του Λεωνίδα Βατικιώτη
Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ
Η οικονομική φτώχεια που φέρνουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ και η πολιτική φτώχεια της Αριστεράς
Όταν φθάνουν ακόμη και Γαλλία, Ιταλία να δηλώνουν την αντίθεσή τους στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι δηλώσεις της Αθήνας περί ικανοποίησης επειδή υποτίθεται ότι προβλέπει μία κάποια χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, μόνο μειδιάματα προκαλούν. Είναι η παραδοσιακή ελληνική πρακτική της ανεπιφύλακτης αποδοχής των ευρωπαϊκών όρων που έχει καταδικάσει την Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ η οποία δεν έχει συνέλθει ακόμη από τη δημοσιονομική κρίση και το ΑΕΠ της υπολείπεται κι όσων πέτυχε τη δεκαετία του 2000 – που και τότε ουραγός ήταν.
Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο ουδόλως ανησυχεί την κυβέρνηση ή το κεφάλαιο. Ούτε και ότι το 2022 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας αρνητικό ρεκόρ 12ετίας! Μόνο τη χρονιά που πέρασε η αύξηση του ελλείμματος ήταν της τάξης των 8 δισ. ευρώ, οφειλόμενη στην αρκετά μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο.
Από την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού, τα κέρδη ρεκόρ ύψους 8,9 δισ. ευρώ που εξασφάλισαν οι 129 εισηγμένες εταιρείες το 2022, ισοδυναμούν με τη δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, μετά τα 11,3 δισ. ευρώ που κέρδισαν οι εισηγμένες του 2007. Το ρεκόρ της αφρόκρεμας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι άξιο προσοχής για δυο κυρίως λόγους.
Κατ’ αρχάς επειδή η σύμπτωση της έκρηξης κερδών με την φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δείχνει τον ένοχο των ανατιμήσεων. Πίσω από τα αυξημένα κέρδη κρύβονται οι αυξήσεις τιμών. Μάρτυρας τα κατορθώματα των δύο διυλιστηρίων, ΕΛΠΕ του Λάτση και Μότορ Όιλ του Βαρδινογιάννη, που εμφάνισαν καθαρή κερδοφορία 1 δισ. ευρώ έκαστο. Όσο κάθε εργατικό νοικοκυριό ερχόταν σε απόγνωση βλέποντας τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, τόσο η αστική τάξη άνοιγε σαμπάνιες για τα μυθικά της κέρδη.
Κατά συνέπεια, η μείωση – ρεκόρ του πραγματικού μισθού στην Ελλάδα μεταξύ 2022 και 2021, κατά 7,4% (μόνο η Εσθονία μας ξεπέρασε!) όπως καταγράφηκε από τον ΟΟΣΑ δεν οφείλεται ούτε σε τυχαία ούτε σε φυσικά φαινόμενα…
Δεύτερο, επειδή το ρεκόρ κερδών δείχνει ότι ακόμη και σε ένα φθίνον μακροοικονομικό περιβάλλον, με ελάχιστες επενδύσεις που κι αυτές τοποθετούνται πρωτευόντως στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων – τη χαρά της αρπαχτής δηλαδή – το κεφάλαιο μπορεί να θάλλει, μένοντας αδιάφορο για τους φθίνοντες μακροχρόνιους όρους αναπαραγωγής. Κι όσο θα απουσιάζουν οι όροι μιας σταθερά διευρυμένης αναπαραγωγής τόσο πιο αναγκαία γίνεται μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με αποστολή να δίνει το πράσινο φως για υπερκέρδη από ανατιμήσεις.
Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον θα γίνει ακόμη πιο δυσμενές και η φτώχεια ακόμη πιο μεγάλη αν υιοθετηθεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που έθεσε προς συζήτηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2024. Εντός του 2023 κι ενώ θα είναι ακόμη σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής που τέθηκε σε εφαρμογή για να αντιμετωπιστεί η κρίση της πανδημίας, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα οριστικοποιηθούν και θα αποφασιστούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα ψηφιστούν από το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο αναλογεί ο ρόλος της… γλάστρας που ψηφίζει.
Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει μια νέα αρχή, που έχει προκαλέσει έναν μικρό εκνευρισμό στο Τέταρτο Ράιχ και τον παραδοσιακό του σύμμαχο, την Ολλανδία. Υποκαθιστά το άκαμπτο και κοινά αποδεκτό πολυμερές πλαίσιο των σιδερένιων και κοινά συμφωνημένων κανόνων του Μάαστριχτ, με διμερείς συμφωνίες που θα υπογράφει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κάθε κράτος – μέλος. Στο νέο αυτό πλαίσιο το κέντρο βάρους μεταφέρεται στις γραπτές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων προς την Κομισιόν.
Η αλλαγή αυτή είναι εν μέρει δικαιολογημένη και επιβεβλημένη. Τι στ’ αλήθεια νόημα έχουν οι συνεχείς έλεγχοι για τα «σιδερένια» υποτίθεται κριτήρια του Μάαστριχτ (όριο 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% στο δημόσιο χρέος) τα οποία ενσωματώθηκαν ατόφια στο Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ παρανομεί εδώ και χρόνια και μια μικρή μειοψηφία – η ίδια κάθε χρόνο – συμμορφώνεται πλήρως ακόμη και σε περιόδους κρίσης;
Κυρίως όμως η συζητούμενη αλλαγή είναι ήσσονος σημασίας, επειδή αφορά τον τρόπο επίτευξης των στόχων κι επ’ ουδενί την αναγκαιότητα επίτευξής τους ή όχι. Τα όρια του 3% και του 60% παραμένουν αμετακίνητα και γι’ αυτό στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους προβλέπει, για πρώτη φορά μετά από 3 συναπτά έτη, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,67 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ, με έναν πολύ χαμηλό μάλιστα προβλεπόμενο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,8%. Γ’ αυτό επίσης το υπουργείο Οικονομικών επιδίδεται στη γνωστή του τέχνη της απόκρυψης της άσχημης πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας όπως αποκάλυψε ο πρώην αρμόδιος υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος.
Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει επίσημα δύο πρωτοτυπίες, υπό το βάρος της αύξησης του δημόσιου χρέους μετά την πανδημία.
Η πρώτη αφορά τις συμφωνίες που θα συνάπτει κάθε «δημοσιονομικά παραβατικό» κράτος – μέλος της ΕΕ με την ίδια την Επιτροπή, στους όρους των οποίων θα προβλέπονται ο ρυθμός και τα μέσα επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η συμφωνία θα έχει διάρκεια 4 ετών και θα μπορεί να επιμηκυνθεί για 3 έτη ακόμη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι χρηματοδοτήσεις εξαρτώνται από τη συμμόρφωση του κράτους – μέλους προς τους δημοσιονομικούς στόχους.
Έτσι, η Επιτροπή αποκτά το δικαίωμα σε περίπτωση απόκλισης να κόβει αδιακρίτως κονδύλια, κι ας χρηματοδοτούν την κοινωνική πολιτική…
Η δεύτερη αλλαγή αφορά το ύψος του δημόσιου χρέους που θα πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο σε όσα κράτη μέλη υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Μέχρι τώρα η δέσμευση ήταν για μείωση κατά 1/20 ετησίως σε εκείνο το μέρος που ξεπερνάει το ιερό κι απαραβίαστο όριο. Εν τω μεταξύ κανείς 30 χρόνια τώρα δεν μας έχει εξηγήσει γιατί η διαχωριστική γραμμή του «καλού» χρέους από το «κακό» έχει τεθεί σε αυτό το όριο κι όχι στο 50% ή στο 70% ή στο 80% του ΑΕΠ… Ο στόχος της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά 1/20 ήταν πολύ φιλόδοξος για να είναι επιτεύξιμος για τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κοινώς ανεφάρμοστος! Γι’ αυτό έπρεπε να αλλάξει.
Η πρόταση που κατέθεσαν οι ανεξέλεγκτοι κι αργυρώνητοι αργόσχολοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι το χρέος πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως (κι όχι 5%) σε εκείνο το κομμάτι που υπερβαίνει το 60% για όλες τις χώρες μάλιστα με χρέος άνω του 60% κι όχι μόνον για εκείνες που έχουν τεθεί στην επιτηρητική Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος. Πιθανά αυτή η διεύρυνση να ενόχλησε τη Γερμανία που πλέον έχει χρέος 67% του ΑΕΠ της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία στο μέλλον τόσο λόγω της κρίσης και του μοιραίου υποβιβασμού της εξ αιτίας της διακοπής των σχέσεων της με τη Ρωσία, όσο και λόγω των αυξανόμενων στο εξής πολεμικών δαπανών.
Η ΕΕ μάλιστα ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…
Σε κάθε περίπτωση η προαναφερθείσα μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου κρίθηκε υποδεέστερη της αναμενόμενης και απορρίφθηκε ακόμη κι από Γαλλία, Ιταλία. Το ενδιαφέρον τους εξηγείται επειδή μετά την πανδημία η αύξηση του χρέους ήταν μεγαλύτερης στις χώρες της περιφέρειας σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.
Η μεν πρώτη επειδή ο στόχος του ελλείμματος 3% παραμένει, δημιουργώντας ασφυξία στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η δε Ιταλία επειδή το αίτημα της να εξαιρεθούν οι επενδύσεις από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να δοθεί μια γερή ώθηση στη συσσώρευση του κεφαλαίου έπεσε στο κενό.
Καμιά ωστόσο χώρα δεν έθεσε στο επίκεντρο τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις που θα σημάνει η παραμονή ακόμη και στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο των ορίων μείωσης του ελλείμματος και του χρέους 3% και 60% ακόμη κι αν οι τρόποι επίτευξης τους μεταβληθούν! Γιατί είναι σίγουρο πώς όσο παραμένουν τα παραπάνω όρια, τόσο οι χρηματοδοτήσεις στην υγεία, την παιδεία και τις δημόσιες υποδομές θα συρρικνώνονται. Η δε αλλαγή του πλαισίου συμφωνίας από πολυμερές σε διμερές, ανοήτως ανησυχεί τη Γερμανία ότι θα δώσει χώρο σε αδιαφανείς πολιτικές συμφωνίες. Αρκεί μια ματιά στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2018 για να πειστεί κι ο πιο καχύποπτος πώς η «ιδιοκτησία» των προγραμμάτων λιτότητας, κατά την ορολογία του ΔΝΤ που αντιγράφει ακέραια τώρα η ΕΕ, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα εκβιασμού με τις χρηματοδοτήσεις, που μετατρέπονται άλλοτε σε μαστίγιο και άλλοτε σε καρότο, αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων να πλειοδοτήσουν σε μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης της κοινωνίας.
Η Αριστερά απέναντι στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καν μια ανακοίνωση να αποδοκιμάσει το νέο και υπό διαμόρφωση ακόμη πλαίσιο, δηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να προσαρμοστεί αναντίρρητα στις προδιαγραφές του, όποτε κερδίσει τις εκλογές. Η ανάγκη διαφοροποίησης του ΣΥΡΖΑ από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη επειδή ισοδυναμεί με την ακύρωση ακόμη κι αυτών των ρηχών εξαγγελιών του, που δεν σηματοδοτούν καμιά βελτίωση στη θέση των εργαζομένων. Την περίοδο 2015 – 2019 άλλωστε έδειξε ότι δεν διστάζει να υλοποιήσει καμιά απαίτηση της ΕΕ αν πρόκειται να εξασφαλίσει το χρίσμα της. Γιατί να μην το επαναλάβει και τώρα;
Την έκπληξη πάντως εδώ την είδαμε από το νεοπαγές σχήμα «ΜΕΡΑ 25 Συμμαχία για τη Ρήξη». Κι ήταν έκπληξη αρνητική. Από την ίδρυση του ΜΕΡΑ 25 η ηγεσία του κατέβαλε μια επίμονη προσπάθεια να απαλλαγεί από τα βαρίδια του πρώτου εξαμήνου του 2015: Ευθύνη για συμφωνία 20ης Φεβρουαρίου, αποδοχή 70% των μνημονίων, κοκ. Αυτή η απομάκρυνση θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν συνοδευόταν από μια άλλη αντίληψη για τις υποκείμενες αιτίες. Είναι άλλο ένα να λες «δεν ήξερα τον χαρακτήρα της ΕΕ, έσφαλα και τώρα αντιπαλεύω την ΕΕ γιατί θα μας στριμώξουν ξανά στα σχοινιά», κι άλλο «δεν μπορούσα να προβλέψω τις συνέπειες», όταν μάλιστα ένα αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά δυναμικό προέβλεπε από το 2010 ακόμη ότι το ερώτημα ήταν «δραχμή ή μνημόνια». Εντός του ευρώ και της ΕΕ τα μνημόνια ήταν αναπόδραστα, όπως αποδείχτηκε. Το δε «σκίσιμο των Μνημονίων» ισοδυναμούσε με έξοδο από ευρώ και ΕΕ…
Και σήμερα μάλιστα οι μύδροι κατά των Μνημονίων όσο οι κινητήριες δυνάμεις τους παραμένουν στο απυρόβλητο αναπαράγει ψευδαισθήσεις και ήττες.
Εσχάτως, η διεύρυνση του ΜΕΡΑ 25 με δυνάμεις που έθεσαν έγκαιρα και με πειστικό τρόπο, αν και ολίγον δογματικά και μονοσήμαντα, το θέμα της εξόδου από το ευρώ, δημιούργησε τη δυναμική ώστε η αυτοκριτική του ΜΕΡΑ 25 να φτάσει στο φυσιολογικό της τέλος. Δηλαδή να ολοκληρωθεί υιοθετώντας και το αίτημα της διπλής εξόδου. Κι αντί γι’ αυτή την στροφή προς τα αριστερά είδαμε να εμπεδώνονται οι αμφιλεγόμενες διακηρύξεις που, στο τέλος της ημέρας, αφήνουν ανοιχτούς όλους τους δρόμους. Ο προ-κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα πρέπει να ομολογήσουμε πώς ήταν πιο θαρραλέος στην υιοθέτηση αριστερών αιτημάτων…
Η παραμονή στο πολυσήμαντο κενό του κέντρου επισημοποιήθηκε με το σχέδιο Δήμητρα, που παρουσιάστηκε μάλιστα δημόσια ενώ κορυφωνόταν η διαπάλη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το σχέδιο Δήμητρα δεν είναι σχέδιο σωτηρίας, ούτε καν ένα σχέδιο που προσπερνάει τις βασιλικές οδούς της λιτότητας. Είναι σχέδιο συσκότισης των πραγματικών αιτιών της λιτότητας, της φτωχοποίησης και της μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία χρέους.
Επί της ουσίας, η προσπέραση των τραπεζών μέσω ενός δικτύου συμψηφισμών χρεώσεων και πιστώσεων από τη μεριά του κράτους, των εργαζομένων και των ιδιωτών κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι όχι μόνο εφικτό αλλά κι αναγκαίο. Μόνο χρυσοπληρωμένα παπαγαλάκια της τραπεζικής μαφίας συνεχίζουν να εμφανίζουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες – ζόμπι ως αιμοδότη ή νευρικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο ανάλογα σχέδια κατατέθηκαν ξανά και ξανά στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε τα ευρω-ομόλογα και τα «αιώνια ομόλογα» βάσει των οποίων η Ελλάδα υποτίθεται θα μπορούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα της πρόσβασης στις αγορές και να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος – χωρίς διαγραφή, παραπέμποντας στο μέλλον την αποπληρωμή τους. Ενώ η ΕΕ τα χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει μερικώς το Ταμείο Ανάκαμψης, απέτυχαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική φιλολαϊκή, αριστερή λύση επειδή το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ποτέ δεν ήταν τεχνικό. Ήταν πολιτικό! Έτσι και τώρα, το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, που υποτίθεται θα υπερβεί η Δήμητρα, δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. Οι χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, που συνεχίζουν να λειτουργούν επειδή έχουν εξαιρεθεί από την πληρωμή φόρων, θα εξελιχθούν σε σιδερένια γροθιά του κεφαλαίου, όπως συνέβη και το 2015 πριν και μετά το δημοψήφισμα, επειδή αποτελούν συμπύκνωση της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, βάσει των αρμοδιοτήτων που εκχωρεί στις τράπεζες η ΕΚΤ και η ίδια η ΕΕ. Αλλοίμονο σε όσους δεν το κατάλαβαν τότε κι εξακολουθούν να μην το καταλαβαίνουν ακόμη και σήμερα…
Αντί παρένθεσης, η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμεί με καμιά επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε, αλλά ακόμη κι αν υπήρξε κάθε επιστροφή στο παρελθόν είναι εξ ορισμού οπισθοδρομική κι αντιδραστική, πέρα από γραφική είτε στη ρετρό είτε στη vintage εκδοχή της. Η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμούσε ούτε με την καθαγίαση του καπιταλισμού της δραχμής όπως υποστήριζαν το 2012-2015 μαρξιστές διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ πολεμώντας το αίτημα για εθνικό νόμισμα. Οι μεν για να προσδώσουν μια μαρξιστική αχλή στο προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ και οι δε για να καταθέσουν πειστήρια υπευθυνότητας στο κεφάλαιο σε μια περίοδο τριγμών, που το «ευρωπαϊκό όραμα» δέχθηκε τη μεγαλύτερη του αμφισβήτηση. Εκτός κι αν το αίτημα του ΚΚΕ για έξοδο από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα – αιτήματα που με συνέπεια προτάσσει εδώ και χρόνια, ισοδυναμούν με μια Ελλάδα εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ μεν, καπιταλιστική δε. Με άλλα λόγια, όπως το αίτημα για έξοδο από την ΕΟΚ παλιότερα και την ΕΕ σήμερα δεν ισοδυναμεί με την αναπόληση μιας καπιταλιστικής Ελλάδας εκτός ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, ούτε επιβάλλεται από καπιταλιστές που έχουν συμφέρον από την έξοδο, έτσι και το αίτημα για έξοδο από το ευρώ δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. Συμπύκνωνε τις αντιθέσεις της συγκυρίας, προκαλούσε ρήγματα στο αστικό στρατόπεδο, εξυπηρετούσε τα λαϊκά συμφέροντα γιατί αδρανοποιούσε τον έναν από τους δύο εχθρούς και μπορούσε να δημιουργήσει αυτοπεποίθηση αν υλοποιούνταν με αριστερούς όρους – κι όχι με όρους Σόιμπλε.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, υποτιμώντας την αυτοτέλεια του αιτήματος της εξόδου από το ευρώ και ταυτίζοντας το με το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ, απέτυχε να συμπορευτεί και να εκφράσει ευρύτερα τμήματα του λαού που συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά τον πολιτικό ρόλο του κοινού νομίσματος κι δήλωναν διατεθειμένα να αντιπαλέψουν την πιο προωθημένη μορφή της ιμπεριαλιστικής ενοποίησης τη νομισματική. Κι έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να ενώνει, διασπούσε. Όπως και σήμερα με την πολιτική τακτική της.
Τούτων δοθέντων το αίτημα της ακύρωσης των νέων δημοσιονομικών κανόνων, έστω ως ευαίσθητος σεισμογράφος, δεν αποτελεί μόνο όρο εκ των ων ουκ άνευ για μια φιλολαϊκή πολιτική, αλλά και κριτήριο για την ψήφο των αριστερών. Κι οι δυνάμεις της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία αδυνατούν να το διαχειριστούν ενωτικά και με ελπίδες νίκης.