Άρης Χατζηστεφάνου
Ανταπόκριση Τόκιο
Δεν υπάρχουν πολλές χώρες όπου μια ωραία πρωία μπορεί να συναντήσεις έναν μεσήλικα ντυμένο με τη στολή της ναζιστικής Βέρμαχτ. Πολύ περισσότερο εάν δίπλα του στέκονται συνομήλικοί του ντυμένοι σαν Ιάπωνες αξιωματικοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το φασιστικό «τσίρκο», όμως, στήνεται κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου στο κέντρο του Τόκιο, στον σιντοϊστικό ναό του Γιασουκούνι.
Οι Ιάπωνες εθνικιστές θυμούνται και θρηνούν κάθε χρόνο για την υπογραφή της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης και την έναρξη της αμερικανικής κατοχής μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και φέτος, που συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από την αποφράδα (γι’ αυτούς) ημέρα, είχαν φορέσει όλοι τα… καλά τους.
Λίγες δεκάδες μέτρα από τους «αξιωματικούς» έστεκαν οι Ιάπωνες «χρυσαυγίτες». Παραταγμένοι σε στρατιωτικό σχηματισμό, με το βλέμμα καρφωμένο κάπου στον ορίζοντα, κρατούσαν σημαίες της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Σε μικρή απόσταση μπορούσες να διακρίνεις βουλευτές του κυβερνώντος Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (LDP) αλλά και στελέχη της Γιακούζα, της διαβόητης ιαπωνικής μαφίας, που είχαν έρθει να αποτίσουν φόρο τιμής στα θύματά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους τελευταίους, ο ναός του Γιασουκούνι αποτελεί σημείο αναφοράς καθώς συμπυκνώνει τις αρχές της τυφλής υποταγής και της αφοσίωσης, που εκφράζει ο σιντοϊσμός, μαζί με τον ιαπωνικό, ακροδεξιό εθνικισμό.
Αυτό το μέρος σού προκαλεί φρίκη. Και δεν είναι τόσο οι γραφικοί φασίστες, με τις καλοσιδερωμένες στολές, όσο οι χιλιάδες Ιάπωνες επισκέπτες που περιμένουν επί ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο και την τρομακτική υγρασία για να τιμήσουν ορισμένους από τους πιο αιμοσταγείς εγκληματίες πολέμου της ανθρώπινης ιστορίας.
«Είστε από την Ελλάδα;» μου είπε με ενθουσιασμό ο «αξιωματικός» της Βέρμαχτ και έσπευσε να μου εκφράσει τον θαυμασμό του για τον ελληνικό πολιτισμό. «Από την Ελλάδα;» ρώτησε χαμογελώντας και ένας άλλος κύριος. Αυτός ήταν ντυμένος με πολιτικά και η ευγένεια στο πρόσωπό του τον έκανε να δείχνει ελαφρώς παράτερος σε αυτήν την Ντίσνεϊλαντ του εθνικισμού. Ο ίδιος, όμως, έσπευσε να διαλύσει αμέσως την εικόνα που είχα σχηματίσει. «Εγώ ήρθα να τιμήσω τον παππού μου», είπε σε σπαστά αγγλικά. «Ηταν καμικάζι. Σκότωνε Αμερικάνους».
Περπατώντας λίγα μέτρα μακρύτερα, προς το στρατιωτικό μουσείο που βρίσκεται δίπλα στον ναό, κατάλαβα γιατί είχε έρθει εδώ. Στην πύλη του μουσείου έστεκε περήφανο το άγαλμα ενός πιλότου και πίσω από μια τεράστια τζαμαρία ξεπρόβαλλε ένα από τα μαχητικά αεροσκάφη της ιαπωνικής πολεμικής αεροπορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν έχεις το θάρρος να περάσεις την πόρτα του μουσείου μαθαίνεις ότι οι «δυστυχείς» Ιάπωνες αναγκάστηκαν να εισέλθουν στον πόλεμο λόγω των συνεχών πιέσεων που δέχονταν από τους συμμάχους αλλά και της «προκλητικής» στάσης των Κινέζων στα εδάφη που τελούσαν υπό την ιαπωνική κατοχή.
Για να αντιληφθεί κανείς τον παραλογισμό όσων συμβαίνουν κάθε 15 Αυγούστου στον ναό του Γιασουκούνι, αρκεί να φανταστεί ένα μνημείο στο κέντρο του Βερολίνου, όπου Γερμανοί ναζί, ντυμένοι σαν αξιωματικοί των SS, αλλά και βουλευτές της Μέρκελ θα κυμάτιζαν τη σβάστικα, τιμώντας ανθρώπους όπως ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς ή ο Αϊχμαν.
Φυσικά, ο φασιστικός θίασος του Γιασουκούνι αποτελεί μια παραφωνία στο εσωτερικό της ιαπωνικής κοινωνίας. Πολλές φορές ομάδες αντιφασιστών έρχονται για να διαλύσουν τη σύναξη των εθνικιστών και συγκρούονται με την αστυνομία που προσπαθεί να σταθεί ανάμεσά τους. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σχεδόν το 70% των πολιτών ζητά να μην αλλάξει το περίφημο άρθρο 9 του Συντάγματος, που απαγορεύει την ανασύσταση των ενόπλων δυνάμεων οι οποίες είναι συνυφασμένες με τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό.
Οσο όμως η ιαπωνική κοινωνία καταδικάζει την επιστροφή του μιλιταρισμού τόσο αυτός επιστρέφει μέσα από θεσμικά παραθυράκια που ανοίγουν τα μέλη του LDP – του κόμματος που κυβερνά σχεδόν αδιάλειπτα τη χώρα από το 1955. Παρά τις συνταγματικές απαγορεύσεις η Ιαπωνία είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές όπλων παγκοσμίως. Ο πολεμικός προϋπολογισμός της αυξανόταν σταθερά επί μία δεκαετία ώστε να φτάσει στα 50 δισεκατομμύρια δολάρια – ποσό εξωφρενικό για μια χώρα που θεωρητικά δεν διαθέτει στρατό ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να τον χρησιμοποιήσει σε επιθετικές επιχειρήσεις.
O πρωθυπουργός Σίνζο Αμπε πασχίζει εδώ και χρόνια να καταργήσει το άρθρο 9 και ίσως να βρισκόταν πολύ πιο κοντά στον στόχο του αν ο κορονοϊός δεν είχε «προσβάλει» ανεπανόρθωτα τη δημοτικότητά του και τα σχέδιά του για πρόωρή προσφυγή στις κάλπες. Το όνειρο, λοιπόν, για την επιστροφή μιας Ιαπωνίας που θα προβάλλει όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη στρατιωτική ισχύ της, δεν προωθείται τελικά από τους γραφικούς ένστολους εθνικιστές στο Γιασουκούνι, αλλά από τα μαύρα κοστούμια του κυβερνώντος κόμματος.
Φεύγοντας από το μαυσωλείο της φρίκης αναρωτιόμουν πόσες από τις εικόνες που είδα ίσως να μην υπήρχαν εάν οι ΗΠΑ είχαν διαχειριστεί διαφορετικά την κατοχή της χώρας πριν από 75 χρόνια. Εάν ο στρατηγός ΜακΑρθουρ δεν είχε απελευθερώσει τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου, οι οποίοι ανακατέλαβαν την εξουσία μετά τον πόλεμο. Εάν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ δεν είχαν ξαναστήσει στα πόδια της τη Γιακούζα, την οποία χρησιμοποίησαν σαν τάγμα εφόδου απέναντι στα συνδικάτα και στα κόμματα της Αριστεράς. Εάν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν είχε «δημιουργήσει» το LDP για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του στην ανατολική Ασία.
Ιστορίες υπερβολικά γνώριμες για τη μεταπολεμική Ελλάδα, που απαιτούν αρκετά άρθρα και ίσως ένα μεγάλο ντοκιμαντέρ για να τις διηγηθείς.