Ραγδαίες ανακατατάξεις φέρνει σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή αλλά και στο εσωτερικό του Ιράν η συμφωνία με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα καθώς για πρώτη φορά από την εποχή της ισλαμικής επανάστασης αναπροσαρμόζεται σε τέτοιο βαθμό η εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί υποδεχόταν στην Τεχεράνη υψηλόβαθμες αποστολές από την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ενώ προγραμματίζονταν επισκέψεις σε καθεστώτα του Περσικού Κόλπου, όπως το Μπαχρέιν.
Το πρώτο μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στη συνεχιζόμενη αιματοχυσία στη Συρία καθώς η Τεχεράνη εμφανίζεται διατεθειμένη να διακόψει άμεσα τη στήριξη προς το καθεστώς Ασαντ. Προς αυτή τη κατεύθυνση πίεζε άλλωστε εδώ και καιρό ο πρώην πρόεδρος και μέντορας του Ρουχανί, Χασαμί Ραφσαντζανί.
Εντωμεταξύ, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον αραβικό Τύπο, τα οποία φαίνεται να επιβεβαιώνει και η ισραηλινή εφημερίδα Τζερούσαλιμ Ποστ, η Ουάσινγκτον ξεκίνησε ήδη μυστικές επαφές και με την σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η οποία επίσης υποστήριζε τις δυνάμεις του Ασαντ στη Συρία. Οι συνομιλίες, σύμωνα με τα δημοσιεύματα, πραγματοποιούνται δι’ αντιπροσώπων και κυρίως με τη μεσολάβηση του Λονδίνου καθώς η οργάνωση του Νασράλα παραμένει στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Λευκός Οίκος, προκειμένου να εξασφαλίσει τα ενεργειακά συμφέροντα των ΗΠΑ φαίνεται ότι επιχειρεί άνοιγμα στις ηγεσίες του λεγόμενου σιιτικού τόξου που απαρτιζόταν από την Τεχεράνη, τη Δαμασκό και τη Χεζμπολάχ. Με την Τεχεράνη και τη Χεζμπολάχ όμως να ρίχνουν τους τόνους της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, οι ημέρες του παλαιού καθεστώτος στη Συρία μοιάζουν μετρημένες – εκτός αν ο Ασαντ επιχειρήσει να προσφέρει την τελευταία στιγμή γη και ύδωρ στην Ουάσινγκτον, όπως είχε κάνει και ο Καντάφι μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.
Θεωρητικά η νέα ισορροπία δυνάμεων θα επιτρέψει στην Ουάσινγκτον να διορθώσει και αρκετά από τα γεωπολιτικά «αυτογκόλ» που είχε πετύχει με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπου κατάφερε να δημιουργήσει ισχυρούς φιλο-ιρανικούς θύλακες που τελικά κατέλαβαν την εξουσία. Ακόμη και αν δεν εξασφαλίζει άμεση ειρήνευση, με αμερικανική ηγεμονία, σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα της Μέσης Ανατολής η Ουάσινγκτον μπορεί πιο εύκολα να συνεχίσει τη μεταφορά της ισχύος της προς την Ασία, όπου βρίσκεται και ο επόμενος γεωπολιτικός της στόχος – δηλαδή η Κίνα.
Προφανώς οι σχέσεις Ουάσινγκτον – Τεχεράνης κάθε άλλο παρά ανέφελες θα είναι το επόμενο διάστημα. Θα φροντίσουν γι’ αυτό το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, που έχουν κηρύξει το δικό τους Ψυχρό (και ενίοτε θερμό) πόλεμο με το Ιράν. Τελ Αβίβ και Ριάντ θα επιχειρήσουν να δυναμιτίσουν με κάθε μέσο την προσέγγιση του Ιράν στο δυτικό στρατόπεδο καθώς ακυρώνει την αξία χρήσης τους στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Με δεδομένο ότι και οι δυο αυτές χώρες έχουν αποδείξει την ικανότητά τους σε αιματηρές προβοκάτσιες στο παρελθόν, κανείς δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή και κυρίως σε χώρες όπως ο Λίβανος.
Στην ιστορία όμως έχει αποδειχθεί ότι τέτοιες κινήσεις μπορούν να καθυστερήσουν αλλά όχι να ανατρέψουν ειλημμένες γεωπολιτικές αποφάσεις – πολύ περισσότερο αν αυτές έχουν ευρεία αποδοχή στο εσωτερικό των χωρών που τις προωθούν.
Παραδόξως στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ιράν φαίνεται να αποφάσισε με ένα πολύ πιο αρραγές εσωτερικό μέτωπο την «παράδοση» στο φιλοδυτικό στρατόπεδο καθώς σε αυτή συναίνεσε όχι μόνο το φιλοδυτικό μπλοκ αλλά και η ηγεσία του θεοκρατικού καθεστώτος μαζί με την πλειονότητα του πληθυσμού. Προφανώς δεν έλειψαν και αντιδράσεις από μερίδες του καθεστώτος που βλέπουν την ίδια τους την ύπαρξη να απειλείται άμεσα από τη συμφωνία. Η εφημερίδα Καϊχάν, που εκπροσωπεί το σκληροπυρηνικό τμήμα του ιρανικού «κλήρου» έγραφε στο κεντρικό άρθρο της ότι «κανείς δεν πρέπει να εμπιστεύεται την Ουάσινγκτον». Αναφερόμενη μάλιστα στις δηλώσεις του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι ότι η Ουάσινγκτον ουδέποτε αποδέχθηκε το ιρανικό αίτημα για ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας η εφημερίδα υποστήριζε ότι «η Ουάσινγκτον αθέτησε τη συμφωνία της Γενεύης σε λιγότερο από μια ώρα». Οι συντάκτες της εφημερίδας σημείωναν (χωρίς να έχουν άδικο) ότι η χαλάρωση του εμπάργκο είναι προς το παρόν προσχηματική καθώς η μεσοπρόθεσμη συμφωνία θα ωφελήσει το Ιράν μόλις κατά 7 δισεκατομμύρια δολάρια (το ποσό δηλαδή που χάνει από το εμπάργκο κάθε έξι εβδομάδες). Παρόλα αυτά είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα εκφράζει πλέον ένα μειοψηφικό κομμάτι του καθεστώτος.
Η συμφωνία με τις ΗΠΑ σηματοδοτεί ραγδαίες ανατροπές και στο εσωτερικό του Ιράν καθώς όλες οι δυνάμεις επανατοποθετούνται στην πολιτική σκακιέρα. Το βέβαιο είναι ότι ο φιλοδυτικός προσανατολισμός θα σημάνει και το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου που είχε συνάψει το ισλαμικό καθεστώς, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ισλαμικής επανάστασης, με ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Το «συμβόλαιο», που επέτρεπε τη μεταφορά ενός μικρού τμήματος των κερδών από τον ενεργειακό τομέα προς τους πολίτες αμφισβητήθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’90, με τη νεοφιλελεύθερη, φιλοδυτική πολιτική του προέδρου Χαταμί και νεκραναστήθηκε για τελευταία φορά από τον Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ. Καθώς όμως το καθεστώς αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα λόγου του αμερικανικού εμπάργκο και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένο να θυσιάσει ούτε κατ’ ελάχιστο τα προνόμια του θρησκευτικού κατεστημένου και της αστικής τάξης, οποιαδήποτε φιλολαϊκή πολιτική ακυρώθηκε στην πράξη. Οι οικονομικές ελίτ είχαν κάθε λόγο να φοβούνται ότι η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κοινωνική έκρηξη σε μια χώρα όπου ο πληθωρισμός έφτανε το 40% ενώ πέντε εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στην ανεργία.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 1/12/2013
Σχετικά θέματα:
Ναρκοθετημένη η προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν
Ρουχανί: Το ιρανικό φλερτ με τις ΗΠΑ
Ιράν: πορεία προς δυσμάς
Ιράν: Τα παιδιά της επανάστασης