του Ανδρέα Κοσιάρη
Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ είχαν ιστορικά την εικόνα και τη συμμετοχή μιας «δευτερεύουσας» εκλογικής αναμέτρησης, εικόνα που δεν συνάδει με την πραγματική τους σημασία. Οι σημερινές ενδιάμεσες εκλογές είναι ακόμα πιο σημαντικές από ό,τι συνήθως, καθώς μπορεί να καθορίσουν εάν στο μέλλον θα λειτουργεί στην Αμερική η ίδια η εκλογική διαδικασία.
Όπως σε κάθε ενδιάμεση εκλογική αναμέτρηση (midterms, αγγλιστί), οι Αμερικανοί αποφασίζουν σήμερα για το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων, το ένα τρίτο της Γερουσίας, 36 από τους 50 κυβερνήτες πολιτειών και, ανάλογα την πολιτεία, εκλέγουν επίσης πολιτειακά κοινοβούλια και άλλους τοπικούς αντιπρόσωπους, όπως δημάρχους και δημοτικά συμβούλια, τοπικές επιτροπές κ.ά.
Για τον αριθμό των θέσεων εξουσίας που κρίνονται, η συμμετοχή των Αμερικανών πολιτών στις ενδιάμεσες εκλογές ήταν πάντοτε εξαιρετικά χαμηλή, κυμαινόμενη περίπου στο 40% του εκλογικής ηλικίας πληθυσμού, σε σύγκριση με το σχεδόν 60% των «κύριων» εκλογών που αποφασίζουν μεταξύ άλλων και για τη θέση του προέδρου.
Η εικόνα που σχηματίζεται είναι αποκαρδιωτική για τη συμμετοχή των πολιτών στη χώρα που αυτοαποκαλείται «λίκνο της δημοκρατίας» — χαρακτηρισμός που, όπως έχουμε εξηγήσει με τη βοήθεια του Άαρον Μπαστάνι, δεν ίσχυε ποτέ.
Αυτή τη φορά, όμως, οι ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ ίσως κρίνουν περισσότερα από ποτέ: το μέλλον των δικαιωμάτων των γυναικών στην άμβλωση και την αντισύλληψη, την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, ακόμα και την ίδια τη δυνατότητα διεξαγωγής αδιάβλητων εκλογών.
Υποψήφιοι «αρνητές εκλογών»
Περισσότεροι από τους μισούς υποψηφίους των Ρεπουμπλικανών για ομοσπονδιακές ή πολιτειακές θέσεις σε αυτές τις ενδιάμεσες εκλογές, ανήκουν στους λεγόμενους «αρνητές εκλογών» (election deniers). Δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αρνούνται πλήρως ή αμφισβητούν τη νομιμότητα της εκλογής του Τζο Μπάιντεν το 2020. Κι αυτό παρά το γεγονός πως πολυάριθμες επανακαταμετρήσεις και πάνω από 60 δικαστικές αποφάσεις έχουν επιβεβαιώσει την εγκυρότητα του αποτελέσματος εκείνων των εκλογών.
Σύμφωνα με μία ανάλυση της Washington Post, 171 από αυτούς τους «αρνητές» είναι φαβορί στις κούρσες τους και άλλοι 48 διεκδικούν στα ίσια την εκλογή τους.
Παραδείγματος χάριν, στην πολιτεία του Γουισκόνσιν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για Κυβερνήτης ονομάζεται Τιμ Μάικλς. Επιχειρηματίας εργολάβος, έχοντας τη στήριξη του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε πρόσφατα πως αν εκλεγεί «οι Ρεπουμπλικανοί δεν θα χάσουν ξανά εκλογές στο Γουισκόνσιν». Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έβρισκαν το αποτέλεσμα στο Γουισκόνσιν αβέβαιο.
Άλλο παράδειγμα, η υποψήφια Κυβερνήτης της Αριζόνα για τους Ρεπουμπλικανούς, Κάρι Λέικ, που προηγείται με βραχεία κεφαλή της Δημοκρατικής αντιπάλου της στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η Αριζόνα ήταν μία από τις πολιτείες των οποίων οι εκλογές αμφισβητήθηκαν έντονα από τους Ρεπουμπλικανούς το 2020. Η Λέικ, πρώην δημοσιογράφος, συνεχίζει παρά τις αποδείξεις περί του εναντίου να προωθεί θεωρίες συνωμοσίας για «χιλιάδες παράνομες ψήφους» στην πολιτεία της, και σε πρόσφατη εμφάνισή της στο CNN αρνήθηκε πεισματικά να επιβεβαιώσει πως θα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα σε περίπτωση ήττας της.
«Θα κερδίσω τις εκλογές και θα αναγνωρίσω αυτό το αποτέλεσμα», ήταν η απάντησή της στην ερώτηση της δημοσιογράφου Ντέινα Μπας. Όταν η Μπας ξαναρώτησε «Εάν χάσετε, θα αναγνωρίσετε το αποτέλεσμα;», η απάντηση της Λέικ ήταν η ίδια: «Θα κερδίσω τις εκλογές και θα αναγνωρίσω αυτό το αποτέλεσμα». Η τακτική αυτή, όχι απλά της μη αναγνώρισης ενός αρνητικού αποτελέσματος, αλλά της άρνησης της ίδιας της ιδέας πως ο αντίπαλος μπορεί να κερδίσει, είναι βγαλμένη απευθείας από το παλμαρέ του Ντόναλντ Τραμπ, που είχε εκφράσει παρόμοια άρνηση πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου 2020 και δεν αναγνώρισε ποτέ το αρνητικό για εκείνον αποτέλεσμά τους. Και η τακτική αυτή επαναλαμβάνεται από την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών υποψήφιων — και επεκτείνεται στους ψηφοφόρους τους.
Το κλίμα που καλλιεργείται είναι πρόσφορο για την ανάδειξη σκηνικών παρόμοιων με την επίθεση οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021. Και τότε, παράλληλα με τα κύρια επεισόδια στην Ουάσινγκτον, οπαδοί του πρώην προέδρου είχαν συγκεντρωθεί και σε διάφορες έδρες πολιτειακών κυβερνήσεων — τα χειρότερα, τότε είχαν αποφευχθεί.
Εάν όμως οι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι ηττηθούν και αρνηθούν να αναγνωρίσουν αυτή την ήττα, τέτοιου είδους επεισόδια μπορεί να επεκταθούν και να είναι πιο βίαια. Ήδη πριν την ίδια την ημέρα των εκλογών, ένοπλα μέλη ακροδεξιών πολιτοφυλακών περιπολούσαν στα σημεία κατάθεσης επιστολικών ψήφων σε διάφορες πολιτείες, εφαρμόζοντας ένα είδος εκφοβισμού των ψηφοφόρων με το πρόσχημα της διασφάλισης της εγκυρότητας της διαδικασίας.
Η ενδεχόμενες ήττες των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων μπορεί να επισπεύσουν μία κρίση που θα θυμίζει έντονα εμφύλιο στη χώρα με τα περισσότερα κατά κεφαλήν όπλα στον κόσμο. Ενδεχόμενες νίκες τους μπορεί μεν να αναβάλλουν τέτοιου είδους επεισόδια, όμως θα προκαλέσουν μία κρίση σε κάθε επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Οι επόμενες εκλογές
Σε 30 από τις 50 πολιτείες, οι «αρνητές» διεκδικούν τουλάχιστον μία από τις θέσεις εξουσίας που είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή και επικύρωση των εκλογών: πολιτειακός Κυβερνήτης, πολιτειακός υπουργός Εσωτερικών, πολιτειακός υπουργός Δικαιοσύνης.
Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ενιαία μέθοδος διεξαγωγής εκλογικών αναμετρήσεων — η κάθε πολιτεία αποφασίζει το πώς αυτές οι εκλογές θα γίνουν και είναι οι αξιωματούχοι της πολιτείας που αποφασίζουν για την εγκυρότητά τους. Η εκλογή οποιουδήποτε «αρνητή» εκλογών σε μία από αυτές τις θέσεις ευθύνης χτυπά «καμπανάκι» για τον τρόπο διεξαγωγής και την πιθανή εγκυρότητα των μελλοντικών εκλογικών αναμετρήσεων.
Το σενάριο είναι σύνθετο, όσο και το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, αλλά διόλου απίθανο. Ας φανταστούμε μια πολιτεία όπου το πολιτειακό κοινοβούλιο, οι θέσεις του Κυβερνήτη ή/και των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, ελέγχονται από σκληροπυρηνικούς Ρεπουμπλικανούς. Έστω ότι στις προεδρικές εκλογές του 2024, το αποτέλεσμα αυτής της πολιτείας πάει οριακά στους Δημοκρατικούς. Υπάρχει σε αυτό το σενάριο η δυνατότητα, μέσω νόμων ή αποφάσεων δικαστηρίων που χρονολογούνται στον προ-προηγούμενο αιώνα, οι πολιτειακοί άρχοντες να ακυρώσουν την εκλογική αναμέτρηση. Με πρόσχημα κάποια φανταστική «παρατυπία» μπορεί να αποφασίσουν οι ίδιοι να στείλουν δικούς τους εκλέκτορες που θα στηρίξουν τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία για λογαριασμό των ψηφοφόρων της πολιτείας.
Τέτοιου είδους υποθετικά σενάρια, βασίζονται σε πραγματικές, υπαρκτές τακτικές. Ήδη στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, το κόμμα των Ρεπουμπλικανών είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει κάποιες από αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολιτεία της Τζόρτζια, όπου ο, Ρεπουμπλικανός μεν, αλλά όχι σκληροπυρηνικός τραμπικός υπουργός Εσωτερικών της πολιτείας Μπραντ Ράφενσπεργκερ είχε αρνηθεί σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Τραμπ να βρει «11,780 ψήφους» για να ανατραπεί το αποτέλεσμα υπέρ των Δημοκρατικών. Είχε αντ’ αυτού διατάξει επανακαταμέτρηση των ψήφων, το αποτέλεσμα της οποίας αύξησε τη διαφορά υπέρ του Τζο Μπάιντεν.
Ο Ράφενσπέργκερ είναι και πάλι υποψήφιος για τη θέση του υπουργού Εσωτερικών της Τζόρτζια — μόνο που η επικύρωση των επόμενων προεδρικών εκλογών δεν θα είναι στα χέρια του. Με απόφαση του Κυβερνήτη της Τζόρτζια, Μπράιαν Κεμπ, η ευθύνη αυτή πλέον έχει περάσει στο ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικανούς πολιτειακό κοινοβούλιο. Το 2024, ο Τραμπ (ή ο έτερος πιθανός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ρον ΝτεΣάντις) θα μπορεί να ζητήσει από πιο ευήκοα ώτα να «του βρουν 11.000 περισσότερες ψήφους».
Αμβλώσεις, αντισύλληψη, γάμος ομοφύλων στα χέρια των πολιτειών
Πέρα τους κινδύνους για την ίδια τη διαδικασία των εκλογών, στις φετινές ενδιάμεσες εκλογές κρίνονται και πολλά άλλα ζητήματα. Αφενός, κρίνεται η δυνατότητα της ίδιας της κυβέρνησης Μπάιντεν να νομοθετήσει την ατζέντα της. Σήμερα, οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων και έχουν οριακή πλειοψηφία στη Γερουσία — τόσο οριακή, που η ύπαρξη δύο Δημοκρατικών γερουσιαστών με ισχυρή χρηματοδότηση από βιομηχανικά λόμπι έχει ακυρώσει μεγάλο τμήμα της προεκλογικής ατζέντας του κόμματος.
Αυτή η οριακά θετική για τους Δημοκρατικούς ισορροπία ισχύος είναι πολύ πιθανό να αλλάξει έπειτα από τις σημερινές εκλογές. Παραδοσιακά, το κόμμα του Προέδρου χάνει στις ενδιάμεσες εκλογές, και είναι πολύ πιθανό οι Δημοκρατικοί να απολέσουν τον έλεγχο των δύο νομοθετικών σωμάτων.
Αφετέρου, είναι πολύ πιθανή η ισχυροποίηση των Ρεπουμπλικανών σε πολιτειακό επίπεδο. Κι αυτό με τη σειρά του, σημαίνει κίνδυνο για δικαιώματα που πρόσφατες ή μελλοντικές αποφάσεις του υπερσυντηρητικού Ανώτατου Δικαστηρίου έχουν αναθέσει στις κυβερνήσεις των πολιτειών. Όπως το δικαίωμα στην άμβλωση — η πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ουσιαστικά αφαίρεσε την ομοσπονδιακή προστασία του δικαιώματος, λέγοντας πως είναι ζήτημα των πολιτειών το κατά πόσο το δικαίωμα θα υπάρχει ή όχι.
Παρόμοιου είδους αποφάσεις αναμένονται να γίνουν από το Ανώτατο Δικαστήριο και σε άλλα ζητήματα. Θέματα όπως το δικαίωμα των γυναικών στην αντισύλληψη και η ισότητα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, έχουν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση από τους ίδιους τους υπερσυντηρητικούς δικαστές, και αναμένεται να υπάρξουν στο εγγύς μέλλον αποφάσεις που θα θέτουν κι αυτά τα δικαιώματα στην κρίση των πολιτειακών κυβερνήσεων, πολλές από τις οποίες πρόκειται να ελέγχονται από σκληροπυρηνικούς Ρεπουμπλικανούς.
Οι ευθύνες των Δημοκρατικών
Φυσικά, όπως έχουμε ξανατονίσει, οι Δημοκρατικοί είχαν τη δυνατότητα στο παρελθόν να εξασφαλίσουν αυτά τα δικαιώματα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Μόνιμα, όμως, προτιμούσαν να τα κρεμούν ως «Δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των ψηφοφόρων τους, για να εξασφαλίσουν την ψήφο τους. «Ψηφίστε εμάς, γιατί οι άλλοι θα σας αφαιρέσουν δικαιώματα» — δικαιώματα που θα μπορούσαμε να σας έχουμε εξασφαλίσει, αλλά αν το κάναμε, πώς θα σας πείθαμε να μας ψηφίσετε;
Η τακτική αυτή των Δημοκρατικών έχει συνεχιστεί επί χρόνια μέχρι και σήμερα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν προχώρησε την υιοθέτηση με ομοσπονδιακό νόμο, για παράδειγμα, του δικαιώματος στην άμβλωση. Και εάν χάσει τον έλεγχο των δύο ομοσπονδιακών κοινοβουλίων, δεν θα μπορεί να το κάνει στο μέλλον.
Το ίδιο ισχύει και για το ίδιο το δικαίωμα στην ψήφο, που δεν υπάρχει ως ενιαίο δικαίωμα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η κάθε πολιτεία επιβάλλει τους δικούς της περιορισμούς, τους δικούς της τρόπους, τις δικές της μεθόδους. Και αυτό θα μπορούσε να έχει λυθεί με ομοσπονδιακό νόμο, όμως οι Δημοκρατικοί, όπως κάνουν σχεδόν πάντα, κωλυσιέργησαν.
Επιπλέον, το Δημοκρατικό κόμμα έχει επιλέξει σε πολλές περιπτώσεις να ενισχύσει τους πιο ακραίους υποψήφιους των αντιπάλων του στις εσωκομματικές τους εκλογές. Σκοπός της παρανοϊκής αυτής τακτικής ήταν η πρόκληση των ψηφοφόρων να συμμετάσχουν μαζικά στις τελικές εκλογές ώστε να καταψηφίσουν τους «επικίνδυνους για τα δικαιώματα των πολιτών Ρεπουμπλικανούς υποψήφιους» — τακτική που είναι πολύ πιθανόν να γυρίσει μπούμερανγκ στους Δημοκρατικούς.
Προβλέψεις για το πώς θα τελειώσει η σημερινή εκλογική ημέρα είναι πολύ δύσκολο να γίνουν — και γιατί τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από το 2016 κι έπειτα, οι δημοσκοπήσεις έχουν αποδειχθεί ανίκανες να δώσουν την πραγματική εικόνα του τι μέλλει γενέσθαι. Είναι όμως περισσότερο από πιθανό, αυτός ο φρέσκος και συνάμα τόσο μπαγιάτικος αμερικανικός χριστιανοφασισμός να επεκταθεί σημαντικά. Η ευθύνη για την υιοθέτησή του μπορεί να ανήκει στο ένα κόμμα, όμως η αποτυχία στην αντιμετώπισή του βαραίνει το έτερο. Και η ίδια η ύπαρξή του βαραίνει συνολικά το πολιτικό σύστημα μιας χώρας που δεν τον αποκήρυξε ποτέ.