Πηγή: Jean Shaoul – wsws.org
Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή το Σαββατοκύριακο για μία έκτακτη συνάντηση με ηγέτες της περιοχής. Ο φαινομενικός σκοπός του ήταν να συζητήσει τις σχέσεις της ευρύτερης Μέσης Ανατολής με το Ιράν, όμως η πραγματική του αποστολή ήταν να εξασφαλίσει πλήρη στήριξη για τις κινήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας.
Η συνάντηση, που οργανώθηκε βιαστικά, έφερε στον ίδιο χώρο ηγέτες από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), το Μπαχρέιν, το Μαρόκο — χώρες που είχαν υπογράψει τις Συμφωνίες του Αβραάμ με το Ισραήλ το 2020 — και την Αίγυπτο, ενώ φιλοξενήθηκε από τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ. Διεξήχθη στο Σντε Μποκέρ, μία πόλη στην ισραηλινή έρημο της Νεγκέβ. Η Ιερουσαλήμ θα ήταν μια πολύ αμφιλεγόμενη τοποθεσία για τους νεόκοπους συμμάχους του Ισραήλ, που υποτίθεται ότι εξακολουθούν να είναι προσηλωμένοι στη «λύση δύο κρατών» για τη χρόνια σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης.
Η σύνοδος της Νεγκέβ διεξήχθη την ώρα που οι ΗΠΑ ανησυχούν πως οι μακροχρόνιοι σύμμαχοί τους στη Μέση Ανατολή δεν υποστηρίζουν ολόψυχα τις κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν εναντίον της Ρωσίας.
Την Τρίτη, ο Μπλίνκεν συναντήθηκε με τον βασιλιά του Μαρόκου, Μοχάμεντ ΣΤ’, και τον διάδοχο του θρόνου των ΗΑΕ, Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ, στη Ραμπάτ. Τα ΗΑΕ φιλοξενούν πολλούς Ρώσους ολιγάρχες, έχουν αγοράσει οπλισμό από τη Ρωσία, αρχικά αρνήθηκαν να καταδικάσουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, απείχαν από ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αρνήθηκαν να απαντήσουν σε κλήσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Το πρόσφατο καλωσόρισμα του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ σε επίσημη επίσκεψη στο Αμπού Ντάμπι, εξόργισε την Ουάσινγκτον.
Το Τελ Αβίβ από την πλευρά του έχει επιχειρήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι για πολλά χρόνια έχει δράσει ως θεματοφύλακας των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Το Ισραήλ φιλοξενεί πολλούς μετανάστες από τη Ρωσία και από την Ουκρανία, στους οποίους βασίζεται ως πηγή φτηνού εργατικού δυναμικού για τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας. Επίσημα στηρίζει την πλευρά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, όμως δημόσια έχει υπάρξει ιδιαίτερα επιφυλακτικό, με τον Μπένετ να διατάσσει το υπουργικό του συμβούλιο να παραμείνει σιωπηλό επί του ζητήματος και να αρνηθεί να αναφερθεί στη «Ρωσία» ή τον «Πούτιν» ή να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή.
Η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών για τις Πολιτικές Υποθέσεις, έχει καλέσει τον Μπένετ να βγει από τη «ζώνη άνεσής» του και να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία συμμετέχοντας παράλληλα και στις κυρώσεις κατά του Πούτιν, προσθέτοντας πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν το Ισραήλ «να γίνει το τελευταίο καταφύγιο για τα βρώμικα χρήματα που ταΐζουν τους πολέμους του Πούτιν».
Ενώ το Ισραήλ έχει στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία, έχει αρνηθεί τα αιτήματα του Κιέβου για αποστολή οπλισμού, που θα περιελάμβανε αμερικανικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους Στίνγκερ ή ισραηλινά ντρόουνς — άρνηση υπήρξε και στην παροχή στην Ουκρανία του λογισμικού κατασκοπίας Pegasus, της ισραηλινής εταιρείας NSO. Ο Μπένετ έχει προσπαθήσει να μην προκαλέσει την εχθρότητα της Ρωσίας, ταξιδεύοντας μάλιστα στη Μόσχα ως ο πρώτος «Δυτικός» ηγέτης που συναντήθηκε με τον Πούτιν έπειτα από την έναρξη της εισβολής. Έχει αρνηθεί να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία ή τους ολιγάρχες της, παρά την επιμονή της Νούλαντ πως η συμμετοχή στις οικονομικές κυρώσεις είναι ακόμα πιο σημαντική από τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Ουκρανός αξιωματούχος κατηγόρησε τον Μπένετ ότι χρησιμοποιεί τον ρόλο του ως διαμεσολαβητή «για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το Ισραήλ αποφεύγει τη μεταφορά στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία ή τη συμμετοχή στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας», ενώ παράλληλα πιέζει τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολόντιμιρ Ζελένσκι, να δεχτεί τους όρους του Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου — ισχυρισμός τον οποίο ο Μπένετ αρνείται.
Περίπου 30-40 Ρώσοι ολιγάρχες ζουν στο Ισραήλ όπου πολλοί έχουν λάβει υπηκοότητα. Ως νέοι μετανάστες, δεν χρειάζεται να δηλώσουν την πηγή των εισοδημάτων τους για περίοδο 10 ετών, ενώ οι δωρεές του σε ακαδημαϊκά, πολιτιστικά ή άλλα δημόσια ιδρύματα χρησιμεύουν για την προστασία των συμφερόντων τους στη δημόσια σφαίρα. Το Γιαντ ΒαΣεμ, το μουσείο Ολοκαυτώματος του Ισραήλ, αναγκάστηκε να αρνηθεί δεκάδες εκατομμύρια δολάρια από τον Ρωσο-Ισραηλινό δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς, αφότου το αίτημά του να εξαιρεθεί ο Αμπράμοβιτς από τις αμερικανικές κυρώσεις απέτυχε.
Τουλάχιστον πέντε υπουργοί στην παρούσα κυβέρνηση συνεργασίας του Ισραήλ, μεταξύ των οποίων ο υπουργός Άμυνας Μπένι Γκάντζ, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου και πρώην πολιτικός κρατούμενος στη Σοβιετική Ένωση Γιούλι Έντελσταϊν, ο υπουργός Οικονομικών Άβιντγκορ Λίμπερμαν, ο υπουργός Στέγασης Ζέεβ Ελκίν και ο υπουργός Δικαιοσύνης Γκιντεόν Σάαρ, έχουν δεσμούς με τους Ρώσους ολιγάρχες.
Το Ισραήλ βασίζεται στους δεσμούς εμπορίου και επενδύσεων με τη Ρωσία, εισάγοντας περίπου 1 δισ. δολάρια ρωσικού άνθρακα, σίτου, διαμαντιών και άλλων προϊόντων ετησίως, και εξάγοντας περίπου 718 εκ. δολάρια γεωργικών προϊόντων στη Ρωσία το 2020.
Καίρια, το Ισραήλ συντονίζει τις εκατοντάδες αεροπορικές του επιθέσεις στη Συρία με τη Ρωσία, επιτιθέμενο σε κυβερνητικές θέσεις, και μαχητές και εγκαταστάσεις που ανήκουν στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου και τις δυνάμεις του Ιράν, οι οποίες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση του καθεστώτος Άσαντ ενάντια στους οπλισμένους και εκπαιδευμένους από τα σουνιτικά κράτη του Κόλπου, την Τουρκία και τη CIA αντιπολιτευόμενους.
Για το Τελ Αβίβ, μια δημόσια καταδίκη και αντίθεση στην εισβολή και κατοχή της Ουκρανίας από τη Ρωσία, θα ερχόταν σε αντίθεση με τις δικές του διπλωματικές εκστρατείες ενάντια στο ηγούμενο από τους Παλαιστίνιους κίνημα Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυσης και Κυρώσεων, που αντιτίθεται στην κατοχή Παλαιστινιακών περιοχών από το Ισραήλ, αλλά και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που ερευνά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη βάρβαρη επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα το 2014, τον 15ετή αποκλεισμό του θύλακα και τη στρατιωτική κατοχή της Δυτικής Όχθης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο πρώην πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε στραφεί για στήριξη και εμπόριο σε ακροδεξιές και αυταρχικές κυβερνήσεις όπως αυτές της Βραζιλίας, της Ουγγαρίας, της Ουκρανίας, της Ινδίας, της Κίνας, των Φιλιππίνων και της Ρωσίας.
Οι πετρελαϊκοί μονάρχες του Κόλπου έχουν επίσης υπάρξει λιγότερο από ενθουσιώδεις για τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν. Τον θυμό τους έχουν προκαλέσει:
- Η έλλειψη στήριξης της Ουάσινγκτον στον Αιγύπτιο πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ κατά την Αιγυπτιακή επανάσταση το 2011
- Η αποτυχία του πολέμου δι’ αντιπροσώπων στην αλλαγή καθεστώτος στη Συρία
- Η έλλειψη απροκάλυπτης στήριξης για τον Σαουδικό πόλεμο ενάντια στους Χούθι, που ανέτρεψαν τη μισητή μαριονέτα του Ριάντ στην Υεμένη, τον πρόεδρο Αμπντραμπούχ Μανσούρ Χάντι — έναν πόλεμο που έχει μετατρέψει τη χώρα στη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή του πλανήτη
- Η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τη δημόσια διαμάχη των χωρών του Κόλπου το 2017 με το Κατάρ, το οποίο κατηγόρησαν ότι στηρίζει το Ιράν και τον εξτρεμισμό
- Η μεταχείριση του ντε φάκτο ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας, διάδοχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ως παρία για τη διαταγή δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της ΣΑ στην Κωνσταντινούπολη το 2018.
Και πάνω απ’ όλα:
- Τη φαινομενική πολιτική αποχώρηση του Μπάιντεν από τη Μέση Ανατολή — όπου η Σαουδική Αραβία και το Ιράν έχουν στηρίξει επί χρόνια αντιμαχόμενες πλευρές σε περιφερειακούς πολέμους και πολιτικές συγκρούσεις στον Λίβανο, το Ιράκ και τη Συρία — υπέρ της πολιτικής του «ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων» με την Κίνα και τη Ρωσία
- Τις προσπάθειες του Μπάιντεν να αναβιώσει την πυρηνική συμφωνία του 2015 με το Ιράν, το οποίο κατηγορούν ότι στηρίζει του ανήσυχους σιιτικούς πληθυσμούς τους.
Οι χώρες του Κόλπου έχουν προσπαθήσει να τερματίσουν τη συντριπτική τους εξάρτηση από τις ΗΠΑ και ε΄χουν στραφεί στη Ρωσία και την Κίνα για εμπόριο και επενδύσεις. Έχουν αρνηθεί τις απαιτήσεις των ΗΠΑ για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου που θα έριχνε τις τιμές στις διεθνείς αγορές.
Οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει να διαβεβαιώσουν πως η Ουάσινγκτον δεν θα συμφωνήσει με την απαίτηση του Ιράν να αρθεί η κατηγοριοποίηση του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης ως τρομοκρατική οργάνωση. Ούτε θα επιτρέψουν στην Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμα΄χων τους λαμβάνει χώρα εν μέσω των καταστροφικών οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, απειλώντας με ελλείψεις σιταριού και άλλων προϊόντων από την Ουκρανία και τη Ρωσία μία περιοχή που ήδη βράζει από δυσαρέσκεια, φτώχεια και ανισότητα.
Ο Μπλίνκεν, που συναντήθηκε επίσης με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς στη Δυτική Όχθη, αργότερα ταξίδεψε στη Ραμπάτ όπου συζήτησε το επίμαχο ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας. Εκεί, στη συνάντησή του την Τρίτη με τον ντε φάκτο ηγέτη των ΗΑΕ, επιχείρησε να διαβεβαιώσει τους μονάρχες του Κόλπου για την αποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να τους βοηθήσει να αμυνθούν απέναντι στις επιθέσεις από τους στηριζόμενους από το Ιράν Χούθι στην Υεμένη.
Μιλώντας ενόψει του ταξιδιού του στο γειτονικό Αλγέρι την επόμενη ημέρα, είπε πως θα συζητούσε τρόπους «για να ανακουφίσει ορισμένο από το βάρος που αυτός [ο πόλεμος] βάζει στους ανθρώπους σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή». Τα λόγια αυτά αποκωδικοποιούνται ως μία προσπάθεια να πείσει την Αλγερία να γίνει εναλλακτικός προς τη Ρωσία πάροχος αερίου, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση των συμμάχων των ΗΠΑ από τη Μόσχα για τις ανάγκες ενέργειάς τους και μειώνοντας επίσης τις τιμές του αερίου.