οπλοποίηση αντισημιτισμού κακοί Εβραίοι

Η οπλοποίηση του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και οι «κακοί Εβραίοι»

Kείμενο: Τζόναθαν Κουκ*
Μετάφραση: Βάσω Παπή
Πηγή μετάφρασης: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Πρωτότυπος τίτλος: «Ο αντισημιτισμός ως προκάλυμμα για το πολιτικο-πολιτιστικό βασίλειο του τρόμου που έχει εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη»

Η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz δημοσίευσε μια συναρπαστική, εκτενή έκθεση η οποία σκιαγραφεί ένα ανησυχητικό στιγμιότυπο του πολιτικού κλίματος που διαμορφώνεται ταχύτατα σε ολόκληρη την Ευρώπη γύρω από το ζήτημα του αντισημιτισμού. Το άρθρο διαπιστώνει την ανάδυση ενός είδους πολιτιστικού, πολιτικού και διανοητικού «βασιλείου του τρόμου» στη Γερμανία, καθώς την προηγούμενη χρονιά, το κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα που εξισώνει την υποστήριξη της μη βίαιης εκστρατείας μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ (σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους που καταπιέζονται από το Ισραήλ) με τον αντισημιτισμό.

Το άρθρο αφορά τη Γερμανία, αλλά ο αναγνώστης αναπόφευκτα θα εντοπίσει ισχυρούς παραλληλισμούς με ό,τι συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Οι ίδιοι Ευρωπαίοι ηγέτες που πριν από μερικά χρόνια διαδήλωναν στους δρόμους του Παρισιού φωνάζοντας «Je suis Charlie» (για να υποστηρίξουν το «αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου» των λευκών Ευρωπαίων να προσβάλουν τους Μουσουλμάνους γελοιοποιώντας τον Προφήτη τους) τώρα, ο ένας μετά τον άλλον, απαγορεύουν την ελευθερία του λόγου όταν στρέφεται εναντίον του Ισραήλ, ενός κράτους που αρνείται να τερματίσει την πολεμική κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επανειλημμένα επιδείξει αξιοσημείωτη ετοιμότητα στην καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου των Παλαιστινίων και των αλληλέγγυων οργανώσεων, έτσι ώστε να μη θίγονται τμήματα της εβραϊκής κοινότητας.

Η κατάσταση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: οι Ευρωπαίοι Μουσουλμάνοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να θίγονται από προσβλητικές αναφορές σε μια θρησκεία με την οποία ταυτίζονται, αλλά οι Ευρωπαίοι Εβραίοι έχουν κάθε δικαίωμα να προσβάλλονται από την κριτική που ασκείται εναντίον ενός επιθετικού κράτους της Μέσης Ανατολής με το οποίο ταυτίζονται. Με άλλα λόγια, οι στρεβλές κοσμικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής επικρατούσας κουλτούρας τοποθετούν τώρα την ιερότητα ενός στρατιωτικοποιημένου κράτους, του Ισραήλ, πάνω από την ιερότητα μιας θρησκείας που αριθμεί ένα δισεκατομμύριο πιστούς.

Ενοχή εξ αντανακλάσεως

Δεν πρόκειται απλώς για δύο μέτρα και δύο σταθμά. Κανένα λεξικό δεν περιέχει τη λέξη που θα μπορέσει να εκφράσει την κλίμακα και το εύρος της υποκρισίας και της κακοπιστίας. Εάν ο Αμερικανοεβραίος διανοούμενος Νόρμαν Φίνκελσταϊν έγραφε τη συνέχεια του φορτισμένου βιβλίου του Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος (που έχει ως θέμα την κυνική χρησιμοποίηση του Ολοκαυτώματος ως εργαλείο με σκοπό τον πλουτισμό και την ισχυροποίηση ενός εβραϊκού οργανωσιακού κατεστημένου σε βάρος των πραγματικών επιζησάντων του Ολοκαυτώματος) μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να του δώσει τον τίτλο «Η Βιομηχανία του Αντισημιτισμού».

Στο κλίμα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και το οποίο απορρίπτει κάθε κριτική σκέψη γύρω από μεγάλα ζητήματα της δημόσιας ζωής, η παρατήρηση αυτή θα αρκούσε από μόνη της για να καταγγελθεί κάποιος ως αντισημίτης. Για τον λόγο αυτό, το δημοσίευμα της Haaretz, πολύ πιο γενναίο από οτιδήποτε μπορεί να διαβάσει κανείς σε βρετανικές ή αμερικανικές εφημερίδες, μιλάει χωρίς περιστροφές για το τι συμβαίνει στη Γερμανία. Το αποκαλεί «κυνήγι μαγισσών». Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Haaretz δηλώνει ότι ο αντισημιτισμός έχει πολιτικοποιηθεί και οπλοποιηθεί – ένα αυταπόδεικτο συμπέρασμα που μπορεί σήμερα να κοστίσει σε κάποιον την αποπομπή του από το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, ακόμα κι αν είναι Εβραίος.

Το άρθρο της Haaretz επισημαίνει δύο σημαντικές εξελίξεις στον τρόπο με τον οποίο ο αντισημιτισμός στη Γερμανία έχει, όπως διαπιστώνουν οι διανοουμένοι και οι παράγοντες του πολιτισμού στους οποίους κάνει αναφορά η εφημερίδα, «εργαλειοποιηθεί». Εβραϊκές οργανώσεις στη Γερμανία, όπως αναφέρει η εφημερίδα, οπλοποιούν ανοιχτά τον αντισημιτισμό όχι μόνο για να δυσφημήσουν τους δριμύτερους επικριτές του Ισραήλ, αλλά και για να εξοβελίσουν από τον δημόσιο λόγο και το πολιτισμικό πεδίο (μέσω ενός είδους «εξ αντανακλάσεως ενοχής για αντισημιτισμό») οποιονδήποτε τολμά έστω και να διανοηθεί να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ. Πολιτιστικοί σύλλογοι, φεστιβάλ, πανεπιστήμια, εβραϊκά ερευνητικά κέντρα, δεξαμενές πολιτικής σκέψης, μουσεία και βιβλιοθήκες εξαναγκάζονται να διερευνούν το παρελθόν όσων επιθυμούν να προσκαλέσουν σε εκδηλώσεις τους, φοβούμενοι ότι το παραμικρό εκ μέρους τους ολίσθημα εις βάρος του Ισραήλ μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τοπικές εβραϊκές οργανώσεις. Αυτό έχει προκαλέσει ένα τοξικό, παρανοϊκό πολιτικό κλίμα που αναπόφευκτα διαβρώνει κάθε πλαίσιο εμπιστοσύνης και δημιουργικότητας.

Όμως το παρόν κλίμα ψύχωσης έχει ακόμη πιο βαθιές προεκτάσεις. Το Ισραήλ, και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτό, έχει γίνει ένα τόσο εύφλεκτο θέμα, ικανό να καταστρέψει σταδιοδρομίες στη στιγμή, που οι περισσότεροι πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και πολιτιστικοί παράγοντες στη Γερμανία επιλέγουν σήμερα να το αποφεύγουν εντελώς. Το Ισραήλ μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε ό,τι επιδίωκαν οι υποστηρικτές του: ένα θέμα που κανείς δεν τολμά να αγγίξει.

Μια μελέτη περίπτωσης που παραθέτει η Haaretz είναι ο έγκριτος καθηγητής αρχαίων ιουδαϊκών και χριστιανικών σπουδών Peter Schäfer, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του διευθυντή του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου πέρυσι. Το έγκλημα του Schäfer, στα μάτια του εβραϊκού κατεστημένου της Γερμανίας, ήταν ότι η έκθεση για την Ιερουσαλήμ που διοργάνωσε αναγνώριζε τις τρεις θρησκευτικές παραδόσεις της πόλης, συμπεριλαμβανομένης και της μουσουλμανικής. Κατηγορήθηκε αμέσως για προώθηση «ιστορικών στρεβλώσεων» και καταγγέλθηκε ως «αντι-ισραηλιστής». Δημοσιογράφος της δεξιάς ισραηλινής Τζερούσαλεμ Ποστ, εφημερίδας η οποία συνεπικουρεί ενεργά την ισραηλινή κυβέρνηση στη λασπολογία κατά των επικριτών του Ισραήλ, επικοινώνησε με τον Schäfer με μια σειρά προβοκατόρικων μέιλ. Ανάμεσα στις ερωτήσεις που τέθηκαν ήταν και οι εξής: «Πήρατε το λάθος μήνυμα από το Ολοκαύτωμα;» και «Ισραηλινοί ειδικοί μου είπαν ότι διαδίδετε τον αντισημιτισμό – αληθεύει αυτό;».

Όπως παρατηρεί ο Schäfer,

«Η κατηγορία για αντισημιτισμό είναι ένα ρόπαλο που επιτρέπει σε κάποιον να καταφέρει θανάσιμα πλήγματα και, χωρίς αμφιβολία, τα πολιτικά στοιχεία που έχουν συμφέρον από κάτι τέτοιο το χρησιμοποιούν… Το προσωπικό του μουσείου μπήκε σιγά σιγά σε κατάσταση πανικού. Τότε, βέβαια, ξεκινήσαμε και τον έλεγχο του πρότερου βίου. Αυτό δηλητηρίαζε όλο και περισσότερο την ατμόσφαιρα και τη δουλειά μας».

Μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα που στοχοποιήθηκε από αυτές τις εβραϊκές οργανώσεις λέει στη Haaretz:

«Μερικές φορές σκέφτεσαι: “Να πάω σε αυτό το συνέδριο;” “Να προσκαλέσω αυτόν τον συνάδελφο;” Αυτό σημαίνει ότι για τις τρεις επόμενες εβδομάδες θα αντιμετωπίσω μια θύελλα επικρίσεων, ενώ χρειάζομαι αυτόν το χρόνο για να κάνω άλλα πράγματα για τα οποία πληρώνομαι σαν λέκτορας. Υπάρχει ένα είδος “προληπτικής υπακοής” ή “προκαταβολικής αυτολογοκρισίας”».

Βομβαρδισμός κλήσεων και πιέσεων

Αυτό που συμβαίνει στη Γερμανία δεν είναι διόλου ασυνήθιστο. Εβραϊκές οργανώσεις υποδαυλίζουν τέτοιες «θύελλες» –που σχεδιάζονται για να παραλύσουν την πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα όποιου ασκεί ακόμη και την πιο ήπια κριτική κατά του Ισραήλ– στα υψηλότερα επίπεδα διακυβέρνησης. Δεν με πιστεύετε; Σας παραπέμπω στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του Μπαράκ Ομπάμα όπου εξηγεί τις προσπάθειές που έκανε ως πρόεδρος των ΗΠΑ να περιορίσει την επέκταση των παράνομων εποικισμών του Ισραήλ. Από νωρίς προειδοποιήθηκε να υποχωρήσει, διαφορετικά θα ερχόταν αντιμέτωπος με την οργή του ισραηλινού λόμπι:

«Μέλη και των δύο κομμάτων ανησυχούσαν μήπως έρθουν σε σύγκρουση με την Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημόσιων Υποθέσεων (AIPAC). Όσοι επέκριναν υπερβολικά ηχηρά την ισραηλινή πολιτική διακινδύνευαν να χαρακτηριστούν ως “αντι-ισραηλινοί” (και ενδεχομένως αντισημίτες) και, στις επόμενες εκλογές, να έρθουν αντιμέτωποι με έναν καλά χρηματοδοτούμενο αντίπαλο».

Όταν, το 2009, ο Ομπάμα, παρά την προειδοποίηση, προχώρησε προτείνοντας ήπιο πάγωμα των παράνομων εποικισμών του Ισραήλ,

«Τα τηλέφωνα του Λευκού Οίκου άρχισαν να χτυπούν μανιωδώς, καθώς μέλη της ομάδας εθνικής ασφάλειας προωθούσαν κλήσεις από δημοσιογράφους, ηγέτες αμερικανοεβραϊκών οργανώσεων, επιφανείς υποστηρικτές, και μέλη του Κογκρέσου, που όλοι τους αναρωτιούνταν γιατί κατηγορούσαμε το Ισραήλ… αυτού του είδους οι πιέσεις συνεχίστηκαν για ένα μεγάλο διάστημα του 2009».

Όπως παρατηρεί επίσης:

«Ο θόρυβος που ενορχηστρώθηκε από τον Νετανιάχου είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να αναλώσει τον χρόνο μας, να μας βάλει σε θέση άμυνας και να μας υπενθυμίσει ότι οι φυσιολογικές πολιτικές διαφορές με έναν Ισραηλινό πρωθυπουργό –ακόμη και με κάποιον που ηγείται μιας εύθραυστης κυβέρνησης συνασπισμού– σήμαιναν την ανάληψη ενός πολιτικού κόστους το οποίο ήταν ανύπαρκτο όταν συνδιαλεγόμουν με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τον Καναδά ή με οποιονδήποτε από τους υπόλοιπους στενούς συμμάχους μας».

Αναμφίβολα, ο Ομπάμα δεν τόλμησε να καταγράψει το σύνολο των σκέψεών του για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου ή για τους Αμερικανούς λομπίστες που εργάζονταν για λογαριασμό του. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις του Ομπάμα δείχνουν ότι ακόμη και ένας πρόεδρος των ΗΠΑ, που υποτίθεται ότι είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον πλανήτη, στο τέλος κάμφθηκε από μια τέτοια ανελέητη επίθεση. Για τους ταπεινότερους εκ των θνητών αυτού του κόσμου, το τίμημα είναι πιθανότατα πολύ πιο βαρύ.

Καμία ελευθερία λόγου όταν πρόκειται για το Ισραήλ

Η ίδια κινητοποίηση του εβραϊκού παράγοντα για την άσκηση οργανωσιακής πίεσης– ενορχηστρωμένης, όπως σημειώνει ο Ομπάμα, από το Ισραήλ και τους υποστηρικτές του στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη– κατάφερε να δώσει τον τόνο στην πενταετή θητεία του Τζέρεμι Κόρμπιν ως ηγέτη του αριστερόστροφου Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας, ξαναβαφτίζοντάς τον, εν μία νυκτί σχεδόν, από πασίγνωστο αντιρατσιστή ακτιβιστή, σε αντισημίτη.

Είναι ο λόγος για τον οποίο ο διάδοχός του, σερ Κιρ Στάρμερ, ανέθεσε μέρος της οργανωτικής εποπτείας του Εργατικού Κόμματος σε θέματα εβραϊκού και ισραηλιτικού ενδιαφέροντος στο πολύ συντηρητικό Συμβούλιο Αντιπροσώπων των Βρετανών Εβραίων, ως έμπρακτη υιοθέτηση των «10 δεσμεύσεων» του Συμβουλίου από τον Στάρμερ.

Είναι εν μέρει ο λόγος για τον οποίο ο Στάρμερ πρόσφατα ανέστειλε την κομματική ιδιότητα του Κόρμπιν και, στη συνέχεια, αψήφησε την απαίτηση των μελών του κόμματος να αποκατασταθεί η θέση του στο κόμμα, αμέσως αφού ο Κόρμπιν εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι ισχυρισμοί περί αντισημιτισμού «μεγαλοποιήθηκαν για πολιτικούς λόγους», για να πλήξουν τον ίδιο και τον Εργατικό Κόμμα. (Ας σημειωθεί επίσης ότι ο δεξιός Στάρμερ χρησιμοποίησε πρόθυμα τον αντισημιτισμό ως πρόσχημα για την εξάλειψη της σοσιαλιστικής ατζέντας που ο Κόρμπιν είχε προσπαθήσει να επαναφέρει στο κόμμα.) Γι’ αυτό ο Στάρμερ έχει επιβάλει στις τοπικές οργανώσεις γενική απαγόρευση κάθε συζήτησης σε κομματικό επίπεδο για την αποπομπή του Κόρμπιν. Και, τέλος, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο σκιώδης υπουργός παιδείας των Εργατικών συντάχθηκε με το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα στο ζήτημα αυτό, απειλώντας τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα με διακοπή της χρηματοδότησής τους εάν αυτά επιτρέπουν την ελευθερία του λόγου σε ζητήματα που αφορούν το Ισραήλ εντός του χώρου του πανεπιστημίου.

Δύο είδη Εβραίων

Εντούτοις, το άρθρο της Haaretz θέτει άλλο ένα ζήτημα, κρίσιμο για την κατανόηση του πώς το Ισραήλ και το εβραϊκό κατεστημένο στην Ευρώπη πολιτικοποιούν τον αντισημιτισμό για να προστατεύσουν το Ισραήλ από την κριτική. Η πιθανή αχίλλειος πτέρνα της εκστρατείας τους είναι οι Εβραίοι διαφωνούντες, όσοι διαχωρίζονται από την υποτιθέμενη γραμμή της «εβραϊκής κοινότητας» και δημιουργούν χώρο σε άλλους (είτε Παλαιστινίους, είτε άλλους μη Εβραίους) να ασκήσουν κριτική στο Ισραήλ. Αυτοί οι Εβραίοι αντιφρονούντες κινδυνεύουν να χρησιμεύσουν ως υπενθύμιση ότι η αιχμηρή κριτική κατά του Ισραήλ δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να σπιλώνεται κάποιος ως αντισημίτης. Το Ισραήλ και οι εβραϊκές οργανώσεις, ωστόσο, έχουν επιδοθεί σε μια προσπάθεια υπονόμευσης αυτής της προσέγγισης προωθώντας μια –αντισημιτική, ας σημειωθεί– διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη Εβραίων: τους καλούς Εβραίους (που είναι αφοσιωμένοι στο Ισραήλ) και τους κακούς Εβραίους (που προδίδουν το Ισραήλ).

Η Haaretz αναφέρει ότι Εβραίοι αξιωματούχοι στη Γερμανία, όπως ο Φέλιξ Κλάιν, εντεταλμένος της γερμανικής κυβέρνησης για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού, και ο Γιόζεφ Σούστερ, πρόεδρος του Κεντρικού Εβραϊκού Συμβουλίου της Γερμανίας, επιτρέπεται να καθορίζουν όχι μόνο ποιος είναι αντισημίτης, χρησιμοποιώντας συνήθως ως κριτήριο την υποστήριξη προς το Ισραήλ, αλλά επίσης και να ορίζουν ποιοι είναι καλοί Εβραίοι (όσοι τους μοιάζουν πολιτικά) και ποιοι είναι κακοί Εβραίοι – όσοι διαφωνούν μαζί τους.

Παρά τη φρικώδη πρόσφατη γερμανική ιστορία μίσους κατά των Εβραίων, η γερμανική κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές, τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και πανεπιστήμια και πολιτιστικά ιδρύματα ενθαρρύνθηκαν από φυσιογνωμίες όπως ο Κλάιν και ο Σούστερ να εκδιώξουν Γερμανούς Εβραίους, ακόμη και Ισραηλινούς Εβραίους που ζουν και εργάζονται στη Γερμανία, από τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της χώρας. Όταν, για παράδειγμα, πέρυσι, μια ομάδα Ισραηλινών πανεπιστημιακών από σχολή καλών τεχνών του Βερολίνου πραγματοποίησε μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων για τον Σιωνισμό στον ιστότοπο της σχολής, ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος διακίνησε πολύ σύντομα την ιστορία ενός «σκανδάλου» σύμφωνα με το οποίο υποστηρικτές του μποϊκοτάζ είχαν λάβει χρηματοδότηση από τη γερμανική κυβέρνηση. Μερικές ώρες αργότερα, η σχολή κατέβασε τον ιστότοπο, ενώ το γερμανικό υπουργείο Παιδείας εξέδωσε ανακοίνωση που δήλωνε ότι δεν είχε χορηγήσει χρηματοδότηση. Η ισραηλινή πρεσβεία χαρακτήρισε επίσημα τις συζητήσεις που διοργάνωσαν οι εν λόγω Ισραηλινοί πολίτες ως «αντισημιτικές», και ένα γερμανικό ίδρυμα τεκμηρίωσης για τον αντισημιτισμό πρόσθεσε την ομάδα τους στον κατάλογο καταγραφής περιστατικών αντισημιτισμού.

Χαρακτηρίζονται «κάπο»

Η πολιτιστική και πολιτική ατμόσφαιρα στη Γερμανία έχει γίνει τόσο καταπιεστική, ώστε να προκαλέσει μια μικρής κλίμακας αντίδραση ανάμεσα σε προσωπικότητες του πολιτισμού. Κάποιοι τόλμησαν να δημοσιεύσουν επιστολή διαμαρτυρίας για τον ρόλο του Κλάιν, του εντεταλμένου για θέματα αντισημιτισμού. Η Haaretz αναφέρει:

«Ο τσάρος του αντισημιτισμού, όπως καταγγέλλει η επιστολή, λειτουργεί “σε συνέργεια με την ισραηλινή κυβέρνηση” σε μια προσπάθεια “να δυσφημιστούν και να φιμωθούν όσοι εναντιώνονται στις πολιτικές του Ισραήλ” και υποκινεί την “εργαλειοποίηση” που υπονομεύει τον πραγματικό αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό».

Φιγούρες όπως ο Κλάιν έχουν προσηλωθεί τόσο πολύ στην αντιμετώπιση της αριστερής, συμπεριλαμβανομένης της εβραϊκής, κριτικής κατά του Ισραήλ, που δεν έχουν αντιληφθεί πλήρως τον «μεγάλο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι Εβραίοι στη Γερμανία λόγω της αύξησης του ακροδεξιού αντισημιτισμού», υποστηρίζει η επιστολή.

Η ίδια εικόνα επικρατεί σε όλη την Ευρώπη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα, το οποίο θα έπρεπε να είναι ένας ασφαλής θύλακας για όσους ηγούνται του αντιρατσιστικού αγώνα, «εξυγιαίνεται» απομακρύνοντας τους Εβραίους που επικρίνουν το Ισραήλ και χρησιμοποιεί συκοφαντίες περί αντισημιτισμού ενάντια σε εξέχοντες αντιρατσιστές, ειδικά από άλλες καταπιεσμένες μειονότητες.

Χωρίς να το περιμένει, η Ναόμι Γουίμπορν-Ιντρίσι, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εβραϊκής Φωνής για την Εργασία, που στηρίζει τον Κόρμπιν, πρόσφατα αποκλείστηκε από το Εργατικό Κόμμα του Στάρμερ. Μόλις είχε εμφανιστεί σε ένα συγκινητικό βίντεο στο οποίο εξηγούσε τους τρόπους με τους οποίους εβραϊκές οργανώσεις χρησιμοποιούν τον αντισημιτισμό για να συκοφαντήσουν Εβραίους αριστερούς, όπως η ίδια, κατηγορώντας τους ως «προδότες» και «κάπο» –εμπρηστικά υβριστικός χαρακτηρισμός, όπως επισημαίνει η Γουίμπορν-Ιντρίσι, ο οποίος περιγράφει «Εβραίο τρόφιμο στρατοπέδου συγκέντρωσης που συνεργάστηκε με τις αρχές – άτομα που συνεργάστηκαν στην εξόντωση δικών τους ανθρώπων». Με τον αποκλεισμό της, ο Στάρμερ υιοθέτησε πλήρως την εκστρατεία που έχει αναλάβει το εβραϊκό κατεστημένο στη Βρετανία με σκοπό τον διασυρμό και την υποκίνηση αντιδράσεων κατά των αριστερών Εβραίων.

Νωρίτερα, ο Μαρκ Γουόντζγουορθ, διακεκριμένος μαύρος αγωνιστής κατά του ρατσισμού, βρέθηκε ο ίδιος αποκλεισμένος από τον Εργατικό Κόμμα όταν αποκάλυψε τις προσπάθειες της τότε βουλευτού των Εργατικών και πρώην Εβραίας αξιωματούχου στο Ισραηλινό λόμπι BICOM, Ρουθ Σμιθ, να εκμεταλλευτεί τα μέσα ενημέρωσης για την εκστρατεία της συκοφαντώντας τους αριστερούς πολιτικούς της αντιπάλους ως αντισημίτες.

Στο πλαίσιο της ταχύτατης διάβρωσης της κριτικής σκέψης σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που έχουν σκοπό να υπερασπιστούν θεμελιώδεις ελευθερίες, η Σμιθ διορίστηκε πρόσφατα διευθύντρια του έγκριτου οργανισμού που προασπίζεται την ελευθερία του λόγου Index on Censorship (Ευρετήριο Λογοκρισίας). Από τη θέση αυτή μπορεί τώρα να εργαστεί για να καταστείλει την κριτική εναντίον του Ισραήλ –και να επιτεθεί στους «κακούς Εβραίους»– με πρόσχημα την καταπολέμηση της λογοκρισίας. Στη νέα, ανεστραμμένη πραγματικότητα, λογοκρισία δεν θεωρείται η σπίλωση και φίμωση ενός «κακού Εβραίου» όπως η Γουίμπορν-Ιντρίσι, αλλά η κριτική κατά του Ισραήλ ως υπαίτιου για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, η οποία υποτίθεται ότι «λογοκρίνει» την ταύτιση των «καλών Εβραίων» με το Ισραήλ –και που τώρα θεωρείται συχνά ως έγκλημα «πρόκλησης προσβολής».

Ο βοσκός και ο λύκος

Το άρθρο της Haaretz συμβάλλει στην κατανόηση του πλαισίου στο οποίο συντελείται το σύγχρονο κυνήγι των μαγισσών του αντισημιτισμού στην Ευρώπη, το οποίο στοχοποιεί οποιονδήποτε επικρίνει το Ισραήλ, ή στέκει αλληλέγγυος προς τους καταπιεσμένους Παλαιστινίους, ή σχετίζεται με ανθρώπους που εκφράζουν παρόμοιες αντιλήψεις. Είναι προέκταση της προηγούμενης εκστρατείας του εβραϊκού κατεστημένου ενάντια στο «λάθος είδος Εβραίου», όπως περιγράφτηκε από τον Φίνκελστάιν στη Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος. Αυτή τη φορά όμως, οι εβραϊκές οργανώσεις παίζουν ένα πολύ μεγαλύτερο και επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι.

Η Haaretz δικαίως ανησυχεί για το γεγονός ότι οι ηγετικές φιγούρες του εβραϊσμού στην Ευρώπη όχι μόνο φιμώνουν τους απλούς Εβραίους, αλλά υποβαθμίζουν την έννοια –το στοιχείο του σοκ– του αντισημιτισμού μέσω αυτής ακριβώς της πολιτικοποίησής του. Οι εβραϊκές οργανώσεις κινδυνεύουν να αποξενώσουν την ευρωπαϊκή αριστερά, η οποία ιστορικά συντάχθηκε μαζί τους στον αγώνα ενάντια στο προερχόμενο από τη δεξιά μίσος κατά των Εβραίων. Οι Ευρωπαίοι αντιρατσιστές ξαφνικά συκοφαντούνται ως νεόκοποι νεοναζιστές και εξομοιώνονται μαζί τους.

Εάν όσοι υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και απαιτούν να δοθεί ένα τέλος στην καταπίεση των Παλαιστινίων αποκτήσουν την ταμπέλα του αντισημίτη, θα γίνει όλο και πιο δύσκολη η διάκριση μεταξύ του δήθεν (οπλοποιημένου) «αντισημιτισμού» από τα αριστερά και του πραγματικού μίσους κατά των Εβραίων από τα δεξιά. Όσοι συκοφαντούν περί αντισημιτισμού – και οι συνοδοιπόροι τους, όπως ο Κιρ Στάρμερ– είναι πιθανό να καταλήξουν να υποστούν το δικό τους σύνδρομο «του βοσκού και του λύκου».

Ή, όπως σημειώνει η Haaretz:

«Αυτό που ανησυχεί τους επικριτές του ψηφίσματος της Bundestag [του γερμανικού κοινοβουλίου] είναι το κατά πόσο η επέκταση της έννοιας του αντισημιτισμού ώστε να συμπεριλάβει την κριτική κατά του Ισραήλ μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη μάχη κατά του αντισημιτισμού. Σύμφωνα με το επιχείρημά τους, η ευκολία με την οποία απευθύνεται η κατηγορία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της ίδιας της έννοιας».

Η Βιομηχανία του Αντισημιτισμού

Αξίζει να προσέξει κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στη νέα Βιομηχανία του Αντισημιτισμού και στην προηγούμενη θεώρηση του Φίνκελστάιν για τη Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος. Στο βιβλίο του, ο Φίνκελστάιν χαρακτηρίζει τους «λάθος Εβραίους» ως ανθρώπους σαν τη μητέρα του, η οποία επέζησε από ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της έχασαν τη ζωή τους. Αυτοί οι επιζήσαντες Εβραίοι, υποστηρίζει ο Φίνκελστάιν, εκτιμήθηκαν από τη Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος μόνο στο βαθμό που χρησίμευσαν ως προωθητικό εργαλείο ώστε το εβραϊκό κατεστημένο να συσσωρεύσει περισσότερο πλούτο και πολιτιστική-πολιτική ισχύ. Κατά τα άλλα, τα θύματα αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία επειδή το πραγματικό μήνυμα του Ολοκαυτώματος –σε αντίθεση με την αναπαράστασή του όπως αυτή κατασκευάστηκε από την εβραϊκή ηγεσία– είχε καθολικό χαρακτήρα: πρέπει να αντιταχθούμε και να αγωνιστούμε ενάντια σε όλες τις μορφές ρατσισμού γιατί οδηγούν σε διώξεις και γενοκτονίες.

Αντίθετα, η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος προώθησε ένα παρτικουλαριστικό, ιδιοτελές μάθημα –ότι το Ολοκαύτωμα αποδεικνύει πως οι Εβραίοι είναι καταπιεσμένοι με έναν μοναδικό τρόπο και ότι, επομένως, αξίζουν μια μοναδική λύση: ένα κράτος, το Ισραήλ, στο οποίο τα δυτικά κράτη πρέπει να παραχωρήσουν μια μοναδική ελευθερία κινήσεων να διαπράττει εγκλήματα κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας. Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος –που πρέπει να διακρίνεται από τα πραγματικά γεγονότα του Ολοκαυτώματος– είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη διαιώνιση του φυλετιστικού, αποικιοκρατικού προγράμματος του Ισραήλ από το οποίο αντλεί την εκλογίκευσή της.

Ο «λάθος Εβραίος» εμφανίζεται ξανά, στη Βιομηχανία του Αντισημιτισμού. Αυτή τη φορά, το κυνήγι μαγισσών στοχοποιεί Εβραίους αριστερούς, Εβραίους που επικρίνουν το Ισραήλ, Εβραίους που αντιτίθενται στην κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, και Εβραίους που υποστηρίζουν το μποϊκοτάζ των παράνομων εποικισμών ή του ίδιου του Ισραήλ. Και πάλι, το πρόβλημα με αυτούς τους «κακούς Εβραίους» είναι ότι θέλουν να περάσουν ένα μάθημα καθολικότητας που λέει ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν τουλάχιστον το ίδιο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, στην αξιοπρέπεια και στην ασφάλεια, στην ιστορική τους πατρίδα, όπως και οι Εβραίοι μετανάστες, οι οποίοι διέφυγαν από τις επί ευρωπαϊκού εδάφους διώξεις εναντίον τους.

Σε αντίθεση με τους «κακούς Εβραίους», η Βιομηχανία του Αντισημιτισμού απαιτεί την εξαγωγή ενός παρτικουλαριστικού συμπεράσματος για το Ισραήλ –όπως ακριβώς είχε κάνει προηγουμένως η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος. Σύμφωνα με αυτό, η άρνηση ενός κράτους για τους Εβραίους σημαίνει να εγκαταλειφθούν ανυπεράσπιστοι απέναντι στον αιώνιο ιό του αντισημιτισμού. Σε αυτό το σκεπτικό, το Ολοκαύτωμα μπορεί να είναι μοναδικά αποτρόπαιο, αλλά πολύ απέχει από το να είναι μοναδικό αυτό καθαυτό. Οι μη Εβραίοι, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, είναι απόλυτα ικανοί να πραγματοποιήσουν άλλο ένα Ολοκαύτωμα. Επομένως, οι Εβραίοι πρέπει πάντα να προστατεύονται, πάντα να είναι σε επιφυλακή, πάντα να έχουν τα όπλα τους (στην περίπτωση του Ισραήλ, τις πυρηνικές τους βόμβες) εύκαιρα.

Το συγχωροχάρτι του Ισραήλ

Αυτή η άποψη, βεβαίως, παραβλέπει ή περιθωριοποιεί άλλα θύματα του Ολοκαυτώματος (Ρομά, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλους) και άλλα είδη ρατσισμού. Επιδιώκει τη δημιουργία μιας ιεραρχίας ρατσισμών, ενός ανταγωνισμού μεταξύ τους, όπου το μίσος για τους Εβραίους βρίσκεται στην κορυφή. Έτσι καταλήγουμε σε έναν παραλογισμό: ο αντι-Σιωνισμός, ο οποίος, από παρερμηνεία, θεωρείται αντίθετος προς τη διάθεση ενός τόπου καταφυγής και εγκατάστασης στους Εβραίους, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτό που απορρίπτει είναι ένα εθνικό, αποικιοκρατικό κράτος που καταπιέζει τους Παλαιστινίους, να ισοδυναμεί με τον αντισημιτισμό.

Με πρωτοφανή τρόπο, εξηγεί το άρθρο της Haaretz, οι Γερμανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι καταπιέζουν τους «κακούς Εβραίους», υποκινούμενοι από εβραϊκές οργανώσεις, για να αποτρέψουν, όπως θεωρούν, την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς και των νεοναζί. Η κριτική εναντίον του Ισραήλ που ασκούν οι «κακοί Εβραίοι» δεν απορρίπτεται απλώς ως ιδεολογικά επισφαλής ή έξω από κάθε λογική, αλλά μετατρέπεται σε απόδειξη ότι αυτοί οι Εβραίοι συνεργούν με όσους μισούν τους Εβραίους, ή τουλάχιστον τους δίνουν τροφή. Με αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και μεγάλο μέρος της Ευρώπης καταλήγουν να δικαιολογούν τον αποκλεισμό από τον δημόσιο χώρο του «λάθος Εβραίου» –όποιου υποστηρίζει καθολικές αρχές προς όφελος όλων. Αυτή, φυσικά, είναι και η επιθυμία του Ισραήλ, γιατί, ριζωμένο καθώς βρίσκεται σε μια ιδεολογία εθνοτικής αποκλειστικότητας ως «εβραϊκό κράτος», απορρίπτει αναγκαστικά μια καθολική ηθική.

Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι η απεικόνιση μιας αρχής που βρίσκεται στην καρδιά της κρατικής ιδεολογίας του Σιωνισμού του Ισραήλ: το Ισραήλ έχει ανάγκη τον αντισημιτισμό. Το Ισραήλ θα έπρεπε, κυριολεκτικά, να είχε επινοήσει τον αντισημιτισμό εάν αυτός δεν υπήρχε. Δεν πρόκειται για υπερβολή. Η ιδέα ότι ο «ιός του αντισημιτισμού» παραμένει σε ημι-αδρανή κατάσταση σε κάθε μη Εβραίο περιμένοντας την ευκαιρία να αλώσει τον ξενιστή του, είναι το βασικό σκεπτικό του Ισραήλ. Αν το Ολοκαύτωμα ήταν ένα εξαιρετικό ιστορικό γεγονός, αν ο αντισημιτισμός ήταν μια παλαιά μορφή ρατσισμού η οποία, στη σύγχρονη αναζωπύρωσή της, ακολουθούσε το προβλεπόμενο μοτίβο των εκδηλώσεων προκατάληψης και μίσους που είναι γνώριμο σε όλες τις μορφές ρατσισμού, από την αντι-μαύρη μισαλλοδοξία έως την ισλαμοφοβία, το Ισραήλ δεν θα ήταν απλώς περιττό, αλλά ένα απoτρόπαιο ανοσιούργημα – εφόσον έχει συσταθεί εκτοπίζοντας και κακοποιώντας μια άλλη εθνοτική ομάδα, τους Παλαιστινίους.

Ο αντισημιτισμός είναι το συγχωροχάρτι του Ισραήλ. Ο αντισημιτισμός χρησιμεύει για να εξιλεώσει το Ισραήλ από τον δομικά ενσωματωμένο στην κρατική του σύσταση ρατσισμό, ο οποίος θα ήταν αδύνατο να παραβλεφθεί αν το Ισραήλ στερούνταν του αντιπερισπασμού που παρέχει ο οπλοποιημένος αντισημιτισμός.

Ένας κενός χώρος

Το άρθρο της Haaretz προσφέρει πραγματική υπηρεσία όχι μόνο γιατί υπενθυμίζει ότι υπάρχουν «κακοί Εβραίοι», αλλά και γιατί τους υπερασπίζεται –κάτι που τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης δεν είναι πλέον πρόθυμα να κάνουν. Το να υπερασπίζεσαι «κακούς Εβραίους» όπως η Ναόμι Γουίμπορν-Ιντρίσι σημαίνει να σπιλώνεσαι με το ίδιο μελανό στίγμα του αντισημιτισμού στον οποίο αποδόθηκε η αποβολή αυτών των Εβραίων από τον δημόσιο χώρο. Η Haaretz καταγράφει την προσπάθεια που καταβάλλουν μερικά γενναία πολιτιστικά ιδρύματα στη Γερμανία να διαμαρτυρηθούν, να κρατήσουν τις γραμμές άμυνας απέναντι σε αυτόν τον νέο μακαρθισμό. Η αντίστασή τους μπορεί να αποτύχει. Εάν αυτό συμβεί, ενδέχεται να μην το αντιληφθείτε ποτέ.

Όταν οι «κακοί Εβραίοι» διασυρθούν επαρκώς και εξαναγκαστούν σε σιωπή, όπως συνέβη σε μεγάλο βαθμό και στους Παλαιστινίους και στους αλληλέγγυους με τον αγώνα τους‧ όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα έχουν διαγράψει από τις διαδικτυακές τους πλατφόρμες τους λογαριασμούς των επικριτών του Ισραήλ με την αιτιολογία ότι μισούν τους Εβραίους‧ όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα θα έχουν επιβάλει αυτή τη σιωπή τόσο απόλυτα που δεν θα χρειάζεται πλέον να στιγματίσουν κανέναν ως αντισημίτη, επειδή αυτοί οι «αντισημίτες» θα έχουν εξαφανιστεί‧ όταν η εβραϊκή «κοινότητα» θα μιλά πλέον με μια φωνή, επειδή οι άλλες φωνές της θα έχουν εξουδετερωθεί‧ όταν πια ολοκληρωθεί το έργο της λογοκρισίας, δεν θα το μάθετε.

Κανένα αρχείο δεν θα έχει καταγράψει ό,τι χάθηκε. Το μόνο που θα υπάρχει θα είναι ένας κενός χώρος, ένας άγραφος πίνακας, εκεί όπου κάποτε γινόταν διάλογος για τα εγκλήματα του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων. Αυτό που θα ακούτε αντ’ αυτού είναι μόνο ό,τι το Ισραήλ και οι σύμμαχοί του θέλουν να ακούτε. Θα βρίσκεστε σε μακάρια, πλήρη άγνοια.

*Ο Τζόναθαν Κουκ είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Ναζαρέτ και κάτοχος του δημοσιογραφικού βραβείου Μάρθα Γκέλχορν.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ