Άμεσες απαντήσεις από την ελληνική κυβέρνηση ζητά με δημοσίευμά του το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute – IPI), για το πώς και ποιος χρησιμοποίησε το λογισμικό Predator για να παρακολουθήσει το κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τη Δευτέρα 11 Απριλίου με αναλυτικό ρεπορτάζ του Inside Story (της Ε. Τριανταφύλλου και του Τ. Τέλλογλου) και αφορά επιβεβαιωμένη προσβολή του κινητού τηλεφώνου του δημοσιογράφου για τουλάχιστον 10 εβδομάδες, μεταξύ 12 Ιουλίου και 24 Σεπτεμβρίου 2021.
Ο αναπληρωτής διευθυντής του IPI, Σκοτ Γκρίφεν, δήλωσε πως «οι ελληνικές αρχές πρέπει αμέσως να παράσχουν μεγαλύτερη σαφήνεια και απαντήσεις για το πώς και από ποιον έχει γίνει η κατάχρηση αυτής της παρεμβατικής τεχνολογίας κατασκοπίας στην Ελλάδα».
Η παρέμβαση του Γκρίφεν έρχεται έπειτα από τη χθεσινή δήλωση του εκπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης Γιάννη Οικονόμου κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των δημοσιογράφων, ότι η παρακολούθηση έγινε «από ιδιώτη σε ιδιώτη». Ο κ. Οικονόμου δεν παρείχε άλλη διευκρίνηση για το θέμα, προκαλώντας εύλογα ερωτήματα.
«Αν πιστεύει πως ένας ιδιωτικός παράγοντας ή άτομο έχει την ευθύνη, η κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει δημόσια αποδείξεις για τις υποψίες της και οι αρχές επιβολής του νόμου θα πρέπει να φέρουν αυτούς τους παράγοντες προ των ευθυνών τους», είπε ακόμα ο Γκρίφεν, για να συμπληρώσει: «Καλούμε επίσης την κυβέρνηση να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει ξεκάθαρα αν οι δικές της υπηρεσίες επιβολής του νόμου ή υπηρεσίες πληροφοριών έχουν αποκτήσει το Predator ή άλλα ιδιωτικά αναπτυγμένα προϊόντα κατασκοπίας, τώρα ή στο παρελθόν».
Στο δημοσίευμά του το IPI επισημαίνει ότι λίγους μήνες πριν προσβληθεί το κινητό του δημοσιογράφου από το λογισμικό Predator, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αλλάξει τον νόμο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, στερώντας από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) τη δυνατότητα να γνωστοποιεί αυτή την άρση στους πολίτες, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά την εθνική ασφάλεια.
Το λογισμικό Predator διακινείται από την εταιρεία Cytrox, που ιδρύθηκε το 2017 στη Β. Μακεδονία και εξαγοράστηκε έναν χρόνο αργότερα από την κυπριακή WiSpear (έπειτα Passitora Ltd.) ιδιοκτησίας του Ταλ Ντιλιάν, πρώην διοικητή της ισραηλινής Μονάδας 81, μιας μονάδας μυστικής τεχνολογίας που υπάγεται στις μυστικές υπηρεσίες του ισραηλινού στρατού.
Έρευνα της Meta, μητρικής εταιρείας του Facebook, που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2021, αποκάλυπτε πως η Cytrox «έχει πελάτες στην Ελλάδα, τη Σερβία, τη Γερμανία, την Αίγυπτο, την Αρμενία, τη Σαουδική Αραβία, το Ομάν, την Κολομβία, την Ακτή Ελεφαντοστού, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες».
Σε δηλώσεις του προς το Inside Story, ο Μπιλ Μάρζακ του Citizen Lab, του διεπιστημονικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου του Τορόντο που επιβεβαίωσε την προσβολή του κινητού τηλεφώνου του Θ. Κουκάκη, είπε πως δεν μπορεί τεχνικά να διαπιστωθεί αν το λογισμικό παρακολούθησης χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ή από ιδιωτική εταιρεία. Όμως τόνισε ότι «αυτού του τύπου το λογισμικό κοστίζει συνήθως πολλά εκατομμύρια δολάρια, που πιθανόν δεν θα μπορούσε να πληρώσει μια ιδιωτική εταιρεία» και δήλωσε πως θα σοκαριζόταν εάν είχε πουληθεί σε μια ιδιωτική εταιρεία.
Όπως τονίζαμε και παλαιότερα, η συνεργασία των ελληνικών κυβερνήσεων με το Ισραήλ ήταν δεδομένο ότι θα έφερνε σε επαφή τις ελληνικές αρχές με τις εταιρείες και τις υπηρεσίες που κατασκευάζουν και πωλούν τέτοιου είδους προϊόντα παρακολούθησης. Είτε πρόκειται για το Predator, είτε για το πιο γνωστό «ξαδερφάκι» του, το Pegasus, η ελληνική κυβέρνηση έχει τις επαφές για να προμηθευτεί και να χρησιμοποιήσει τέτοια προϊόντα.
Η βιασύνη του κυβερνητικού εκπροσώπου να αποδώσει το περιστατικό σε «ιδιώτες» χωρίς να παρέχει στοιχεία ή να παραπέμψει σε κάποια έρευνα των αρχών για το ζήτημα, γεννά εύλογα ερωτήματα για την προέλευση της παρακολούθησης του κινητού του Θ. Κουκάκη.