Όταν ο συντηρητικός Αμερικανός Ανώτατος Δικαστής Άντονιν Σκαλία πέθαινε τον Φεβρουάριο του 2016 και οι Ρεπουμπλικάνοι, ελέγχοντας απόλυτα τη Γερουσία, αρνούνταν να δώσουν στον τότε πρόεδρο Ομπάμα τη δυνατότητα να επιλέξει τον αντικαταστάτη του — επικαλούμενοι κάποιον καινοφανή και άγραφο κανόνα ότι ένας πρόεδρος στο τελευταίο έτος της θητείας του δεν επιτρέπεται να επιλέξει Ανώτατο Δικαστή – ελάχιστοι περίμεναν τη συντηρητική λαίλαπα που θα σάρωνε τα δικαστήρια της χώρας στα επόμενα χρόνια.
Σήμερα, έπειτα και από τον θάνατο της προοδευτικής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ, ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να διορίσει τον τρίτο Ανώτατο Δικαστή της θητείας του, έχοντας ήδη γεμίσει με συντηρητικούς υποψήφιους τα χαμηλότερου επιπέδου δικαστήρια, όπως τα κατά τόπους Εφετεία – θέτοντας σε κίνδυνο προοδευτικές κατακτήσεις στους τομείς των γυναικείων δικαιωμάτων, της σεξουαλικής ισότητας, της υγείας και της ασφάλισης, αλλά και προμηνύοντας αποφάσεις που θα «ικανοποιήσουν» την αμερικανική χριστιανική δεξιά και τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
Το εννεαμελές Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (που αποφασίζει επί ζητημάτων συνταγματικότητας, αλλά αποτελεί και το τελικό στάδιο εφέσεων σε ζητήματα που εμπλέκουν ομοσπονδιακή νομοθεσία) επί δεκαετίες ισορροπούσε ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, με αποφάσεις που συχνά λάμβαναν τη μορφή οριακής πλειοψηφίας προς τη μία ή την άλλη πλευρά ανάμεσα στα μέλη του.
Η ευαίσθητη αυτή ισορροπία του ανώτατου δικαστικού οργάνου, φαίνεται να έχει πλέον διαλυθεί για το εγγύς αλλά και απώτερο μέλλον. Ο Ντόναλντ Τραμπ, στην προεκλογική του εκστρατεία το 2016, είχε υποσχεθεί στο χριστιανικό συντηρητικό ακροατήριό του πως οι επιλογές του για το Ανώτατο Δικαστήριο θα γίνουν στη βάση υποψηφίων που θα ανατρέψουν τη διαβόητη απόφαση στην υπόθεση Roe v. Wade, το 1973, με την οποία νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ.
Αν και η ώρα για την ανατροπή αυτής της απόφασης δεν έχει έρθει ακόμα, ο Τραμπ έχει όντως τοποθετήσει Ανώτατους Δικαστές που, αν και έχουν αποφύγει ευθείες ερωτήσεις για το ζήτημα, εντούτοις εμφορούνται από βαθύ θρησκευτικό πνεύμα και διάθεση περιορισμού των δικαιωμάτων που αντιτίθενται σε αυτό.
Σε αυτήν την κατηγορία δικαστών ανήκουν οι δύο προηγούμενες επιλογές του Τραμπ, που κάθονται ήδη στις θέσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο Νιλ Γκόρσιτς και ο Μπρετ Κάβανο. Σε αυτήν ανήκει και η τελευταία του επιλογή, η συντηρητική δικαστίνα Έιμι Κόνι Μπάρρετ, που αναμένεται να εγκριθεί από τη Γερουσία, παρά το γεγονός ότι απομένει κάτι περισσότερο από ένας μήνας μέχρι τις προεδρικές εκλογές της χώρας – αξίζει να θυμηθούμε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν αρνηθεί στον Ομπάμα το δικαίωμα επιλογής δικαστή, με το επιχείρημα ότι πρέπει πρώτα οι πολίτες να αποφανθούν εκλογικά, ενώ απέμεναν περισσότεροι από 9 μήνες στην προεδρία του πριν τις εκλογές.
Αυτή, όπως και οι προηγούμενες επιλογές του Τραμπ, χαίρει της έγκρισης και της στήριξης των πιο συντηρητικών κύκλων της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, και πιο συγκεκριμένα του δικτύου ομάδων πίεσης υπό τον δισεκατομμυριούχο Τσαρλς Κοχ που, μαζί με τον πρόσφατα αποθανόντα αδερφό του, έχουν εδώ και χρόνια στήσει ένα δαιδαλώδες κύκλωμα υπερσυντηρητικών οργανώσεων και πολιτικών εκστρατειών. Το κύκλωμα των Κοχ, υπό τη σημαία της πιο εμφανούς από τις οργανώσεις που χρηματοδοτούν, της Americans For Prosperity (AFP), έχει ήδη βάλει μπρος, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNBC, έναν γιγαντιαίο μηχανισμό πίεσης προς τους γερουσιαστές που θα αποφασίσουν την τύχη της υποψηφιότητας της Έιμι Κόνι Μπάρρετ.
Μαζικές τηλεφωνικές εκστρατείες, επιστολές προς ψηφοφόρους και ψηφιακές διαφημιστικές καμπάνιες, έχουν ήδη ξεκινήσει σε όλη την επικράτεια, αλλά και στοχευμένα σε Πολιτείες-κλειδιά, για να πιεστούν οι γερουσιαστές τους να κάνουν «το σωστό», να επιβεβαιώσουν δηλαδή την υποψηφιότητα της συντηρητικής δικαστίνας.
Οι λόγοι είναι ξεκάθαροι. Μια συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο θα ικανοποιήσει τα «θέλω» των υπερσυντηρητικών σε ζητήματα όπως ο περιορισμός του δικαιώματος στην άμβλωση, η μη αναγνώριση του δικαιώματος γάμου σε ομόφυλα ζευγάρια και η επιρροή της χριστιανικής θρησκείας στον αμερικανικό νομικό πολιτισμό.
Όμως η στήριξη στις συντηρητικές επιλογές από το κύκλωμα πολιτικής πίεσης των δισεκατομμυριούχων όπως οι Κοχ, δεν είναι μόνο ιδεολογική ή θρησκευτική – ενέχει και το ζήτημα των οικονομικών συμφερόντων. Μία από τις πρώτες αποφάσεις που θα κληθεί να συμμετάσχει η Κόνι Μπάρρετ εάν εγκριθεί η υποψηφιότητά της, είναι για την ισχύ του Νόμου Προσιτής Περίθαλψης, του Affordable Care Act, γνωστού ως Obamacare, που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό (αν και επουδενί ριζοσπαστικά) το τοπίο της υγειονομικής ασφάλισης των Αμερικανών, περιορίζοντας κάπως τη δυνατότητα κερδοσκοπίας των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και θεσπίζοντας την κάλυψη εκατομμυρίων ανασφάλιστων πολιτών.
Η Μπάρρετ έχει δημόσια ταχθεί ενάντια σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που ενέκριναν την ισχύ διατάξεων του συγκεκριμένου νομοθετήματος, και δεν είναι παράλογο να αναμένει κανείς ότι ως μέλος μιας συντηρητικής πλειοψηφίας στο Δικαστήριο, θα κάνει πραγματικότητα το «όνειρο» των Ρεπουμπλικανών για κατάργησή του.
Παρομοίως αναμένεται να πράξει και σε ζητήματα που αφορούν την πλανητική περιβαλλοντική κρίση. Ακόμα κι αν κερδίσει την προεδρία ο Τζο Μπάιντεν, κι ακόμα κι αν ο κεντρώος πρώην αντιπρόεδρος ενστερνιστεί την απαίτηση της αμερικανικής αριστεράς για ένα Πράσινο New Deal, δηλαδή μια προσπάθεια για εκ βάθρων αλλαγή των περιβαλλοντικών και ενεργειακών κανονισμών των ΗΠΑ, η πιθανότητα να μπλοκαριστεί από ένα υπερσυντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτή. Αναμφίβολα, οι δικαστές που στηρίχθηκαν από το κύκλωμα Κοχ θα δυσκολευτούν να ψηφίσουν ενάντια στα εταιρικά συμφέροντα των υποστηρικτών τους.
Η συντηρητικοποίηση του αμερικανικού δικαστικού σκηνικού, το οποίο δεν ήταν ποτέ ακραιφνώς προοδευτικό, είναι αποτέλεσμα χρόνιων σχεδίων των Ρεπουμπλικανών και του σκιώδους συστήματος συμμαχιών μεταξύ της υπερσυντηρητικής χριστιανικής δεξιάς και των αμερικανικών εταιρικών κολοσσών.
Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως λένε δικαστικοί κύκλοι στις ΗΠΑ, το πιο συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο από τη δεκαετία του 1930, που θα καθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόμενες μερικές δεκαετίες.
Ανδρέας Κοσιάρης