Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 06/05/2023
Ισραηλινός δημοσιογράφος φέρνει στο φως έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν τη στήριξη που παρείχε το Τελ Αβίβ στη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα ● Μια σχέση που ξεκινούσε από την οικονομική συνεργασία και την αγορά όπλων και έφτανε σε σχέδια ανάπτυξης πυρηνικού προγράμματος στην Ελλάδα
Στις 30 Ιανουαρίου του 1969 έφτανε στο υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ ένα απόρρητο τηλεγράφημα από τον εμπορικό ακόλουθο στην Αθήνα. Ο Γιάακοβ Μπεν-Σερ εμφανιζόταν ενθουσιασμένος από τη συνάντησή του με τον υπουργό Συντονισμού της χούντας, Νικόλαο Μακαρέζο, ο οποίος είχε ζητήσει από το Ισραήλ να προμηθευτεί οπλικά συστήματα και να συνδράμει στην κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στην Ελλάδα.
Το τηλεγράφημα ήταν το επιστέγασμα μιας ιδιαίτερα έντονης διπλωματικής εκστρατείας του Τελ Αβίβ προς την Αθήνα η οποία ξεκίνησε ήδη από τους πρώτους μήνες επιβολής της δικτατορίας στη χώρα μας.
Έχοντας ερευνήσει έγγραφα από το κρατικό αρχείο του Ισραήλ που ήρθαν στο φως την περίοδο 2019-2020, ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Εϊτάι Μακ παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ένα μεγάλο αφιέρωμα στις στενές σχέσεις που ανέπτυξαν τα δύο καθεστώτα.
Όπως προκύπτει από τα πρώτα τηλεγραφήματα, οι Ισραηλινοί απεσταλμένοι στην Αθήνα έβλεπαν τη δικτατορία ως λαμπρή ευκαιρία να προσεγγίσουν μια χώρα η οποία πριν από τον Παπαδόπουλο «προτιμούσε να οικοδομεί διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με αραβικές χώρες».
Όπως εξηγούσε παλαιότερα ο αναλυτής Σίιρ Χέβερ, για το Ισραήλ οι σχέσεις με αιμοσταγή καθεστώτα ήταν μάλλον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. «Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70», εξηγούσε σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Democracy Now, «το Ισραήλ πουλούσε όπλα στη Ροδεσία, η οποία είχε ένα καθεστώς όμοιο με αυτό του απαρτχάιντ.
Στη Νότια Αφρική επίσης έσπαγε το εμπάργκο απροκάλυπτα. Πουλούσε ακόμα όπλα στη Γουατεμάλα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και στη Χιλή επί δικτατορίας Πινοσέτ». Το Τελ Αβίβ είχε μετατραπεί σε προνομιακό πωλητή όπλων για κάθε καθεστώς που αντιμετώπιζε προβλήματα να προμηθευτεί από τη διεθνή αγορά λόγω των διεθνών κυρώσεων.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Νόαμ Τσόμσκι, σε αρκετές περιπτώσεις το Ισραήλ λειτουργούσε απλώς ως μεσάζοντας για τη μεταφορά αμερικανικών όπλων σε καθεστώτα στα οποία το Κογκρέσο απαγόρευε τις εξαγωγές.
Από τα έγγραφα του ισραηλινού κρατικού αρχείου προκύπτει ότι ο επικεφαλής της αποστολής του Τελ Αβίβ στην Αθήνα, Γεχόσουα Νισίμ Σάι, είχε πλήρη επίγνωση της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενώ σημείωνε ότι το νέο καθεστώς είναι πολύ πιο φιλικό προς το Τελ Αβίβ σε σχέση με τις προηγούμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Στα τηλεγραφήματά του ο Σάι αναφέρει ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ ήταν «ιδιαίτερα ευχαριστημένο για τη λαμπρή νίκη των ισραηλινών ένοπλων δυνάμεων» στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, αν και δεν εξέφραζε δημόσια αυτή τη θέση. Ο ίδιος επισήμαινε τον θαυμασμό του Μακαρέζου για τη δράση της Μοσάντ με την οποία, όπως έλεγε, είχε επαφές.
Οι σχέσεις με τη Μοσάντ θα αποδώσουν καρπούς λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών, Γιάακοβ Κρουζ, τοποθετείται επικεφαλής της ισραηλινής αποστολής στην Αθήνα. Σε επιστολή του μάλιστα προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ο Κρουζ εξέφραζε τον θαυμασμό του για το δικτατορικό καθεστώς και σημείωνε ότι «αρκετοί από τους Έλληνες εξόριστους όταν βρίσκονταν στην εξουσία αποτελούσαν τους σημαντικότερους αντιπάλους (του Ισραήλ) με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου».
Ως ένθερμος υποστηρικτής του Ισραήλ εμφανίζεται και ο πρωθυπουργός του καθεστώτος Κωνσταντίνος Κόλλιας, ο οποίος θεωρούσε ότι οι δύο χώρες «δίνουν μάχη απέναντι στον κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό».
Το Τελ Αβίβ μάλιστα όχι μόνο δεν φαίνεται να ενοχλούνταν από τα αντισημιτικά ξεσπάσματα του Κόλλια, αλλά του υποσχόταν να παρέμβει ώστε να «μαλακώσει» την κριτική που ασκούσαν στο καθεστώς διάφοροι Εβραίοι σχολιαστές στα μέσα ενημέρωσης.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά το πραξικόπημα έφταναν στο Ισραήλ και οι πρώτες αποστολές Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι μετέφεραν στις αποσκευές τους μια μεγάλη λίστα αγορών. Συγκεκριμένα ενδιαφέρονταν να προμηθευτούν τα υποπολυβόλα Ούζι, εμπρηστικές βόμβες και χειροβομβίδες καπνού, ενώ πρότειναν να αναλάβει το Ισραήλ τη συντήρηση των αεροσκαφών και των αεροπορικών βάσεων της χούντας.
Είναι προφανές ότι το Ισραήλ λειτουργούσε και πάλι σαν κερκόπορτα στη διεθνή αγορά όπλων σε μια περίοδο που το Κογκρέσο στις ΗΠΑ είχε καταφέρει να μειώσει τις εξαγωγές αμερικανικών όπλων στην Ελλάδα.
Καθώς η χούντα κλιμάκωνε τα βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων προκαλώντας διεθνή κατακραυγή, αρκετά μέλη της ισραηλινής αποστολής στην Αθήνα προειδοποιούσαν το Τελ Αβίβ να κρατά πιο χαμηλούς τόνους στις επαφές. Η ισραηλινή κυβέρνηση όμως δεν μπορούσε να κρύψει πλέον τον ενθουσιασμό της για τον νέο στρατηγικό εταίρο της.
Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος Εϊτάι Μακ, τον Ιανουάριο του 1973 οι δύο χώρες υπέγραψαν μυστική συμφωνία εννέα εκατομμυρίων δολαρίων για τη μεταφορά αργού πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο στον ισραηλινό αγωγό Εϊλάτ Ασκελόν και από εκεί στο λιμάνι του Πειραιά. Το Τελ Αβίβ μάλιστα επέπληξε τότε τον διπλωμάτη Γιτζάκ Αζουρί ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη μυστικότητα για μια συμφωνία που είχε στρατηγική σημασία για το Τελ Αβίβ.
Όπως προκύπτει από τα τηλεγραφήματα που ήρθαν στο φως, το Ισραήλ δεν κάμφθηκε ούτε από τη σφαγή των φοιτητών στο Πολυτεχνείο ούτε από το πραξικόπημα στην Κύπρο. Αντίθετα, οι εμπορικές και εξοπλιστικές σχέσεις των δύο χωρών φαίνεται να αναπτύσσονταν παράλληλα με την αγριότητα του καθεστώτος.
Μια σκοτεινή σχέση ανάμεσα σε δύο καθεστώτα, η οποία αναβίωσε την τελευταία δεκαετία με συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων.