Την παραίτησή του από το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου Ακρόπολης ανακοίνωσε ο ζωγράφος και ομότιμος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, Κυριάκος Κατζουράκης, με επιστολή του προς τα ΜΜΕ. Στην επιστολή αναφέρει τους λόγους της παραίτησής του, καταγγέλλοντας έργα στον βράχο της Ακρόπολης χωρίς εγκεκριμένες μελέτες και προβλέψεις.
Διαβάστε την επιστολή του Κυριάκου Κατζουράκη, που ακολουθεί:
ΩΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Είμαι μέλος του ΔΣ του μουσείου της Ακρόπολης και μιλάω για τα έργα που ξεκίνησε το ΥΠΠΟΑ πάνω στον βράχο, όχι ως ειδικός αλλά ως πολίτης με μακρά θητεία στον χώρο του πολιτισμού.
Προσπαθώ να περιγράψω τη θλίψη μου για την κακομεταχείριση της κοινής μνήμης μας και την απαξίωση κάποιων βασικών αρχών που κάποτε ούτε καν χρειαζόντουσαν λόγια για να κοινοποιηθούν, ήταν κοινωνικά αυτονόητα. Όπως η αίσθηση της ιστορίας και των παθών του λαού που ζωντάνευαν πάνω στον κακοτράχαλο βράχο – στα μάτια μου ιερός ως φορέας μνήμης και φορέας πολιτισμού – που η προσοχή μας στο δύσκολο βάδισμα πάνω στις πέτρες του, μας οδηγούσε στην κυριολεξία να σκύβουμε με προσοχή, να γινόμαστε ένα με τη δυσκολία του. Κι αυτό μας αναβάθμιζε σε κατ’ ουσία ερευνητές της ιστορίας των 2500 χρόνων του, γιατί δεν είναι μόνον οι ναοί του, οι Καρυάτιδες, τα αγάλματα, το θαύμα της «μη γεωμετρίας» του Παρθενώνα με τις οπτικές διορθώσεις. Είναι και η αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής, η σημαία του Σάντου και του Γλέζου, το τζαμί, ο βίαιος εκχριστιανισμός του, η ασεβής στάση των Άγγλων που το χρησιμοποίησαν σαν οχυρό, ο βομβαρδισμός του Μοροζίνι, οι μύθοι και η μυθοπλασία του, ο ενεργητικός ρεμβασμός των ερωτευμένων, η ληστεία του Ελγίνου, η ηρεμία που αποπνέει όταν σταθείς και κοιτάξεις τη θάλασσα χωρίς βιασύνη, χωρίς να σε εγκαλεί το καθήκον.
Τώρα πια το μέλλον είναι ακριβώς όπως το λέει ο Γκάτσος:
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Τώρα οι απερισκεψίες του ΥΠΠΟΑ συσσωρεύονται αβάσταχτα. Ανάπτυξη, ανάπτυξη:
Ο σταθμός Βενιζέλου, η πυρκαγιά στις Μυκήνες, η 50χρονη «ενοικίαση» αρχαιολογικού πλούτου, η περιφρόνηση των καλλιτεχνών, οι απ’ ευθείας αναθέσεις άνευ διαγωνισμών και ελέγχου, οι απίστευτες προτάσεις για ανεμογεννήτριες στους Δελφούς και στις αγιασμένες Κυκλάδες, η άγνοια του αισθητικού πλούτου των κορυφογραμμών, οι Δεσμώτες του Φαλήρου, η Ακρόπολη τώρα. Όλα δείχνουν το ποίημα του Γκάτσου ως προφητικό.
Στη διάρκεια των σπουδών μου στην ΑΣΚΤ 1963 – 68 και με την μεγάλη επιρροή του αρχιτέκτονα αδερφού μου Δημήτρη, που λάτρευε τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Άρη Κωνσταντινίδη, ήρθα σε επαφή με το έργο τους. Αμέσως γοητεύτηκα από την οικονομία των μέσων τους, από τις εφαρμογές του μπετόν με τη λιτή γραφή του Κωνσταντινίδη – αυτή η έρημη κατοικία στη Σαρωνίδα αξεπέραστο δείγμα συμβίωσης μοντερνισμού και ιστορικότητας – και φυσικά από τις αντίστοιχες εφαρμογές του Πικιώνη στην περιοχή της Ακρόπολης. Κυρίως ο σεβασμός του στην πέτρα, στο χώμα, στα δομικά υλικά, η τόλμη του ποτέ δεν ξεπερνούσε τα όρια του «μέτρον άριστον», η αγάπη του για το παρόν των ανθρώπων και το ότι ποτέ δεν έκρυψε το δέος που αισθανόταν για τον «βράχο» σαν αρχιτεκτονικό στοιχείο της Ακρόπολης.
Μου αφηγήθηκε ο αδερφός μου ένα περιστατικό: επισκέφτηκε τις εργασίες του Πικιώνη στην Ακρόπολη μια μέρα που είχε πεισμώσει με μια μεγάλη τετράγωνη πλάκα που τοποθετούσε – ήταν κάθε μέρα παρών μαζί με τους μαστόρους – σκυμμένος πάνω από τον μαρμαρά του έδινε οδηγίες: «χτύπα τη με το σφυρί τη γωνία, όχι εκεί στην άλλη γωνία, όχι όχι εκεί στη μέση, πιο λοξά το σφυρί, όχι έτσι σηκώνεται, στη κάτω γωνία με μικρές σφυριές, απ’ την άλλη τώρα, πιο δυνατά, πιο δυνατά» κάποια στιγμή ο μάστορας δίνει μια σφυριά σ’ ένα σημείο και ραγίζει η πέτρα με μια λοξή εγκάρσια ραγισματιά, «αυτό μπράβο… αυτό ήθελα» φώναξε ανακουφισμένος ο Πικιώνης που έγινε αυτό που ευχόταν. Μια ωδή στο τυχαίο! Βασικό εργαλείο; Υπομονή και επιμονή.
Δεν ξέρω γιατί αυτήν την φριχτή περίοδο της πανδημίας οι γιατροί και οι νοσηλευτές, με την αφοσίωσή τους στο επιστημονικό τους καθήκον, τη φροντίδα και τον σεβασμό τους για τους πάσχοντες, μου θυμίζουν εκείνη την εποχή. Ίσως γιατί διακρίνω σ’ αυτούς συμπεριφορές ξεχασμένες που όμως ποτέ δε σβήνουν από τη μνήμη μας, παραμένουν κάπου μέσα μας σαν μέτρο σύγκρισης, με τον τρόπο που σκύβουν πάνω στους αρρώστους με αυτοθυσία ρισκάροντας τη ζωή τους την ίδια, με μια θαυμάσια σχεδόν νεόφερτη ανιδιοτέλεια.
Κάπως έτσι έσκυβε ατέλειωτες ώρες ο Πικιώνης μαζί με τους μαστόρους και δουλεύανε με αφάνταστη προσοχή τα αρχαία μονοπάτια. Είχε καλή παρέα όμως, τον Εγγονόπουλο και τον Χατζηκυριάκο Γκίκα στη σχολή, τον Μόραλη, τον Κουν, τον Μάνο και τον Μίκη και καμία βιασύνη, μόνο υπομονή και σιγουριά διέκρινε το έργο όλης αυτής της γενιάς.
Σήμερα στο υπουργείο πολιτισμού δεν υπάρχει αυτό το χάρισμα της υπομονής. Προγραμματισμός σημαίνει μόνο υπομονή και στο ΥΠΠΟΑ αυτή απουσιάζει και έτσι το ιερατείο του υπουργείου αφοσιώνεται σε βιαστικά έργα βιτρίνας, επίδειξης και νεοπλουτισμού. Το θέμα είναι όμως βαθιά πολιτικό. Η προχειρότητα είναι μια σκυτάλη που περνάει από τον εντολέα στον εκτελεστή.
Είμαι ευγνώμων που λίγο πριν τη λήξη της θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης η Μαρία Βλαζάκη (γ.γ. τότε του υπουργείου) με πρότεινε για μέλος του ΔΣ στο μουσείο της Ακρόπολης. Εκεί μέσα γνώρισα μια ποιότητα που με ξάφνιασε. Συζητήσεις και πληροφορίες πολύτιμες με ευγένεια και επιστημοσύνη είναι η καθημερινότητα στις συνεδριάσεις μας. Αγάπησα κάποιους ιδιαίτερα και παρόλο που αντιπαθώ το κτίριο του μουσείου Ακρόπολης – ποτέ δεν το ένοιωσα σαν δικό μου – προσαρμόστηκα καλά λόγω της ποιότητας των συνεργατών.
Το τελευταίο διάστημα – συμπίπτει με το διάστημα του covid, εξ ου και η αναφορά μου στην πανδημία – άρχισα να μαθαίνω τις βασικές λεπτομέρειες για τα έργα της αναβάθμισης στην πρόσβαση της επιφάνειας του βράχου, με οπλισμένο σκυρόδεμα, με πλάτυνση του μονοπατιού του Τραυλού προς τον Παρθενώνα και με προοπτικές «ταρατσών» δε διάφορα σημεία της επιφάνειας. Και όπως ειπώθηκε από τον πρώην βοηθό του Τραυλού τον καθηγητή Τάσο Τανούλα, με βαρέα υλικά, χωρίς να έχει γίνει υδραυλική μελέτη, κάτι που είδαμε με τρόμο στις δυο τελευταίες πλημμύρες πάνω στο βράχο. Άκουσα τον ίδιο τον κο Τανούλα σε συνέντευξη στο ραδιόφωνο και ομολογώ ότι ταράχτηκα. Μια φωνή που εξέπεμπε μεγάλη ανησυχία για τη βιασύνη των έργων και φυσικά μεγάλη αγωνία για το μέλλον της Ακρόπολης. Σ’ αυτήν την αγωνία θέλω να προσθέσω και τη δική μου: η ανάπτυξη / εξέλιξη όπως εφαρμόζεται στο κορμάκι της Ακρόπολης είναι με μία λέξη επιπόλαια και μπορεί να εξελιχθεί σε εγκληματική. Και γίνεται μόνον για επίδειξη και για αύξηση επισκεπτών, δηλαδή εσόδων. Τα ΑΜΕΑ – το λένε και οι ίδιοι – κάλλιστα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν με απλά μέσα, κατάλληλα, ακίνδυνα, αισθητικά ωραιότερα – ακόμα και το αναβατόριο στο τείχος που αναβαθμίστηκε σε ασανσέρ είναι σαν κακό σπυρί στην πλάτη του τείχους.
Το ΥΠΠΟΑ είναι υπόλογο γι’ αυτήν την εξέλιξη. Δεν επιτρέπεται να γίνονται τέτοια έργα χωρίς να έχουν προηγηθεί εγκεκριμένες μελέτες και προβλέψεις. Όπως λέει ο κος Τανούλας:
«Η Ακρόπολη είναι ένα εμβληματικό μνημείο της ανθρωπότητας από τη Δύση μέχρι τα άκρα της Ασίας». Δεν είναι ένα απλό οίκημα που χρήζει επισκευών. Είναι ένα μπαλκόνι που ανήκει στον κόσμο. Κάθε έργο τέχνης, για να το απολαύσει ο άνθρωπος και να γίνει ο εαυτός του έργο τέχνης απαιτείται κόπος, τεράστιος κόπος. Ο θεατής εκπαιδεύεται, ενεργοποιεί τη δική του τρυφερότητα, την ανθρωπινότητα του, δεν καταναλώνει.
Λυπάμαι βαθύτατα που αναγκάζομαι να παραιτηθώ από μέλος του Δ.Σ. του μουσείου. Σε κάθε συνεδρίαση πήγαινα με χαρά που θα συναντούσα τους νέους φίλους μου, γεμάτους γνώση και αγάπη για τα απομεινάρια της ιστορίας του τόπου μας. Όμως φοβάμαι πολύ ότι – ειδικά στα επόμενα δίσεκτα χρόνια – αυτό το «εμβληματικό μνημείο της ανθρωπότητας», εις το όνομα της κακώς εννοούμενης τουριστικής ανάπτυξης, θα έχει ακόμη πιο δυσάρεστη συνέχεια.
Πρέπει να σταματήσουν τα έργα και να γίνει ενδελεχής μελέτη πιθανής αποκατάστασης, εφόσον είναι αναστρέψιμα.
Ναι, ευχολόγιο είναι, το ξέρω, αλλά θα ‘θελα να τραγουδήσω με πολύ κόσμο, δακρύζοντας και φωνάζοντας δυνατά προς το υπουργείο για την απερισκεψία του:
«Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.»
Κυριάκος Κατζουράκης, Ζωγράφος
Ομότ. καθηγητής Σχολή Καλών Τεχνών ΑΠΘ