Η πολύωρη παραμονή στα γραφεία σκοτώνει (κυριολεκτικά) τους εργαζόμενους, αλλά ταυτόχρονα μειώνει αισθητά την παραγωγικότητά τους.
Έχουν περάσει περίπου 90 χρόνια από την ημέρα που ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς παρουσίασε μια από τις πιο αποτυχημένες προβλέψεις στην ιστορία των Οικονομικών σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας». Μεταξύ άλλων υποστήριζε ότι έως το 2030 τα παιδιά των παιδιών του θα εργάζονταν μόνο 15 ώρες την εβδομάδα, αφού οι επιχειρήσεις θα μετέτρεπαν τη συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας σε ελεύθερο χρόνο.
Η αστοχία στην πρόβλεψη ξεκινά ήδη από τον τίτλο του δοκιμίου, αφού ο Κέινς δεν έκανε ποτέ παιδιά. Μάλιστα, ο συντηρητικός Βρετανός ιστορικός Νίαλ Φέργκιουσον είχε υποστηρίξει, με περισσή κακεντρέχεια, ότι ο Κέινς δεν ενδιαφερόταν για τις μακροχρόνιες συνέπειες των θεωριών του, καθώς ο ίδιος, ως ομοφυλόφιλος, δεν μπορούσε να έχει παιδιά, ώστε να ενδιαφέρεται για το μέλλον τους. Για την ιστορία, ο Φέργκιουσον αναγκάστηκε να απολογηθεί, καθώς το σχόλιό του ήταν όχι μόνο ακραία ομοφοβικό αλλά και ελαφρώς ανιστόρητο (ο Κέινς είχε εγκαταλείψει τους εραστές του ήδη από το 1925 για να παντρευτεί τη Ρωσίδα μπαλαρίνα Λίντια Λοπόκοβα).
Προφανώς, λοιπόν, ο πατέρας του κεϊνσιανισμού δεν απέτυχε στις προβλέψεις του επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά επειδή -αφελώς σκεπτόμενος- δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο καπιταλισμός θα συνέχιζε να αυξάνει τις εργάσιμες ώρες της εβδομάδας, παρά την τρομακτική αύξηση της παραγωγικότητας.
Δυστυχώς, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν, σε σχέση με το οκτάωρο που γνώρισε ο Κέινς, καταπίνοντας όχι μόνο τον ελεύθερο χρόνο αλλά ακόμη και τον χρόνο της ασθένειας ή των μετακινήσεων από και προς τη δουλειά. Οι Αγγλοσάξονες έχουν πλάσει τον όρο presenteeism («παρουσιασμός» ή αναποτελεσματική παρουσία στην εργασία) που αναφέρεται στους άρρωστους εργαζόμενους που παρουσιάζονται στη δουλειά, παρά το γεγονός ότι έχουν εξαιρετικά χαμηλή απόδοση και θέτουν σε κίνδυνο όλους τους συναδέλφους τους – και συνεπώς τη συνολική παραγωγικότητα της εταιρείας. Παρεμπιπτόντως, η πρόταση του βουλευτή της Ν.Δ. Κ. Κυρανάκη να χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι τα ρεπό τους (που θα κερδίζουν από απλήρωτη, υπερωριακή εργασία) για τις ημέρες που ασθενούν, αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη μεταφορά του φαινομένου του «παρουσιασμού» στην Ελλάδα.
Όπως εξηγούσε, όμως, ο καθηγητής Οικονομικών του πανεπιστημίου του Λιντς, Ντέιβιντ Σπένσερ, η κουλτούρα του presenteeism επεκτείνεται τώρα και στις μετακινήσεις, καθώς οι εργαζόμενοι προσπαθούν να απαντούν σε e-mails, να κάνουν επαγγελματικά τηλεφωνήματα ή μικροεργασίες από το κινητό ή το τάμπλετ. Η συγκεκριμένη πρακτική προσφέρει απλώς μια ψευδαίσθηση ωφέλιμης εργασίας, η οποία υποτίθεται ότι μειώνει τον φόρτο του γραφείου. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο Σπένσερ, δεν προσφέρει οικονομικά ανταλλάγματα, έχει ιδιαίτερα χαμηλή παραγωγικότητα, μπορεί να επιβαρύνει δυσανάλογα την υγεία και κυρίως δεν μειώνει τις ώρες ή την ένταση της εργασίας στο γραφείο.
Την ίδια ώρα, πρόσφατες έρευνες αποδεικνύουν ότι οι συνθήκες εργασίας, στην εποχή του «παρουσιασμού» συνδέονται με αυξημένα ποσοστά εγκεφαλικών και καρδιακών επεισοδίων αλλά και κατάθλιψης. Το 2018, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Τζέφρι Φέφερ, υπολόγισε ότι η πίεση στον χώρο εργασίας είναι η πέμπτη σημαντικότερη αιτία θανάτων στις ΗΠΑ, με 120.000 νεκρούς τον χρόνο. Πέρα από το ανθρώπινο κόστος το φαινόμενο αυτό επιβαρύνει κατά 8% τον προϋπολογισμό του συστήματος υγείας. Οι ίδιες αμερικανικές εταιρείες, δηλαδή, που προσέθεταν παιχνίδια και δωρεάν μαθήματα γιόγκα στα γραφεία, με πρόσχημα τη χαλάρωση των εργαζομένων, σκότωναν στην κυριολεξία αρκετούς από τους υπαλλήλους τους στη δουλειά.
Προφανώς (για να μιλήσουμε με τους όρους των αφεντικών), ένας νεκρός εργαζόμενος δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Μπορεί όμως να αντικατασταθεί σχετικά εύκολα με το επόμενο θύμα. Το πρόβλημα για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η συνεχής αύξηση των ωρών εργασίας και η μείωση των διακοπών ροκανίζει και την παραγωγικότητα της εργασίας. To χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Ιαπωνία, η οποία παρουσιάζει το χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας μεταξύ των G7, ενώ οι εργαζόμενοί της περνούν με διαφορά τον περισσότερο χρόνο στο γραφείο. Όσοι έχουν συνεργαστεί με στελέχη ιαπωνικών επιχειρήσεων, γνωρίζουν και εμπειρικά ότι θα χρειαστούν έως και 12 ώρες στο γραφείο για να ολοκληρώσουν μια εργασία, την οποία ο Αμερικανός συνάδελφός τους θα τελείωνε σε λίγες ώρες.
Πρόσφατη έρευνα που παρουσίασε το περιοδικό Wired αποδεικνύει ότι η μέγιστη απόδοση ενός υπαλλήλου γραφείου επιτυγχάνεται με πέντε ώρες εργασίας ημερησίως. Σε έρευνες, μάλιστα, που πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ παρατηρήθηκε ότι η απόδοση των υπαλλήλων αυξήθηκε έως και κατά 50% όταν εργάζονταν από τις οκτώ το πρωί έως τη μια το μεσημέρι.
Το πρώτο συμπέρασμα από αυτή την παρατήρηση είναι ότι αρκετές εταιρείες σκέφτονται σοβαρά να περιορίσουν την εργάσιμη ήμερα, όχι όμως προσλαμβάνοντας νέο προσωπικό, αλλά συμπιέζοντας τον όγκο της εργασίας μέσα στο πεντάωρο, όπου ο υπάλληλος διατηρεί πλήρως τη διαύγειά του. Αυτομάτως αυτό απειλεί να γιγαντώσει το χάσμα των ωρών εργασίας ανάμεσα στα λεγόμενα «λευκά κολάρα», που ίσως δουν τις ώρες στο γραφείο να μειώνονται, και στα «μπλε κολάρα», που θα συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι ολοκληρωτικής εξάντλησης.
Το βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη και πολύ περισσότερο η Ελλάδα αδυνατεί να ακολουθήσει ακόμη και αυτή τη συζήτηση, που διεξάγεται μεταξύ επιστημόνων και εργοδοτών στις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, όχι προς όφελος των εργαζομένων αλλά της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Το μόνο που θα πετύχει είναι μεσαιωνικές συνθήκες χαμηλής παραγωγικότητας.