσμό ο οποίος μπορεί να απειλήσει την αυτονομία της οικονομίας».
Τα τελευταία χρόνια όμως ακόμη και πολύ πιο συντηρητικοί σχολιαστές είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν τη βεβαιότητα ότι η δημοκρατία είναι συμβατή και απαραίτητη στον καπιταλισμό. Ήδη από το 2007 το περιοδικό Foreign Affairs μιλούσε για το «τέλος του τέλους της ιστορίας», αποκυρρήσοντας τη θεωρία του Φράνσις Φουκουγιάμα για την αναπόδραστη κυριαρχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Χωρίς φυσικά να ασκεί κριτική στις ΗΠΑ, ο συντάκτης του άρθρου, Αζάρ Γκατ, έκανε λόγο για τον «οικονομικά επιτυχημένο αυταρχικό καπιταλισμό της Ρωσίας και της Κίνας». Χάρη στο πέρασμα στον καπιταλισμό, υποστήριζε ο Γκατ, «η Κίνα υιοθέτησε μια πολύ πιο αποτελεσματική μορφή αυταρχισμού» και μπορεί να μετατραπεί σε μια απολυταρχική υπερδύναμη με τρόπο που ούτε η ναζιστική Γερμανία ούτε η αυτοκρατορική Ιαπωνία δεν θα μπορούσαν να φανταστούν».
Αυτό που δεν αναγνωρίζουν φυσικά (τουλάχιστον όχι στις δημόσιες τοποθετήσεις τους) οι συντηρητικοί σχολιαστές είναι ότι η ασυμβατότητα μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας δεν είναι μια απειλή που έρχεται από την Ανατολή αλλά ένα φαινόμενο που ευδοκιμεί εξίσου και στο εσωτερικό των δυτικών μητροπόλεων και κυρίως στις ΗΠΑ. Το σημερινό επίπεδο παρακολουθήσεων των πολιτών στις ΗΠΑ κάνει ακόμη και την ανατολικογερμανική Στάζι να θυμίζει ένα μάτσο ερασιτεχνών ωτακουστών. Ο στιγματισμός των πολιτικά αντιφρονούντων (που μπορεί να συλληφθούν λόγου χάρη σε μια διαδήλωση στις ΗΠΑ) θυμίζει αρκετά τα χειρότερα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης – με τη διαφορά ότι πρωταγωνιστής δεν είναι πλέον ο κρατικός μηχανισμός αλλά οι ιδιωτικές εταιρείες που αρνούνται να προσλάβουν όποιον έχει ακόμη και το μικρότερο στίγμα στο βιογραφικό του. Η μεγαλύτερη, όμως, απειλή για τη δημοκρατία στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, υποστηρίζει ο Σέλντον Γούλιν είναι η ίδια η οικονομική ανασφάλεια που απομακρύνει τους πολίτες από τα κοινά. Στις ΗΠΑ η ημέρα των εκλογών αποτελεί για εκατομμύρια πολίτες μια ημέρα χαμένης δουλειάς ή ένα χαμένο μεροκάματο – ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από τη δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας όπου η συμμετοχή στα κοινά θεωρούνταν κέρδος και όχι ζημιά.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2014