του Ανδρέα Κοσιάρη
Εσχάτως, μια σειρά από νομοσχέδια σε πολλές συντηρητικές αμερικανικές Πολιτείες αφαιρούν δικλείδες και ρυθμιστικές ικανότητες των αρχών για το τι δουλειές, σε τι ωράρια και υπό ποιες συνθήκες μπορούν να εργαστούν ανήλικοι και ανήλικες. Η πλειοψηφία των νομοσχεδίων έχει την ίδια πηγή: ένα «μη κερδοσκοπικό» θινκ-τανκ που χρηματοδοτείται από τις οργανώσεις μαύρου χρήματος της αμερικανικής βιομηχανίας.
Εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης έλλειψης εργατικών χεριών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής — συνέπεια πολλών παραγόντων μεταξύ των οποίων η πανδημία, οι χρηματικές ενισχύσεις που δόθηκαν στους πολίτες κατά τη διάρκειά της, αλλά και η ανεπάρκεια του βασικού μισθού και η έλλειψη επιθυμίας των εργαζόμενων να δουλέψουν εξοντωτικά ωράρια για αυτόν — πολλές, κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις οδηγήθηκαν σε μια πρακτική βγαλμένη από τις σκοτεινές απαρχές του καπιταλισμού: την παιδική εργασία. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα — οι νόμοι περιόριζαν τους τρόπους, τα ωράρια, τις συνθήκες και τις ηλικίες στις οποίες μπορούν οι επιχειρήσεις να εκμεταλλευθούν την εργασία ανηλίκων.
Η λύση ήταν απλή: να αλλάξουν οι νόμοι. Και με αυτόν τον σκοπό επιστρατεύτηκε ένα θινκ-τανκ, βασισμένο στην πολιτεία της Φλόριντα, το οποίο χρηματοδοτείται από τη μηχανή διοχέτευσης νομιμοποιημένου μαύρου πολιτικού χρήματος που ανθεί στις ΗΠΑ, μέσω της οποίας οι μεγιστάνες των διάφορων βιομηχανιών προωθούν τα συμφέροντα της τάξης τους. Η οργάνωση, με την ονομασία «Ίδρυμα για την Κυβερνητική Λογοδοσία» (Foundation for Government Accountability – FGA) και η ομάδα πίεσης που διευθύνει, το Opportunity Solutions Project, βρίσκονται πίσω από μια σειρά πρόσφατων νομοσχεδίων σε πολλές συντηρητικές αμερικανικές Πολιτείες, με τα οποία πραγματοποιείται μια περικοπή των κανονιστικών πλαισίων και των ελεγκτικών μηχανισμών για την εργασία ανηλίκων, που οι ΗΠΑ δεν έχουν δει εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Το νομοθετικό πλαίσιο
Η παιδική εργασία στις ΗΠΑ ρυθμίζεται ομοσπονδιακά με τον Νόμο περί Δίκαιων Προτύπων Εργασίας που εφαρμόστηκε το 1938 από τον πρόεδρο Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ. Επρόκειτο για ένα σημαντικό για την εποχή του πακέτο νομοθεσίας, αποτέλεσμα δεκαετιών μαχών της εργατικής τάξης, που ρύθμιζε πολλά δικαιώματα των εργαζομένων, όπως ο βασικός μισθός, δικαιώματα αδειών, πληρωμής υπερωριών κ.ο.κ.
Οι γενικές του ρυθμίσεις για την παιδική εργασία, που ισχύουν μέχρι σήμερα, είναι πως για μη αγροτικές εργασίες, παιδιά κάτω των 14 ετών απαγορεύεται να εργάζονται, παιδιά μεταξύ 14-16 ετών μπορούν να εργάζονται μόνο σε μη επικίνδυνες εργασίες για περιορισμένο χρονικό διάστημα και παιδιά 16 και 17 ετών επιτρέπεται να εργάζονται για απεριόριστο χρόνο σε μη επικίνδυνες εργασίες.
Οι περιορισμοί αυτοί, όμως, αφενός δεν ισχύουν για αγροτική εργασία (στην οποία απασχολείται νόμιμα ή παράνομα το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζόμενων ανηλίκων στις ΗΠΑ) και αφετέρου υπόκεινται σε «παραθυράκια», είτε για εργασία σε οικογενειακή επιχείρηση, είτε για δουλειές γραφείου (τις λεγόμενες δουλειές «λευκού κολλάρου»), είτε για παιδιά που εργάζονται στη βιομηχανία του θεάματος, μεταξύ άλλων.
Επιπλέον, η παιδική εργασία ρυθμίζεται σε δεύτερο βαθμό από τις κατά τόπους πολιτειακές νομοθεσίες, οι οποίες στην πλειοψηφία τους ήταν πιο αυστηρές από την ομοσπονδιακή, θεσπίζοντας ειδικές άδειες εργασίας για ανήλικους/ες και περιορίζοντας περισσότερο τα είδη και το ωράριο εργασίας που επιτρέπονται.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, στο πλαίσιο της επικράτησης στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών της φράξιας που τοποθετεί τους πολιτειακούς νόμους ως σημαντικότερους των ομοσπονδιακών, σε πολλές συντηρητικές πολιτείες έχει υπάρξει μια άνευ προηγουμένου πίεση για την εφαρμογή νομοθεσίας που αναιρεί τις ομοσπονδιακές προστασίες σε μια σειρά θεμάτων, όπως το δικαίωμα στην άμβλωση, αλλά και η παιδική εργασία.
Και ενώ υποτίθεται ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης πολιτειακών και ομοσπονδιακών νόμων για την παιδική εργασία, υπερισχύει το αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο, η εφαρμογή και το ελεγκτική ικανότητα των ομοσπονδιακών αρχών πάσχει από οξεία υποχρηματοδότηση.
Αύξηση παραβιάσεων και παιδική εργασία μεταναστών
Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού υπουργείου Εργασίας, από το 2018 έως το 2022 υπήρξε μία αύξηση των παραβιάσεων της ομοσπονδιακής νομοθεσίας για την παιδική εργασία κατά 69%. Συνολικά, σε αυτό το διάστημα, οι αρχές εκκίνησαν διαδικασίες δίωξης για 4.144 παραβιάσεις που αφορούν την εργασία 15.462 ανηλίκων. Όμως, η υποχρηματοδότηση της ομοσπονδιακής επιθεώρησης εργασίας σημαίνει ότι, όπως και για άλλες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, τα δεδομένα για τις παραβιάσεις της παιδικής εργασίας είναι μικρό μονάχα τμήμα από το πραγματικό τους μέγεθος.
Το 2019, το Τμήμα Μισθών και Ωραρίου του υπουργείου Εργασίας, που είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την παιδική εργασία (και τον ελάχιστο μισθό και τις υπερωρίες μεταξύ πολλών άλλων) διέθετε έναν επιθεωρητή για κάθε 189.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Παρομοίως, η Διοίκηση Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία, που είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο των εργασιακω΄ν συνθηκών, διέθετε έναν επιθεωρητή για κάθε 198.000 εργαζόμενους. Οι αριθμοί αυτοί έχουν τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1980 και είναι 19 φορές πάνω από το προτεινόμενο όριο του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, που είναι ένας επιθεωρητής για κάθε 10.000 εργαζόμενους. Σε παρόμοια κατάσταση είναι και οι πολιτειακές επιθεωρήσεις εργασίας. Και οι αριθμοί αυτοί είναι προ της πανδημίας, οπότε και υπήρξε αισθητή περαιτέρω μείωση του εργατικού δυναμικού του υπουργείου Εργασίας.
Τα όποια στοιχεία των παραβιάσεων που έχουν ανακαλυφθεί, δεν αφορούν τις αγροτικές δουλειές, για την παιδική εργασία των οποίων η νομοθετική προστασία είναι άκρως περιορισμένη και στις οποίες υπολογίζεται ότι εργάζονται περισσότερα από 500.00 παιδιά. Είτε σε αγροτικές, είτε σε βιομηχανικές ή άλλες εργασίες, η πλειοψηφία των ανήλικων εργατών είναι μετανάστες, που είτε έχουν καταφέρει να περάσουν «παράνομα» στις ΗΠΑ, είτε συχνότερα έχουν πιαστεί στα σύνορα και έπειτα από ένα διάστημα έχουν παραδοθεί από τις αρχές στην επιμέλεια (συχνά μακρινών) συγγενών τους που βρίσκονται στις ΗΠΑ, ή σε ανάδοχες οικογένειες. Και εκεί, ο έλεγχος των αρμόδιων υπηρεσιών για το τι συμβαίνει σε αυτά τα παιδιά είναι ελλιπέστατος.
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της για τους New York Times, η δημοσιογράφος Χάνα Ντράιερ μίλησε με περισσότερα από 100 παιδιά μετανάστες σε 20 πολιτείες των ΗΠΑ, που εργάζονται παράνομα για εξοντωτικά ωράρια σε εργοστάσια παραγωγής δημητριακών, επεξεργασίας κρέατος και κατασκευής αυτοκινήτων, σε ξενοδοχεία και σε κατασκευές, σε ηλικίες μέχρι και 13 ετών.
Καλή η παρανομία, καλύτερη η νομιμοποίηση
Ακόμα και με ξεδοντιασμένη την επιθεώρηση εργασίας, οι αμερικανικές βιομηχανίες κινδυνεύουν να πιαστούν στα πράσα — και ενώ τα πρόστιμα δεν είναι ακριβώς εξοντωτικά, εντούτοις κόβουν τμήμα των κερδών. Θα ήταν πολύ προτιμότερο για τους «παρόχους εργασίας», όπως ευφημιστικά αποκαλούν εαυτούς οι μεγιστάνες, να μπορούν να εφαρμόζουν τις ίδιες πρακτικές, «νόμιμα».
Προς αυτόν τον σκοπό, μεταξύ άλλων παρόμοιων, δραστηριοποιείται το Foundation for Government Accountability, ένα συντηρητικό θινκ-τανκ με έδρα τη Φλόριντα. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post, το FGA και η ομάδα πίεσης που διευθύνει, βρίσκονται πίσω από μια σειρά νομοσχεδίων που πέρασαν πρόσφατα από τις νομοθετικές αρχές σε τουλάχιστον έξι αμερικανικές Πολιτείες που ελέγχονται από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Τα νομοθετήματα αυτά, καταργούν ελέγχους για την παιδική εργασία, επεκτείνουν τις ώρες και τα είδη εργασίας που επιτρέπεται να δουλεύουν ανήλικοι.
Για παράδειγμα, πρόσφατος νόμος στην πολιτεία του Άρκανσο ουσιαστικά καταργεί κάθε έλεγχο στην παιδική εργασία. Μέχρι πρόσφατα, τα παιδιά κάτω των 16 ετών έπρεπε να καταθέσουν ειδική άδεια εργασίας και έγγραφα που να πιστοποιούν την ηλικία τους. Με τον νέο νόμο που υπέγραψε πρόσφατα η κυβερνήτης Σάρα Χάκαμπι-Σάντερς (πρώην εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου επί Τραμπ), οι απαιτήσεις αυτές καταργούνται. Έτσι, πλέον η πολιτεία δεν θα ξέρει πόσα και τι ηλικίας παιδιά απασχολούνται σε ποια επιχείρηση, κάνοντας πρακτικά αδύνατο τον έλεγχο των συνθηκών υπό τις οποίες εργάζονται. Το νομοθέτημα δεν παραβιάζει τον ομοσπονδιακό Νόμο — κάνει απλά την εφαρμογή του αδύνατη δια της πλαγίας οδού.
Μάλιστα, σε μία ένδειξη κυνικότητας, οι νομοθέτες του Άρκανσο απάντησαν στις αντιδράσεις για τον νόμο αυτόν αυξάνοντας με νέο νόμο τα πρόστιμα για την παράβαση των κανονισμών παιδικής εργασίας — την εφαρμογή των οποίων είχαν μόλις καταστήσει πρακτικά αδύνατη.
Το νομοθέτημα του Άρκανσο, όπως και άλλα παρόμοια στην Άιοβα, το Μιζούρι, τη Μινεσότα, το Οχάιο και τη Τζόρτζια, βασίζονται όλα σε σχέδια νόμου που προωθεί το FGA. Και η οργάνωση δεν πρόκειται να σταματήσει εκεί — όπως αναφέρουν παρατηρητές του λόμπινγκ, το FGA διαθέτει 115 λομπίστες με παρουσία σε τουλάχιστον 22 πολιτείες.
Το FGA ισχυρίζεται ότι δεν προωθεί επιχειρηματικά συμφέροντα. Όπως σχεδόν σε ολόκληρο το πρόσφατο «κύμα» ακραία συντηρητικών πολιτειακών νομοσχεδίων, η οργάνωση ισχυρίζεται ότι προωθεί «τα δικαιώματα των γονέων». Η προπαγανδιστική πλαισίωση μιλά για «αφαίρεση του βραχνά του κράτους» και ισχυρίζεται πως «επιτρέπει στους γονείς και τους εφήβους να συζητήσουν για την εργασία και να λάβουν τις αποφάσεις μόνοι τους».
Όμως τα δεδομένα της χρηματοδότησης του FGA, λένε μια άλλη ιστορία. Στα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία των χρημάτων που έχει λάβει η οργάνωση, το 2020 το FGA έλαβε περισσότερα από 10,6 εκατ. δολάρια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων προήλθε από 14 πολιτικές οργανώσεις της αμερικανικής ακροδεξιάς, οι οποίες με τη σειρά τους χρηματοδοτούνται από αφορολόγητες δωρεές βιομηχάνων και μεγαλοεπιχειρηματιών. Μεταξύ αυτών το Ίδρυμα της Οικογένειας Εντ Ούιλαϊν, το οποίο, όπως εξηγούσαμε πρόσφατα, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του νέου φασιστικού ακροδεξιού κύματος στις ΗΠΑ.
Οι χρηματοδότες του FGA συνδέονται επίσης με την Federalist Society, την ακραία συντηρητική νομική οργάνωση στις τάξεις της οποίας ανήκουν οι έξι από τους εννέα Ανώτατους Δικαστές των ΗΠΑ. Όπως και με άλλες οργανώσεις που συνδέουν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής τάξης με ακραίους συντηρητικούς πολιτικούς σκοπούς, όπως το Scaife Family Foundation, που ιδρύθηκε από τον αποβιώσαντα πλέον ακροδεξιό δισεκατομμυριούχο Ρίτσαρντ Μέλλον-Σκέιφ, και υπήρξε μεταξύ άλλων ο κύριος χρηματοδότης του κινήματος άρνησης της κλιματικής αλλαγής στις αρχές του 21ου αιώνα. Ή το Club For Growth, έναν από τους κύριους προωθητές της εξάλειψης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων.
Άλλωστε, εκτός από τη χρηματοδότησή του, και οι σκοποί που προωθεί το FGA μιλούν από μόνοι τους για το ποιών τα συμφέροντα εκπροσωπεί. Δεν είναι μονάχα η παιδική εργασία — σύμφωνα με την έκθεση πεπραγμένων της ίδιας της οργάνωσης, μονάχα το 2022 είχε «144 νίκες μεταρρυθμίσεων πολιτειακών νόμων» εκ των οποίων πολλές αφορούσαν περικοπές σε επιδόματα ανεργίας και άλλες προνοιακές πολιτικές. Η προαναφερμένη πολιτεία του Άρκανσο εφάρμοσε το 2021 48 νομοθετήματα που είχαν την έγκριση του FGA και αποτελεί μία από τις «υπερ-πολιτείες» που η ίδια η οργάνωση ισχυρίζεται ότι ελέγχει σχεδόν πλήρως.
Η τακτική είναι σαφής: «Η επιτυχία στις πολιτείες είναι κρίσιμη για την επίτευξη εθνικής αλλαγής, καθώς συχνά ανοίγει την πόρτα στη μεταρρύθμιση των ομοσπονδιακών ρυθμίσεων», έγραφε το 2021 σε έκθεση της οργάνωσης ο ιδρυτής της Τάρεν Μπράγκντον. «Όταν αρκετές πολιτείες εφαρμόσουν επιτυχημένα μια μεταρρύθμιση, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δυναμική και τα αποδεδειγμένα αποτελέσματα για να χτίσουμε πίεση για ρυθμιστική αλλαγή».