Συντάκτης: Ανδρέας Κοσιάρης
Η Νέα Δημοκρατία κατά την αντιπολιτευτική της περίοδο, προεκλογικά, αλλά και στη μέχρι τώρα κυβερνητική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη, χρησιμοποίησε ουκ ολίγες τακτικές και επιχειρήματα ανεπτυγμένα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, προσαρμοσμένα φυσικά στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα και πολιτισμική ιδιαιτερότητα.
Το δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ “υποχρεώνει” τους Ρεπουμπλικάνους, για την πολιτική τους επιβίωση, να εγκολπώνουν και να εκφράζουν ολόκληρο το φάσμα της αμερικανικής δεξιάς πολιτικής σκέψης, όπως αντίστοιχα η Νέα Δημοκρατία βασίζεται στην όσο το δυνατόν ευρύτερη ιδιοκτησία της “δεξιάς πολυκατοικίας”.
Και τα δύο κόμματα αντιμετώπισαν, με κάποιες διαφορές χρόνου και διάρκειας, κυβερνητικές θητείες των θεωρητικά ιδεολογικών τους αντιπάλων, στις οποίες όμως, για διαφορετικούς λόγους και υπό διαφορετικές θέσεις ισχύος, Obama και Τσίπρας εφάρμοσαν προγράμματα σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένα από κάποια από τις δεξιές σχολές πολιτικής σκέψης.
Κυβερνητική παρεμπόδιση
Το προεδρικό και ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ δίνει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα για την εφαρμογή του λεγόμενου “obstructionism”, της παρεμπόδισης δηλαδή από την αντιπολίτευση του κυβερνητικού έργου, που μπορεί να φτάσει μέχρι και στο προσωρινό “κλείσιμο” των λειτουργιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Οι Ρεπουμπλικάνοι την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, μέσω του ελέγχου της Βουλής των Αντιπροσώπων μετά τον δεύτερο χρόνο της συνολικά οκταετούς θητείας του Obama και της αδυναμίας του Δημοκρατικού Προέδρου να περάσει νομοσχέδια από τη Γερουσία για το μεγαλύτερο κομμάτι της θητείας του.
Αντίστοιχα η Νέα Δημοκρατία, υπό τους περιορισμούς του ελληνικού πολιτικού συστήματος, έδρασε όσο το δυνατόν παρεμποδιστικά εντός του Κοινοβουλίου και προσπάθησε να μεταφέρει την παρεμπόδιση και εκτός αυτού. Πέραν όσων μνημονιακών νομοσχεδίων για τα οποία απαιτήθηκε (και λήφθηκε) από τους δανειστές η συναίνεση όλων των κομμάτων εξουσίας, καταψήφισε και καθυστέρησε σε επιτροπές όχι μόνο όσα νομοσχέδια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συγκρούονταν με τα ιδεολογικά της στεγανά, αλλά και πολλά από αυτά που η ίδια η Νέα Δημοκρατία, πρόθυμα ή μη, θα κατέθετε.
Αποκορύφωμα φυσικά η αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Συμφωνία των Πρεσπών, που απηχεί σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις της ελληνικής εθνικής ιδέας και ικανοποιεί τις βλέψεις της εγχώριας οικονομικής ελίτ και των δυτικών συμμάχων. Η Νέα Δημοκρατία όχι απλά καταψήφισε τη συμφωνία (αφού παρακάλεσε το Ποτάμι να την υπερψηφίσει), αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να υποδαυλίσει και να οξύνει ακραίες εθνικιστικές αντιδράσεις, ελπίζοντας να τις καρπωθεί εκλογικά – παρά τις επαναλαμβανόμενες ενδείξεις ότι κυβερνήσεις της ήταν κατά καιρούς προετοιμασμένες να δεχτούν λιγότερα. Στις ΗΠΑ, αντίστοιχα αρνητική αντίδραση υπήρξε από τους Ρεπουμπλικάνους στην υπόθεση της μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας, γνωστής ως Obamacare. Αν και το νομοσχέδιο ήταν ουσιαστικά εμπνευσμένο από παλαιότερα σχέδια των Ρεπουμπλικάνων και γραμμένο με τη συμμετοχή του λόμπι των ασφαλιστικών εταιρειών, η εναντίωσή τους σε αυτό ήταν απόλυτη.
Αμφότερα τα δύο κόμματα ήταν επίσης εξαιρετικά αρνητικά στις κυβερνητικές ενέργειες στον χώρο της δικαιοσύνης, αντίθετα στην πολιτική παράδοση των δύο χωρών, ιστορικά συναινετική σε τέτοια θέματα. Στις ΗΠΑ ήταν η απόρριψη από τους Ρεπουμπλικάνους της υποψηφιότητας του Merrick Garland για την κενή θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο, με την πρωτοφανή δικαιολογία ότι ένας πρόεδρος δεν μπορεί να προτείνει κάποιον για τη θέση στον τελευταίο χρόνο της προεδρικής του θητείας. Επρόκειτο για μια κίνηση συναίνεσης από τον Obama, που πρότεινε έναν μετριοπαθή δεξιό δικαστικό για τη θέση, με την προσπάθειά του όμως να πέφτει στο κενό, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι έχοντας τον έλεγχο Γερουσίας και Βουλής αρνήθηκαν έστω και να τον εξετάσουν, προτιμώντας να τοποθετήσουν έναν πιο συντηρητικό δικαστή με την έναρξη της δικής τους κυβερνητικής θητείας.
Στην Ελλάδα, λόγω της διαφοράς θεσμικής οργάνωσης, η Νέα Δημοκρατία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει πρακτικά στις κυβερνητικές ενέργειες, οργάνωσε όμως μια μαζική επικοινωνιακή αντεπίθεση που εκμεταλλεύτηκε την αδιαφάνεια από την οποία χαρακτηρίζονται τα δρώμενα στον χώρο της δικαιοσύνης και τους τραγικούς κυβερνητικούς χειρισμούς στις υποθέσεις σκανδάλων.
Τέλος και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου επίσης υπάρχει αρκετά μεγάλη διαφορά της αυτονομίας που απολαμβάνουν αρχικά οι Πολιτείες και έπειτα οι Δήμοι των ΗΠΑ, σε σχέση με την αντίστοιχη των ελληνικών Περιφερειών και Δήμων, η δεξιά παράταξη αντιτάχθηκε όπου μπορούσε, κυρίως μέσω του ελέγχου της ΚΕΔΕ.
Εξτρεμισμός, ψευδείς ειδήσεις και ακραία talking points
Ο μονολιθικός κοινωνικός συντηρητισμός, ο ρατσισμός και η ακραία ταξική πολιτική δεν είναι χαρακτηριστικά ξένα στα δύο κόμματα, τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Για τους Ρεπουμπλικάνους, μετά την τελευταία συσπείρωση ακραίων γύρω από τον George Bush τον νεότερο και την αναμενόμενη ατόνηση έπειτα από τις συνέπειες ενός ατελείωτου “Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας” για την κοινωνία και την οικονομία, η αναγέννηση της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος ήρθε μεθοδικά και οργανωμένα.
Με απαρχή την εκλογή του πρώτου μη αμιγώς λευκού προέδρου και την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, και αποκορύφωμα την επικράτηση του Donald Trump στις εκλογές για την ανάληψη του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών για την Προεδρία, πρώτα οι βαθύπλουτοι χρηματοδότες και ολοένα περισσότερο το ίδιο το κόμμα στήριξαν εξτρεμιστικές ομάδες πίεσης, όπως το λεγόμενο κίνημα “Tea Party”, ένα μείγμα από ξεκάθαρο ρατσισμό, χριστιανικό φονταμενταλισμό και βιτριολική αντίθεση στις κοινωνικές παροχές. Η αμφισβήτηση της ιθαγένειας και της θρησκείας του Obama και ο χαρακτηρισμός των φτωχών και των αλλοδαπών ως παρασίτων, έγιναν καθημερινό φαινόμενο στον αέρα του Fox News (και συχνά των υπόλοιπων αμερικανικών δικτύων),των συντηρητικών πολιτικών ραδιοφώνων (που έχουν παραδοσιακά απήχηση στις ΗΠΑ) και στα αναδυόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γερουσιαστές και Αντιπρόσωποι, στελέχη του κόμματος, αναλυτές και διαμορφωτές γνώμης, λομπίστες, μέχρι και ο Trump (ως “επιφανής προσωπικότητα” ακόμη, πριν καν βάλει υποψηφιότητα για το χρίσμα), επιδόθηκαν σε ένα όργιο διάδοσης ψευδών ειδήσεων και γαϊδουρινής επιμονής σε ακραίες θέσεις και θέματα συζήτησης.
Η πιο πρόσφατη συνέχεια είναι ίσως περισσότερο γνωστή. Η είσοδος του Steve Bannon στη σκηνή με όχημα το συχνά ανοιχτά νεοναζιστικό κίνημα Alt-right, η επικράτηση του Trump των πλέον των δέκα χιλιάδων ψευδών ισχυρισμών και η ενίσχυση της ακραίας ρητορικής, είναι φαινόμενα με ευρεία προβολή και εκτός των ΗΠΑ.
Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, έζησε την αμέσως προηγούμενη συσπείρωση ακραίων εν μέσω κρίσης, γύρω από την κυβέρνηση Σαμαρά. Οι μεταγραφές από το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, οι επαφές Μπαλτάκου με τη Χρυσή Αυγή, η ακραία καταστολή των αντιδράσεων, η δαιμονοποίηση της φτώχειας και οι ακραίες αντιμεταναστευτικές κορώνες είναι μόνο δείγματα της κυβερνητικής πρακτικής και ρητορικής της περιόδου.
Και εδώ αντίστοιχα, σε σμικρυμένη χρονική περίοδο, ήρθε η πτώση λόγω της σκληρής μνημονιακής πολιτικής και η αναγέννηση με πρόσχημα την εκλογή της “Πρώτης Φοράς Αριστερά” και τις παλινωδίες της τελευταίας στο πρώτο εξάμηνο της θητείας της, μέχρι να κατασταλάξει σε μνημόνιο. Η Νέα Δημοκρατία, έχοντας την ιδεολογική στήριξη της πλειοψηφίας των ΜΜΕ (σε αντίθεση με τους Ρεπουμπλικάνους) και, μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να κάνει ουσιαστική κριτική σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που εν πολλοίς συμμεριζόταν, χρησιμοποίησε τις ίδιες ακριβώς τακτικές, προσαρμοσμένες στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και όχι πάντα εξίσου επιτυχημένα. Προσπάθειες για δημιουργία “κινημάτων” όπως οι “Μένουμε Ευρώπη” και οι “Παραιτηθείτε”, προβιβασμός των ακραίων σε καίριες θέσεις εντός του κόμματος, εναγκαλισμός και προώθηση των διαδικτυακών διαμορφωτών γνώμης (πληρωμένων ή μη) και των παραγωγών ψευδών ειδήσεων, και φυσικά τοποθέτηση στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης ακροδεξιών θέσεων για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τις ατομικές ελευθερίες και το κοινωνικό κράτος. Κίνημα εν τέλει κατάφερε να βρει έτοιμο, στις αντιδράσεις για το Μακεδονικό.
Όπως οι Ρεπουμπλικάνοι για να ανελιχθούν στην εξουσία χρειάστηκε να ισορροπήσουν κάτω από την ίδια κομματική στέγη οπαδούς της Άυν Ραντ, χριστιανούς φονταμενταλιστές, υπέρμαχους της λευκής υπεροχής, επιχειρηματίες και blue-collar δεξιούς, έτσι και η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε ξανά γύρω της τον “εθνικό κορμό”, εθνικοσοσιαλιστές και χουντικούς, πιστούς της ελεύθερης αγοράς, “πολιτισμένους” ευρωπαϊστές, την Εκκλησία και τους λεγόμενους λαϊκούς δεξιούς.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανεπιτυχούς εισαγωγής πολιτικού επιχειρήματος, υπήρξε η προσπάθεια του Μάκη Βορίδη να εντάξει στην εγχώρια πολιτική συζήτηση τον εξαιρετικά επιτυχημένο στις ΗΠΑ μύθο του “Πολέμου κατά των Χριστουγέννων”.
Η ακραία πολιτική στην πράξη
Στο επίπεδο της εφαρμογής πολιτικής, από την κυβέρνηση Trump έχουμε ένα δείγμα δυόμιση περίπου χρόνων και βάσει αυτού και των ειρημένων προθέσεων της Νέας Δημοκρατίας θα επιχειρήσουμε μια “πρόβλεψη” της κυβερνητικής πορείας της.
Ο Πρόεδρος Trump έχει μέχρι τώρα ικανοποιήσει πρωτίστως τις επιθυμίες των χορηγών της πολιτικής του καμπάνιας και σε δεύτερο βαθμό κάποιες από αυτές των ακροδεξιών και φονταμελιστών υποστηρικτών του. Εφαρμόζει μια σταδιακή αποδόμηση ορισμένων τομέων του κράτους, αποφεύγοντας να στελεχώσει κενές θέσεις στο διπλωματικό σώμα, αποδυναμώνοντας το κανονιστικό πλαίσιο και τις δυνατότητες περιβαλλοντικών ελέγχων και περιορισμών στη βαριά βιομηχανία, αγνοώντας επιστημονικές εκθέσεις για την κλιματική αλλαγή, περικόπτοντας τις κοινωνικές παροχές και προσπαθώντας επανειλημμένα να καταργήσει τη μεταρρύθμιση υγείας Obamacare (παρά το γεγονός πως οι Ρεπουμπλικάνοι ακόμα δεν έχουν εναλλακτικό σχέδιο). Στην αντίπερα όχθη, συνεχίζει τη διαχρονική οικονομική στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας από τον κρατικό κορβανά, με οικονομικές ενισχύσεις και φοροελαφρύνσεις για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, και την ενίσχυση της στρατιωτικής βιομηχανίας και του ήδη γιγαντιαίου και πάνοπλου αστυνομικού κράτους.
Αν τα περισσότερα από αυτά γίνονται πράξη σε υπουργεία και κοινοβούλια, στο ζήτημα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού ο Trump έχει αφήσει το προσωπικό του στίγμα, ξεκινώντας από τα tweets και τις ομιλίες του και φτάνοντας στην απαγόρευση εισόδου στη χώρα για πολίτες ισλαμικών κατά πλειοψηφία χωρών, την παιδιάστικη επιμονή του για την κατασκευή τοίχους στα νότια σύνορα και τις παρανοϊκές κραυγές για “καραβάνια εισβολέων” με αφορμή τη μαζική φυγή προσφύγων λόγω της εγκληματικής βίας στην Κεντρική Αμερική.
Ο Αντιπρόεδρος Mike Pence, εκπροσωπώντας τη θρησκόληπτη φράξια του κόμματος, σε συνεργασία με τον εκάστοτε υπουργό Δικαιοσύνης και πολιτειακούς νομοθέτες, προωθούν τα θέματα περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων και ενίσχυσης του θρησκευτικού φρονήματος, είτε αυτά αφορούν τον περιορισμό των αμβλώσεων και την προσπάθεια για ανατροπή των βημάτων που έχουν γίνει σε ζητήματα αναγνώρισης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, είτε στην περαιτέρω ενίσχυση των δικαιωμάτων της επικρατούσας θρησκείας και του εναγκαλισμού της με την παιδεία.
Σε βίους παράλληλους, η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη εκφράσει τις προθέσεις της για μια σειρά από τα ίδια θέματα. Στον τομέα του κράτους έχει θέσει ως προτεραιότητα την ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης, της υγείας και πιθανόν της παιδείας, παράλληλα με τις ήδη δρομολογημένες ιδιωτικοποιήσεις σε ενέργεια και ύδρευση, μεταξύ άλλων. Υποσχόμενη φορολογική ελάφρυνση ενώ οι μνημονιακοί στόχοι εσόδων παραμένουν ίδιοι, θα φέρει νομοσχέδια παρόμοιου ύφους με το αντίστοιχο της κυβέρνησης Trump, με ελάφρυνση για τα μεγαλύτερα εισοδήματα και περισσότερη οριζόντια φορολόγηση – έχουμε ήδη δείγμα από τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για τον ΕΝΦΙΑ.
Γνωρίζουμε ότι το ελληνικό κόμμα του “μικρού κράτους”, προτιμά να προσλάβει αστυνομικούς αντί για εκπαιδευτικούς ή νοσηλευτές και γιατρούς, ενώ η επανασύνδεση της Εκκλησίας με την παιδεία, είχε ήδη ως αποτέλεσμα την επανεκκίνηση από την Ιερά Σύνοδο του ζητήματος των αμβλώσεων. Αντίστοιχα, η αποσύνδεση της έρευνας από την παιδεία, είναι κι αυτή δείγμα προθέσεων από το κόμμα που δεν έχει διστάσει να στηρίξει δημόσια εταιρείες που αποδεδειγμένα δεν σέβονται τους περιβαλλοντικούς κανόνες.
Βλέπουμε επίσης τα πρώτα δείγματα έντασης του αστυνομικού κράτους, με σειρά από επιχειρήσεις σκούπα της ΕΛ.ΑΣ απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες, και την επιθυμία περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Μπορεί να μη δούμε την οργανωμένη και εξοπλισμένη σαν στρατό αμερικανική αστυνομία, αλλά θα δούμε την φτωχή ελληνική εκδοχή του Ράμπο, “για την τόνωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών”.
Η “Συντηρητική Διεθνής”
Οι ομοιότητες αυτές σε πρόγραμμα, εφαρμογή πολιτικής και επικοινωνιακή τακτική αποτελούν στρατηγική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και φυσικά συναντώνται με τη μία ή την άλλη μορφή σε όλες τις δυνάμεις της νέας “Συντηρητικής Διεθνούς”, που εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της Σοσιαλδημοκρατίας να συγκρουστεί με συμφέροντα και να προσφέρει όραμα, για να γιγαντωθεί από την Ουγγαρία μέχρι τη Βραζιλία. Το χειρότερο πιθανώς να μην είναι οι πράξεις των ακραίων αυτών πολιτικών δυνάμεων όντας στην εξουσία, αλλά η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση την οποία απενοχοποίησαν και ενδυνάμωσαν για να φτάσουν στην εξουσία. Έχουν παράξει ήδη τη νέα παγκοσμιοποιημένη γενιά λευκών ακροδεξιών τρομοκρατών, με τη μορφή παραστρατιωτικών ομάδων που κυνηγούν πρόσφυγες στα σύνορα και νεαρών που θερίζουν ισλαμικά τεμένη στη Νέα Ζηλανδία ή γκέι κέντρα διασκέδασης και πολυκαταστήματα γεμάτα φτωχούς Ισπανόφωνους στις ΗΠΑ.