Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Κάτι τρομακτικό συνέβη στις 6 Ιανουαρίου του 2021 στην καρδιά της Αμερικής.
Όσοι παρακολούθησαν λεπτό προς λεπτό τις ζωντανές μεταδόσεις των μεγαλύτερων ειδησεογραφικών δικτύων είχαν αρχικά κάθε λόγο να πιστεύουν ότι δεν πρόκειται απλώς για το ξέσπασμα μιας ομάδας ακροδεξιών οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι πολυάριθμοι εισβολείς, που κινήθηκαν προς το Καπιτώλιο με την παρότρυνση του Προέδρου των ΗΠΑ, συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση από τις δυνάμεις περιφρούρησης του κτιρίου.
Οι πρώτες μη διασταυρωμένες πληροφορίες, μάλιστα, έκαναν λόγο για άρνηση του Υπουργείου Άμυνας να στείλει άμεσα την εθνοφρουρά για να ελέγξει την κατάσταση. Όσοι συνδύασαν τα γεγονότα με τις προηγούμενες δηλώσεις Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούν τη νίκη του Τζο Μπάιντεν, αλλά και με τις σαρωτικές αλλαγές προσώπων που είχε διατάξει ο Τραμπ στην ηγεσία του Πενταγώνου, άρχισαν εύλογα να μιλούν για πραξικόπημα.
Μερικές φορές όμως τα φαινόμενα απατούν. Όπως εξηγούσε ο καθηγητής πολιτικών επιστημών στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου, Άλεξ Καλίνικος, «ο λόγος για τον οποίο οι Δημοκρατικοί επέμεναν να το αποκαλούν πραξικόπημα ήταν γιατί έτσι παρουσιάζονται σαν προστάτες της συνταγματικής νομιμότητας».
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αν στη θέση των ακροδεξιών με τις προβιές βρίσκονταν μέλη του κινήματος Black Lives Matter ή οποιαδήποτε ομάδα από τους κολασμένους των αμερικανικών γκέτο, η αστυνομία θα τους είχε γαζώσει με αληθινά πυρά πριν πλησιάσουν την πόρτα του Καπιτωλίου. Αυτό όμως αποδεικνύει τον βαθύ φυλετικό (και εν τέλει ταξικό) ρατσισμό όλων των θεσμικών οργάνων του αμερικανικού κράτους – δεν αποτελεί απόδειξη για κάποιο οργανωμένο σχέδιο κατάληψης της εξουσίας. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να συνεχίσει τη θητεία του στηριζόμενος ακόμη και στη δύναμη των όπλων. Και πάλι όμως δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη πραξικόπημα χωρίς τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Η πραγματοποίηση μιας πολιτειακής εκτροπής επιχειρείται όταν ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου αισθάνεται ότι τα συμφέροντά του πλήττονται άμεσα από τους πολιτικούς που βρίσκονται στην εξουσία. Τότε και μόνο τότε προχωρά συντεταγμένα την προσπάθεια ανατροπής τους με ή χωρίς τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι φυσικά αστείο να υποθέσουμε ότι μια ξένη χώρα έχει τη δυνατότητα ή την πρόθεση να ανατρέψει την κυβέρνηση. Εξίσου «αστείο» όμως είναι να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιο τμήμα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που πιστεύει ότι ο Τζο Μπάιντεν θα απειλήσει τα συμφέροντα του. Αντίθετα οι ισχυρότεροι εκπρόσωποι του ρεπουμπλικανικού, οικονομικού κατεστημένου, όπως η Εθνική Ένωση Κατασκευαστών (το λόμπι των βιομηχάνων) είχε ήδη αναγνωρίσει τη νίκη του Μπάιντεν. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος πιο ριζοσπάστης πολιτικός, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, ίσως θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο εκδήλωσης κάποιου είδους πραξικοπήματος. Η μετάβαση όμως από τον Τραμπ στον Μπάιντεν δεν θα πλήξει τα συμφέροντα των ισχυρών, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι θα επιφέρει αλλαγές σε ότι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προστασία μειονοτήτων κ.ο.κ.
Το γεγονός όμως ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο δεν αποτελεί πραξικόπημα δεν την καθιστά λιγότερο τρομακτική. Οι εισβολείς είχαν πολλά από τα χαρακτηριστικά τα οποία χρησιμοποιεί ο Αμερικανός καθηγητής πολιτικών επιστημών, Ρόμπερτ Πάξτον, για να ορίσει τον φασισμό: «μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και τον εξαγνισμό». Σε αυτές τις συνθήκες συμπληρώνει ο Πάξτον «ένα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς η νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά».
Οι τραγοφόροι εισβολείς του Τραμπ, βέβαια, δεν εντάσσονται ακόμη σε ένα κόμμα μαζικής απήχησης (αφού απορρίπτουν και το ρεπουμπλικανικό κόμμα και δηλώνουν πίστη μόνο στον Τραμπ) ούτε έχουν εξασφαλίσει «αποτελεσματική συνεργασία» με παραδοσιακές ελίτ. Βρίσκονται όμως στο στάδιο που είχαν υπάρξει και οι πρώτοι πραιτοριανοί του Χίτλερ στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης: μα δύναμη κρούσης την οποία οι ελίτ θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν όταν αισθανθούν ότι διακυβεύονται πραγματικά τα συμφέροντά τους.
Όσο μεγαλώνουν οι οικονομικές ανισότητες, χωρίς να υπάρχουν ρεαλιστικές προτάσεις ανατροπής αυτής της κατάστασης, τόσο θα μεγαλώνουν και οι δεξαμενές στρατολόγησης τέτοιων στοιχείων. Το γεγονός όμως ότι το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ συστρατεύτηκε για να καταδικάσει την εισβολή στο Καπιτώλιο, αποδεικνύει ότι ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα να χρησιμοποιήσει αυτά τα εργαλεία. Όταν οι ομάδες κρούσης δεν θα σπάνε τις κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων, όπως συνέβη την Τετάρτη, αλλά θα κάνουν δηλώσεις σε αυτές, τότε οι πιθανότητες εκδήλωσης ενός φασιστικού πραξικοπήματος θα είναι πολύ μεγαλύτερες.
Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έχουν εξίσου μεγάλη συμβολική βαρύτητα με την 11η Σεπτεμβρίου. Εάν το 2001 η αμερικανική αυτοκρατορία συνειδητοποίησε ότι δεν είναι άτρωτη σε εξωτερικές επιθέσεις, αυτή την εβδομάδα πήρε μια πρόγευση της εικόνας που μπορεί να έχει η εσωτερική της κατάρρευση. Δυστυχώς η παρακμή των αυτοκρατοριών είναι πάντα μια περίοδος δραματικών διεθνών εξελίξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε εκατόμβες νεκρών.