του Ανδρέα Κοσιάρη
Έπειτα από την απάλειψη της συνταγματικής προστασίας του δικαιώματος στην άμβλωση, την αφαίρεση του δικαιώματος των πολιτειών να ρυθμίζουν την οπλοκατοχή και την επιβολή ομαδικής προσευχής στα σχολεία, το υπερσυντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε να τα βάλει και με τη δυνατότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των υπηρεσιών της να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή.
Σε μία απόφαση βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα των μεγαλορυπαντών, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε με πλειοψηφία 6-3 ενάντια στην Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (Environmental Protection Agency – EPA), λέγοντας ότι δεν έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει συνολικά τη ρύπανση από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας της χώρας.
Η απόφαση αφορά ένα σχέδιο νόμου από την εποχή Ομπάμα, το Σχέδιο Καθαρής Ενέργειας, που κατατέθηκε το 2015. Σύμφωνα με αυτό, η EPA θα έθετε όρια ανά πολιτεία στις εκπομπές άνθρακα, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την παραγωγή ενέργειας, ενθαρρύνοντας έτσι τη μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές παραγωγής ενέργειας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ήδη μπλοκάρει αυτόν τον νόμο το 2016, κι έτσι αυτός δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Ο Τραμπ με τη σειρά του είχε αναιρέσει το Σχέδιο Καθαρής Ενέργειας, κι είχε επιβάλλει τις δικές του, πολύ πιο χαλαρές πολιτικές στις επιτρεπόμενες εκπομπές ρύπων. Κι αυτές είχαν με τη σειρά τους μπλοκαριστεί στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, που είχαν αποφασίσει πως η EPA είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει ευρεία ενεργειακά και περιβαλλοντικά σχέδια.
Παρά το γεγονός ότι κανένας από τους δύο νόμους (ο «περιοριστικός» του Ομπάμα και ο «χαλαρός» του Τραμπ) δεν είναι σε ισχύ, επτά πολιτειακές κυβερνήσεις που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους και δύο εταιρείες εξόρυξης άνθρακα μήνυσαν την κυβέρνηση Μπάιντεν προληπτικά, φοβούμενες ότι θα εκπονήσει ένα σχέδιο παρόμοιο με αυτό της κυβέρνησης Ομπάμα. Μόνο που αυτό το σχέδιο δεν ήρθε ποτέ και όλοι περίμεναν πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα αναλάμβανε την υπόθεση.
Κάνοντας την έκπληξη, όμως, το ΑΔ ανέλαβε την υπόθεση «Δυτική Βιρτζίνια εναντίον EPA» και αποφάσισε εναντίον ενός νόμου που δεν υπάρχει, επιτιθέμενο ουσιαστικά εναντίον μελλοντικών νομοθετικών πρωτοβουλιών και περιορίζοντας τη ρυθμιστική ισχύ των ομοσπονδιακών υπηρεσιών.
Εν ολίγοις, το σκεπτικό των υπερσυντηρητικών δικαστών ήταν πως ο Νόμος Καθαρού Αέρα, που ψηφίστηκε το 1970, σε καιρούς όπου η γνώση για την κλιματική αλλαγή και τα αίτιά της ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεν δίνει στην EPA τη δυνατότητα να ρυθμίζει τις εκπομπές ρύπων σε πολιτειακό επίπεδο. Η απόφαση επιτρέπει στην Υπηρεσία να επεμβαίνει σε μεμονωμένα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, αλλά περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητά της να ρυθμίσει συνολικά τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με τη γνώμη των δικαστών, η EPA — και συνεπώς κάθε άλλη ομοσπονδιακή υπηρεσία — δεν πρέπει να παρεμβαίνει πέρα από τα όρια που ρητά της έχει επιτρέψει το Κογκρέσο. Με άλλα λόγια, αν το Κογκρέσο δεν έχει ρητά διατάξει μια ομοσπονδιακή υπηρεσία να κάνει κάτι, αυτή δεν μπορεί να το κάνει. Η βάση αυτής της απόφασης είναι το δόγμα «σημαντικών ζητημάτων», μια νομική αρχή που έχει εφεύρει εκ του μη όντος το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο, και του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για ζητήματα «τεράστιας οικονομικής και πολιτικής σημασίας».
Μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις του παρελθόντος στην οποία χρησιμοποιήθηκε αυτό το δόγμα, ήταν το 2000 στην υπόθεση «FDA v. Brown & Williamson Tobacco Corp.», όταν το δικαστήριο είχε αποφασίσει υπέρ της βιομηχανίας τσιγάρων λέγοντας ότι η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων δεν είχε τη δυνατότητα να ρυθμίσει τα προϊόντα της, γιατί δεν είχε τη συγκεκριμένη εντολή από το Κογκρέσο. Έπρεπε να περάσουν εννιά ακόμα χρόνια για να καταφέρει ένας νόμος για τη ρύθμιση των προϊόντων καπνού να περάσει από τα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με νομικούς αναλυτές, η παρούσα απόφαση του ΑΔ «ανοίγει τον ασκό του Αιόλου» και για άλλες παρόμοιες απορρυθμιστικές αποφάσεις. Βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει μεγάλη σημασία ότι πίσω από την απόφαση βρίσκονται δεκαετίες χρηματοδότησης και μηχανορραφιών από ισχυρότατα οικονομικά συμφέροντα, όπως αυτά των επιχειρήσεων της οικογένειας Κοχ. Οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από τους Κοχ στήριξαν την επιλογή των τριών τελευταίων συντηρητικών δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ και τουλάχιστον μία από αυτούς, η Έιμι Κόνι Μπάρετ, έχει οικογενειακούς δεσμούς με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Ένα ενδιαφέρον σημείο στην υπόθεση είναι πως το 2007, με Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε λάβει την ακριβώς αντίθετη απόφαση. Τότε, η ομοσπονδιακή EPA ισχυριζόταν ότι δεν έχει ευρείες αρμοδιότητες ρύθμισης ρύπων, ενώ το δικαστήριο αποφάσισε ότι τις έχει. Τρεις από τους δικαστές που σήμερα ανήκουν στην υπερσυντηρητική πλειοψηφία, οι Αλίτο, Ρόμπερτς και Τόμας, είχαν τότε μειοψηφήσει. Τώρα βρήκαν την ευκαιρία να «πάρουν το αίμα τους πίσω», αποφασίζοντας το ακριβώς αντίθετο.
Στη διαφωνία της με την απόφαση, η δικαστής Έλενα Κέιγκαν συνόψισε το θέμα ως εξής: «Το αντικείμενο ρύθμισης που έχουμε μπροστά μας κάνει την παρέμβαση του Δικαστηρίου πιο ανησυχητική. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να γνωρίζει το Δικαστήριο, δεν έχει ιδέα για το πώς να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Κι ας πούμε το προφανές: Το διακύβευμα εδώ είναι μεγάλο. Κι όμως σήμερα το Δικαστήριο αποτρέπει την ανάληψη δράσης από την εξουσιοδοτημένη υπηρεσία του Κογκρέσου για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Το Δικαστήριο διόρισε εαυτόν — αντί για το Κογκρέσο ή την ειδική υπηρεσία — ως τον υπεύθυνο λήψης αποφάσεων στην κλιματική πολιτική. Δεν μπορώ να σκεφτώ πολλά πράγματα πιο τρομακτικά.»
Αυτή η απόφαση, μαζί με τη βαθιά αντιδραστική απόφαση για το δικαίωμα στην άμβλωση και τις λοιπές αποφάσεις του τελευταίου διαστήματος, είναι απόδειξη του δεξιού πολιτικού χαρακτήρα του δικαστηρίου και της φασιστικής στροφής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Το δικαστήριο έχει ουσιαστικά παραχωρήσει στον εαυτό του νομοθετικές εξουσίες, με στόχο να αφαιρέσει από την εργατική τάξη τα σκληρά κερδισμένα δημοκρατικά της δικαιώματα και να αναιρέσει τις ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος, οι οποίες θα μπορούσαν έστω και ελαφρώς να εμποδίσουν την επιδίωξη του κέρδους.
Ουσιαστικά το δικαστήριο διαλύει μεθοδικά τις φιλελεύθερες δομές που θεσπίστηκαν στο αμερικανικό κράτος έπειτα από την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, λειτουργώντας ως μία θεοκρατική κλίκα των πιο αντιδραστικών στοιχείων της αμερικανικής άρχουσας τάξης.
Φυσικά, η ευθύνη των Δημοκρατικών για όλα αυτά είναι τεράστια. Όπως είχαμε θυμίσει και στην περίπτωση του δικαιώματος των αμβλώσεων, οι Δημοκρατικοί είχαν τη δυνατότητα να νομοθετήσουν εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα που τώρα το Δικαστήριο αποφασίζει ότι δεν υπήρχαν ποτέ. Έτσι και στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, δεν υπάρχει κανένα σαφές και περιεκτικό σχέδιο αντιμετώπισής της που να έχει περάσει από τα νομοθετικά σώματα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Για αυτό δεν φταίει μόνο η αντιδραστικότητα των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και ότι οι Δημοκρατικοί είναι εν πολλοίς αγκαλιασμένοι με τα ίδια οικονομικά συμφέροντα όπως οι «αντίπαλοί» τους.
Η χθεσινή απόφαση του ΑΔ μπορεί να καταπολεμηθεί εύκολα — με έναν νόμο που να δίνει στην EPA τις εξουσίες που το ΑΔ λέει ότι δεν έχει. Όμως ένας τέτοιος νόμος δεν πρόκειται να ψηφιστεί ούτε από την πλειοψηφία που οι Δημοκρατικοί έχουν στα δύο νομοθετικά σώματα μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Διότι βουλευτές των Δημοκρατικών χρηματοδοτούνται κι αυτοί από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, και θα κάνουν τα πάντα για να υπηρετήσουν τους χρηματοδότες τους.
Οι Δημοκρατικοί αποτυγχάνουν σταθερά να εγκρίνουν οποιαδήποτε σημαντική νομοθεσία. Από τα δικαιώματα ψήφου μέχρι την κλιματική αλλαγή, οι Δημοκρατικοί έχουν επανειλημμένα χτίσει ψεύτικες υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις μόνο για να φτάσουν σκόπιμα στο τελευταίο εμπόδιο. Απαιτείται μάχη από την εργατική τάξη των ΗΠΑ, για να δείξει στους φορείς εξουσίας ότι δεν θα ανεχθεί τα δικαιώματα και το μέλλον της να διαλύονται σε αυτή την άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη εποχή επίθεση.