του Έκτορα-Ξαβιέ Δελαστίκ | ΠΡΙΝ
Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία των εκλογών στις ΗΠΑ, με τον τρόπο της σταδιακής κατάρρευσης της αυτοκρατορίας αυτής να καθορίζει σε σημαντικό μέρος την παγκόσμια πολιτική. Ένας κλασικός αστεϊσμός για την εσωτερική τους πολιτική είναι πως «βρίσκονται σε συνεχή προεκλογική περίοδο που διακόπτεται μόνο από τις εκλογές». Θα τον πάρουμε στα σοβαρά ώστε να κατανοήσουμε το μονόδρομο εκφασισμού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Στα εκλογικά αποτελέσματα των ΗΠΑ εντοπίζουμε ένα αξιοπερίεργο στοιχείο. Μετρώντας (αυθαιρέτως) από την πρώτη εκλογή του Νίξον (1968), παρατηρούμε πως σε 14 προεδρικές αναμετρήσεις, τρεις φορές ο νικητής είχε σχετική μειοψηφία στη λαϊκή ψήφο. Σε άλλες δύο περιπτώσεις μάλιστα, ο νικητής είχε απόλυτη μειοψηφία (!), με τον Τζορτζ Μπους να κερδίζει τον Αλ Γκορ μειοψηφώντας κατά 538.179 ψήφους (2000) και το Ντόναλντ Τραμπ να κερδίζει τη Χίλαρι Κλίντον μειοψηφώντας κατά 2.868.686 ψήφους (2016). Η ερμηνεία εδώ είναι σχετικά εύκολη, καθώς ο πρόεδρος καθορίζεται από εκλέκτορες, ο αριθμός των οποίων ανά Πολιτεία καθορίστηκε βάσει των ισορροπιών που επέβαλε η διατήρηση του θεσμού της δουλείας. Αποτέλεσμα ήταν αραιοκατοικημένες αγροτικές πολιτείες (συχνά με ισχυρό πρώην δουλοκτητικό κεφάλαιο) να βρεθούν με δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό βάρος.
Πολύ σημαντικότερη όμως είναι η κατάσταση όχι στην εκτελεστική, αλλά στη νομοθετική εξουσία. Από το 2000 έως το 2022, στη Βουλή των Αντιπροσώπων την πλειοψηφία είχε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα σε επτά από τις δώδεκα εκλογικές αναμετρήσεις. Μόνο σε τρεις από αυτές τις «νίκες» είχε όντως κερδίσει σε ψήφους. Τέτοιο μοτίβο δεν εμφανίζεται στο Δημοκρατικό κόμμα. Η ερμηνεία εδώ απαιτεί να συζητήσουμε για τις εκλογικές περιφέρειες και το δικαίωμα στην ψήφο. Ο όρος-κλειδί είναι η λέξη «gerrymandering», με την οποία εννοείται η επαναχάραξη εκλογικών περιφερειών ώστε να προωθηθεί ένα κόμμα ή μία κοινότητα.
Με απλά λόγια, έστω μια περιοχή που κατά 60% ψηφίζει Ρεπουμπλικανούς και πρέπει να χωριστεί σε πέντε εκλογικές περιφέρειες. Μπορεί φυσικά να χωριστεί ώστε να δώσει τρεις νίκες Ρεπουμπλικανών και δύο Δημοκρατικών, όπως θα έπρεπε. Αλλά μπορεί επίσης να χωριστεί ώστε να δώσει μία νίκη Ρεπουμπλικανών και τέσσερις στους Δημοκρατικούς, ή πέντε νίκες στους Ρεπουμπλικανούς. Επιστημονική «δημοκρατία» που απαιτεί κεφάλαια.
Η παρατήρηση των τρόπων με τους οποίους μπορεί να αλλοιωθεί ένα εκλογικό αποτέλεσμα δε σημαίνει κάτι από μόνη της. Μόνο όταν μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τις διαστάσεις, τη συστηματικότητα, το πολιτικό πλαίσιο και τις βαθύτερες τάσεις μετατρέπεται από παρατήρηση σε γνώση. Στη σημερινή μελέτη θα ξεκινήσουμε κυριολεκτικά και συμβολικά από τη βάση. Τι γνώση μπορούν να έχουν οι κομματικοί μηχανισμοί του πολιτικού διπόλου των ΗΠΑ για την εκλογική τους βάση; Και γιατί αυτή η γνώση και οι πρακτικές προεξοφλούν το συνθηματικό εκφασισμό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος;
Αλλοιώνοντας εκλογές… επιστημονικά
Για να μην πλατειάσουμε, ξεκινούμε με τη μία απάντηση που υπερκαλύπτει όλες τις άλλες: ας κοιτάξουμε το κινητό μας τηλέφωνο ή τον υπολογιστή μας με τα μάτια μιας διαφημιστικής εταιρίας. Κάθε μικρή κίνηση που κάνουμε, αναζήτηση στο διαδίκτυο, παραγγελία, διάβασμα άρθρου, κάθε τί που μας τραβά την προσοχή και στέκεται στην οθόνη μας είναι ένα στοιχείο. Εάν συλλεγεί από μια εφαρμογή ή/και από μικρά προγράμματα (cookies) μιας ιστοσελίδας και οργανωθεί, μετατρέπεται σε δεδομένο που μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί. Ένας αρκετά μεγάλος όγκος δεδομένων μπορεί να αποκαλύψει πάρα πολλές πτυχές της ζωής και των πολιτικών, αισθητικών, πολιτιστικών, σεξουαλικών, κοινωνικών πλευρών ενός ανθρώπου. Δε χρειάζεται να φανταστούμε πόσο θα ήθελε μια πολιτική καμπάνια να αξιοποιήσει τέτοια δεδομένα. Το στέλεχος των Ρεπουμπλικανών Ράινς Πρίμπους δήλωνε ευθαρσώς στο ακροδεξιό αμερικανικό κανάλι Fox News: «καθετί για σχεδόν κάθε δυνητικό ψηφοφόρο στη Τζόρτζια είναι γνωστό, […] τι μπύρα πίνουν, τι αμάξι οδηγούν, πόσα παιδιά έχουν, και όλα αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για να στοχεύσουμε κάθε έναν ψηφοφόρο στη Τζόρτζια».
Τέτοια στοιχεία αποτελούν τη βάση για την επαναχάραξη των εκλογικών περιφερειών που αναφέραμε νωρίτερα, πρακτική στην οποία κατά τα τεκμήρια το Ρεπουμπλικανικό κόμμα επιδίδεται με πολύ πιο επιστημονικό τρόπο από το αντίπαλό του. Επί παραδείγματι, στις εκλογές του 2014 στο Οχάιο το 40% ψήφισε Δημοκρατικούς, αλλά οι 12 από τις 16 περιφέρειες πήγαν στους Ρεπουμπλικανούς. Δεν πρόκειται όμως για τη μοναδική πρακτική που επιτρέπει σε ένα κόμμα να επιλέγει ποιοί είναι οι «σωστοί» ψηφοφόροι. Το απαραίτητο συμπλήρωμα βρίσκεται στις διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το δικαίωμα της ψήφου. Στην ανάλυσή μας δε θα συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι σε αρκετές πολιτείες οι αποφυλακισμένοι δεν ανακτούν εύκολα τα πολιτικά τους δικαιώματα και την εγγενή ταξικότητα και φυλετικότητα της πιθανότητας για φυλάκιση.
Θα επικεντρωθούμε στους νόμους που αφορούν τη διαδικασία της ψήφου για πολίτες με εκλογικά δικαιώματα. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει λόγω εμφυλιακών και χουντικών νόμων να είναι ταυτόσημη η ενηλικίωση με την απόκτηση αστυνομικής ταυτότητας που ο πολίτης πρέπει πάντα να έχει πάνω του. Αυτή είναι εξαίρεση του κανόνα και στις Η.Π.Α., όπου είναι ειδική και αρκετές φορές περίπλοκη η διαδικασία έκδοσής της. Για αυτό το λόγο, κάθε πολιτεία έχει συγκεκριμένους νόμους για τα αποδεκτά έγγραφα εκλογικής ταυτοποίησης. Μελέτη του 2012 διαπιστώνει πως πάνω από 10 εκατομμύρια πολίτες με δικαίωμα ψήφου μένουν πάνω από 16 χιλιόμετρα από το κοντινότερο γραφείο έκδοσης εγγράφων ταυτοποίησης το οποίο να είναι ανοιχτό περισσότερες από δύο ημέρες την εβδομάδα (!). Μάλιστα στην πόλη Σοκ στο Ουισκόνσιν, το σχετικό γραφείο ήταν ανοιχτό μόνο την πέμπτη Τετάρτη κάθε μήνα (!), δηλαδή τέσσερις ημέρες συνολικά για το 2012.
Ένα συνολικό παράδειγμα βρίσκουμε στην απόρριψη του εκλογικού νόμου της Βόρειας Καρολίνας από το ομοσπονδιακό δικαστήριο το 2016. Οι ρεπουμπλικανικές αρχές της πολιτείας είχαν ζητήσει και είχαν λάβει στοιχεία για τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων σε σχέση με την φυλετική τους καταγωγή. Βάσει αυτών κατέθεσαν ένα νόμο με τρία εξαιρετικά στοχευμένα σημεία. Πρώτον, όριζε ως αποδεκτά έγγραφα ταυτοπροσωπίας για εκλογική χρήση μόνον αυτά που κατείχαν δυσανάλογα συχνά οι λευκοί πολίτες σε σχέση με τις υπόλοιπες (ταξικά ασθενέστερες) ομάδες. Δεύτερον, κατήργησε τις πρώτες επτά μέρες «πρώιμης ψηφοφορίας», μέτρο που διευκολύνει την πρόσβαση εργαζομένων στις κάλπες και το οποίο χρησιμοποιούνταν πολύ συχνότερα από αφροαμερικανούς πολίτες (οι μέρες εκλογών δεν είναι αργίες στις Η.Π.Α.). Τρίτον, κατήργησαν το δικαίωμα ψήφου την Κυριακή, καθώς οι εκλογικές περιφέρειες με τέτοιο δικαίωμα ήταν «δυσανάλογα μαύρες» και «δυσανάλογα Δημοκρατικές», όπως έγραφε η ίδια η πολιτεία στην εισηγητική έκθεση του νόμου!
Η αυτοπαγίδευση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος
Γνωρίζοντας αυτά, η κατανομή των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων αποκτά νέα πτυχή. Οι αυξομειώσεις της εκλογικής απήχησης των Δημοκρατικών αντιστοιχούν σε περίπου ανάλογες αυξομειώσεις των εδρών τους. Αντίθετα, μικρές αυξομειώσεις των ποσοστών των Ρεπουμπλικανών τείνουν να εκτινάσσουν ή να καταβαραθρώνουν την εκπροσώπησή τους. Ο βαθύτερος λόγος βρίσκεται στην έλλειψη ευρείας λαϊκής απήχησης των συνθημάτων των Ρεπουμπλικανών, άρα και στη στροφή τους σε εργαλεία όπως αυτά που προαναφέραμε. Πρόκειται όμως για πολιτική παγίδα, καθώς η εκλογική πτώση κάτω από την κόκκινη γραμμή που απαιτούν αυτά τα καλπονοθευτικά μέσα προκαλεί κατάρρευση σε αριθμό εδρών. Γίνεται έτσι υψίστης σημασίας συμπλήρωμα το κοινό που βρήκε εκπροσώπηση στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ και του επέτρεψε να επιβληθεί τρεις συνεχείς φορές ως ο υποψήφιος πρόεδρος. Πρόκειται για κοινό που δεν έχει οργανικές σχέσεις με το Ρεπουμπλικανικό σώμα σε σημείο που να θεωρείται «σίγουρο», και κυρίως κοινό που αποδοκιμάζει ενεργά και αποστρέφεται υποψήφιους που δε συναγωνίζονται στα ίσια τα πιο ακροδεξιά του αντανακλαστικά.
Οι τρεις αναδείξεις του Τραμπ σε υποψήφιο πρόεδρο έγιναν σε ευθεία αντιπαράθεση με το «βαθύ κράτος» του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αν και προτιμά ελεγχόμενους υποψήφιους, μέχρι στιγμής έχει αποτύχει παταγωδώς να αναδείξει αντικαταστάτη του με απήχηση στο ίδιο κοινό. Το αποτέλεσμα συμπυκνώνεται στο «Project 2025», ένα εξαιρετικά ενδελεχές πλάνο για τη δυνητική νέα προεδρία Τραμπ που συνέταξε το «Heritage Foundation». Πρόκειται για think tank που συμμετέχει στο δίκτυο των αδερφών Κοχ, εκπροσώπων της αντίληψης του αμερικανικού παραγωγικού κεφαλαίου για τον ακροδεξιό λόγο στην εσωτερική πολιτική των Η.Π.Α.. Με αυτή την κίνηση δίνουν το σήμα πως η συνθηματολογία και οι πολιτιστικοί και ηθικολογικοί στόχοι του κοινού του Τραμπ (απαγόρευση άμβλωσης, αναθεώρηση της ιστορίας, άρνηση κλιματικής κρίσης κ.α.) πρέπει να γίνουν δομικό στοιχείο της πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Καθορίζοντας τις αναδείξεις στελεχών στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό ως μέρος του σχεδίου βάσει μιας νεοφασιστικής ατζέντας, επιχειρούν να βάλουν μια βαριά σφραγίδα στην εποχή που ανοίγει.
Μνημεία στο «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»
Έχοντας συζητήσει όλα τα παραπάνω, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα: «είναι δυνατόν να είναι όλα αυτά… νόμιμα;». Η απάντηση ίσως βρίσκεται στα μνημεία υπέρ των Νοτίων στον εμφύλιο πόλεμο του 1861-1865, των μνημείων δηλαδή του Κεφαλαίου που πάλεψε για τη διατήρηση του θεσμού της δουλείας. Μια εξαιρετική παρουσίαση του Southern Poverty Law Center δείχνει πως τα μνημεία υπέρ των δουλοκτητών (αναφερόμαστε συγκεκριμένα σε προπαγανδιστικά και όχι σε ιστορικά μνημεία και ονοματοδοσίες) έλαβαν χώρα κυρίως σε δύο πολύ συγκεκριμένα κύματα.
Το πρώτο, τεράστιο κύμα αφορά το 1900-1920, ξεκινά δηλαδή 35 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου. Αυτή η χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οργανώσεων (United Daughters of the Confederacy, Sons of Confederate Veterans, KKK) που προσπαθούν μέχρι και σήμερα να «ξαναγράψουν την ιστορία» υπέρ των δουλοκτητών. Κυρίως όμως, πρόκειται για την περίοδο νομοθέτησης ενός τεράστιου αριθμού νόμων που επέβαλλαν τη γκετοποίηση, περιορισμό και αποκλεισμό των απελεύθερων πλέον αφροαμερικανών από την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή («Jim Crow Laws»).
Το δεύτερο, μικρότερο αλλά σημαντικότατο κύμα λαμβάνει χώρα την περίοδο 1955-1969. Πρόκειται για την περίοδο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, με αιχμή τη θέσπιση νόμων που να εξασφαλίζουν την ισότητα των αφροαμερικανών στην ψήφο. Το κίνημα αυτό επεκτάθηκε σε βαθύτερα αιτήματα, κοινωνικά, οικονομικά και ταξικά, πράγμα που έκανε απαραίτητες για την αστική τάξη τις δολοφονίες των Μάλκομ Χ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγετικών στελεχών που εξέφρασαν αυτές τις θέσεις.
Με αφορμή τα μνημεία των Νοτίων, παρατηρούμε πως η πολιτιστική αντεπίθεση ήταν βαθύτατα συνδεδεμενη με την πάλη για νομοθέτηση και προστασία του θεσμικού ρατσισμού ως κρατική, ταξική πολιτική. Αυτή η πάλη οδήγησε σε ειδική νομοθεσία το 1965, με την οποία Πολιτείες με ιστορικό ρατσιστικών εκλογικών κανονισμών, υποχρεούνται να καταθέσουν καθε νέο εκλογικό νόμο ή επαναχάραξη περιφερειών για έλεγχο. Σε περίπτωση που κρινόταν ως ρατστιστικός, δεν επιτρεπόταν η εφαρμογή του. Σημειώνουμε πως αυτή η διαδικασία αποτελεί μεγάλη εξαίρεση στο αμερικανικό νομικό σύστημα, καθώς είναι πολύ σπάνιο να προστατεύεται το κοινό με προληπτικό τρόπο.
Αυτή η προστασία ανατράπηκε το 2013 από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εντός μίας δεκαετίας πέρασαν πάνω από 100 εξόφθαλμα περιοριστικοί εκλογικοί νόμοι. Σημειώνουμε πως ακόμα και με τις προηγούμενες προστασίες ήταν παράνομοι οι ρατσιστικοί εκλογικοί νόμοι, αλλά ήταν απόλυτα νόμιμο να περάσει ένας εκλογικός χάρτης που να δίνει κομματικό προβάδισμα. Σε σημείο μάλιστα που να αποτελεί υπερασπιστική γραμμή σε δικαστήριο το «φτιάξαμε τους χάρτες για κομματικό και όχι ρατσιστικό ώφελος» (νέοι εκλογικοί χάρτες Β. Καρολίνας, 2016).