Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 09/10/2021
Η πρόταση ενός αρθρογράφου του Bloomberg να μετατρέψουμε το Facebook στο 194o ανεξάρτητο κράτος του ΟΗΕ ίσως να μην είναι τόσο άστοχη όσο ακούγεται. Χρειάζεται μόνο μια «μικρή» τροποποίηση.
Tο πρωί της 3ης Οκτωβρίου του 2021 η ιστοσελίδα του δικτύου Bloomberg ανέβασε ένα κείμενο το οποίο διεκδικεί τον τίτλο της πιο αποτυχημένης (ή τουλάχιστον της πιο άτυχης) ανάρτησης της δεκαετίας. Ο Βρετανός αναλυτής Μπεν Σκοτ υποστήριζε ότι εταιρείες όπως η Facebook θα έπρεπε να λάβουν μια θέση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως ανεξάρτητα κράτη.
Πριν περάσουν 24 ώρες, η πλατφόρμα του Μαρκ Ζούκερμπεργκ και οι ομόσταβλες υπηρεσίες του WhatsApp και του Instagram είχαν καταρρεύσει απειλώντας τη σταθερότητα σε ολόκληρο το ίντερνετ. Τεχνικοί της εταιρείας φέρονται να κλειδώθηκαν έξω από τα γραφεία τους καθώς δεν λειτουργούσαν οι ηλεκτρονικές τους ταυτότητες, ενώ σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι πάροχοι προσφέρουν πρόσβαση στο ίντερνετ μόνο για τις υπηρεσίες του Facebook, οι πολίτες δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν βασικές συναλλαγές και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον πρωθυπουργό μιας χώρας-μέλους του ΟΗΕ να εμφανίζεται στη Γενική Συνέλευση για να ανακοινώσει ότι η χώρα του εξαφανίστηκε για μερικές ώρες από τον χάρτη ή ότι ο ίδιος δεν μπορεί να ξαναμπεί σε αυτήν λόγω ενός τεχνικού προβλήματος στα σύνορα.
Αν και το κείμενο του Μπεν Σκοτ προκάλεσε παγκόσμια θυμηδία, θα ήταν λάθος να το απορρίψουμε ως απλουστευτικό. Όπως θα έλεγε και ο Μαρξ για τη διαλεκτική του Χέγκελ, το επιχείρημά του «βρίσκεται με το κεφάλι κάτω και πρέπει να το αναποδογυρίσουμε για να σταθεί στα πόδια του».
Ο Σκοτ έχει απόλυτο δίκιο όταν διαπιστώνει ότι οι σημερινές πολυεθνικές έχουν μεγαλύτερο οικονομικό εκτόπισμα από αρκετές χώρες-μέλη του ΟΗΕ («οι υπάλληλοι της Walmart ξεπερνούν τον πληθυσμό της Μποτσουάνας, η αξία κεφαλαιοποίησης της Microsoft είναι μεγαλύτερη από το ΑΕΠ της Βραζιλίας και η FedEx έχει πενταπλάσιο στόλο αεροσκαφών από την Air India, τον εθνικό αερομεταφορέα της Ινδίας».) Οι ίδιες εταιρείες έχουν συχνά πολύ μεγαλύτερη πολιτική ισχύ από ανεξάρτητα κράτη, όπως απέδειξε ο σχεδόν «γενοκτονικός» ρόλος που έπαιξε το Facebook στη Μιανμάρ ή η προειδοποίηση που απηύθυνε η Taiwan Semiconductor Manufacturing (που ελέγχει το 55% των μικροεπεξεργαστών του πλανήτη) προς την Κίνα να μην εισβάλει στην Ταϊβάν.
Ο Μπεν Σκοτ, βέβαια, χρησιμοποιούσε αυτά τα επιχειρήματα, όχι για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την επικράτηση μιας «δικτατορίας» των πολυεθνικών, αλλά για να εξαγγείλει για ακόμη μια φορά το τέλος της βεστφαλιανής αρχιτεκτονικής, η οποία καθιέρωσε το έθνος-κράτος ως ακρογωνιαίο λίθο των διεθνών σχέσεων. «Δεδομένων των φιλοδοξιών τους και της εξάρτησής μας από αυτές» έγραφε στο Bloomberg «πρέπει να αντιμετωπίζουμε και να ελέγχουμε τις γιγαντιαίες εταιρείες σαν εμπορικές υπερδυνάμεις».
Όταν η συγκεκριμένη ανάλυση καταπλακώθηκε από τα ερείπια της κατάρρευσης του Facebook, αρκετοί προοδευτικοί αλλά και φιλελεύθεροι πολιτικοί και σχολιαστές (όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ) πήραν τον λόγο για να ζητήσουν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί μονοπωλίων και τη διάσπαση του Facebook σε πολλές μικρότερες εταιρείες. Παραδόξως, βέβαια, και με έναν ιδιαίτερα διεστραμμένο τρόπο, τα επιχειρήματα του Μπεν Σκοτ για την ανάγκη πολιτικής αναγνώρισης (και όχι διάσπασης) της Facebook από τον ΟΗΕ ίσως βρίσκονται πολύ πιο κοντά στη λύση του προβλήματος.
Όπως εξηγούσε εδώ και χρόνια ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, Τζέιμς Μάλντουν, «στόχος δεν είναι να διασπάσουμε τη Facebook αλλά να τη μετατρέψουμε σε μια παγκόσμια υπηρεσία κοινής ωφέλειας». Το ζήτημα, όπως έχουμε εξηγήσει και από αυτή τη στήλη, δεν είναι να δημιουργήσουμε πολλές μικρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως επιχειρήθηκε με την AT&T στη δεκαετία του ’80, καθώς αυτό θα στερούσε από την πλατφόρμα του Facebook το βασικό της χαρακτηριστικό: την ικανότητα να διασυνδέσει δισεκατομμύρια ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη. Τα μονοπώλια ηχούν σίγουρα άσχημα αλλά πολλές φορές είναι αναπόφευκτα ή ακόμη και θεμιτά (όπως συμβαίνει π.χ. με το δίκτυο ύδρευσης μιας πόλης).
Από την άλλη, το σενάριο κρατικοποίησης του Facebook, που κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια, εγκυμονεί εξίσου μεγάλους κινδύνους (φανταστείτε να περνά ο έλεγχος της πλατφόρμας σε έναν Τραμπ, έναν Μπολσονάρο ή απλώς έναν… Μητσοτάκη). Αντίθετα, η πρόταση της κοινωνικοποίησης από τοπικές συλλογικότητες πολιτών είναι πρακτικά ανέφικτη, καθώς αυτές δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τις απαιτούμενες υποδομές που απαιτούνται για την ανεξάρτητη λειτουργία ενός παγκόσμιου δικτύου.
Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με τον Τζέιμς Μάλντουν, είναι «η δημιουργία μιας παγκόσμιας, δημοκρατικά ελεγχόμενης, δημόσιας πλατφόρμας, που θα προσφέρει δωρεάν ψηφιακά εργαλεία σε όλους» και η οποία θα λειτουργεί είτε ως ανεξάρτητος διεθνής οργανισμός είτε στο πλαίσιο του ΟΗΕ και σε συνεργασία με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών. Για ορισμένους, μια τέτοια λύση ίσως ακούγεται ουτοπική και για άλλους μετριοπαθής (με δεδομένη και την αποτυχία του ΟΗΕ σε τόσες κρίσιμες περιστάσεις). Ανοίγει όμως μια συζήτηση που ξεπερνά τις τετριμμένες αντιλήψεις για τα μονοπώλια ή την ικανότητα του συστήματος να ελέγχει και να διορθώνει τον εαυτό του.
Η κυριαρχία (και η πρόσκαιρη κατάρρευση) του Facebook, όπως άλλωστε και η πανδημία αλλά και η κλιματική κρίση, απειλούν πράγματι το βεστφαλιανό μοντέλο που μας συνοδεύει εδώ και σχεδόν τέσσερις αιώνες. Καιρός να σκεφτούμε σοβαρά με τι θα το αντικαταστήσουμε.
Διαβάστε
Platform Socialism (Εκδόσεις Pluto)
To υπό έκδοση βιβλίο του καθηγητή Τζέιμς Μάλντουν με τον πολλά υποσχόμενο υπότιτλο «Πώς να ανακαταλάβουμε το ψηφιακό μας μέλλον από τις μεγάλες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας».