Η εμμονή των ρατσιστών στην Ελλάδα με τη στοχοποίηση παιδιών μεταναστών και προσφύγων, και ιδιαίτερα με τη συμμετοχή αυτών στη δημόσια εκπαίδευση, φέρνει αλγεινές αναμνήσεις από όσα εγκληματικά διαπράχθηκαν στη Ναζιστική Γερμανία λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην καρτ ποστάλ που μπορείτε να δείτε παρακάτω, με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 1938 και γραμματόσημο του 3ου Ράιχ, υπάρχουν μηνύματα σε δύο γραφικούς χαρακτήρες. Ανήκουν στη Ρόζα Άπελ και στον γιο της Ρούντολφ (που υπογράφει ως Ντένι). Ο μικρός Ρούντολφ γράφει στον πατέρα του, Γιούλιους: «Πηγαίνω στο σχολείο τώρα, όπου είναι όλοι οι υπόλοιποι φίλοι μου, και μου αρέσει πολύ».
Εκ πρώτης όψεως το μήνυμα φαίνεται αθώο. Αποκτά, όμως, την πλήρη του σημασία, αν εξετάσουμε το πλαίσιο στο οποίο γράφεται. Διότι ο Ρούντολφ γράφει στον «Εβραίο υπό Προληπτική Κράτηση Γιούλιους Άπελ», έναν από τους 30.000 Εβραίους άνδρες που απελάθηκαν ή φυλακίστηκαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης έπειτα από τα πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1938.
Ο Ρούντολφ ενημερώνει τον πατέρα του ότι «τώρα πηγαίνει στο σχολείο». Όταν γράφτηκε η επιστολή ήταν 13 ετών. Είχε ξεκινήσει τη σχολική του σταδιοδρομία επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κι έπειτα από το δημοτικό, θήτευσε στο Γυμνάσιο Καρλ Φρίντριχ του Μανχάιμ. Εξαναγκάστηκε όμως να φύγει από αυτό το σχολείο.
Έπειτα από την ανάληψη της εξουσίας, οι Ναζί απομάκρυναν τους Εβραίους μαθητές από τα δημόσια σχολεία. Ο πρώτος νόμος με τον οποίο εφαρμόστηκε αυτή η πρακτική ήταν το «Καταστατικό για την καταπολέμηση του υπερπληθυσμού στα Γερμανικά Σχολεία και Πανεπιστήμια», που δημοσιεύτηκε στις 25 Απριλίου 1933. Υπό τον νόμο αυτόν, ο αριθμός των μαθητών «μη Άρειας» καταγωγής που φοιτούσαν σε ένα σχολείο περιορίστηκε στο 5%. Για τις νέες εγγραφές, το επιτρεπόμενο όριο μειώθηκε στο 1,5%. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόστηκε το ίδιο περίπου διάστημα με το «Καταστατικό για την Αναγέννηση της Δημόσιας Υπηρεσίας», με το οποίο αποκλείονταν με παρόμοιο τρόπο οι Εβραίοι δάσκαλοι και καθηγητές από το σχολικό σύστημα.
Έπειτα από τα πογκρόμ του Νοεμβρίου 1938, τη λεγόμενη «Νύχτα των Κρυστάλλων», η φοίτηση Εβραίων μαθητών σε δημόσια σχολεία απαγορεύτηκε εντελώς. Στις 15 Νοεμβρίου 1938, το Υπουργείο Επιστήμης και Εκπαίδευσης του Ναζιστικού κράτους εξέδωσε διαταγή η οποία δήλωνε: «έπειτα από τη μοχθηρή δολοφονία του Παρισίου [ΣτΜ.: του Γερμανού διπλωμάτη Ερνστ βομ Ραθ, από τον 17χρονο γεννημένο στη Γερμανία Πολωνό Εβραίο Χέρσελ Γκρίνζπαν] (…) είναι απαράδεκτο να περιμένουμε από οποιονδήποτε Γερμανό δάσκαλο να δίνει οδηγίες σε Εβραίους μαθητές. Θα πρέπει επίσης να είναι προφανές πως είναι απαράδεκτο για τους Γερμανούς μαθητές να κάθονται σε μια τάξη κοινή με Εβραίους». Η διαταγή συνέχιζε: «ο διαχωρισμός των φυλών στο σχολικό σύστημα έχει ήδη εφαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών (…) εντούτοις, παραμένει ένα κατάλοιπο Εβραίων παιδιών στα γερμανικά σχολεία, που εφεξής δεν θα επιτρέπεται να πηγαίνουν στο σχολείο μαζί με αγόρια και κορίτσια Γερμανών». Ήταν αυτή η διαταγή που ανάγκασε τον Ρούντολφ Άπελ να αποχωρήσει από το Γυμνάσιό του και να φοιτήσει στο Εβραϊκό Σχολείο του Μανχάιμ.
Ο Ρούντολφ και η οικογένειά του, κατάφεραν σταδιακά μέχρι το 1939 να μεταναστεύσουν από τη Γερμανία. Χιλιάδες παιδιά Εβραίων όμως, μαζί με τους γονείς τους, δεν είχαν τα μέσα και την ευκαιρία να το καταφέρουν. Τα Εβραϊκά σχολεία αντιμετώπιζαν ολοένα και περισσότερες δυσκολίες λειτουργίας, με αποκορύφωμα την πλήρη απαγόρευση λειτουργίας τους τον Ιούνιο του 1942, που συνοδεύτηκε με την απαγόρευση των παιδιών Εβραίων να φοιτήσουν σε οποιοδήποτε σχολείο, αλλά και να λάβουν οποιαδήποτε εκπαίδευση από «πληρωμένους ή απλήρωτους» δασκάλους. Ουσιαστικά, τα παιδιά Εβραίων αποκλείστηκαν εντελώς από τη διαδικασία της εκπαίδευσης.