Πηγή: Andy Thompson , Jerry White – wsws.org
Μετάφραση/Απόδοση: Ανδρέας Κοσιάρης
Τον φετινό Σεπτέμβρη συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από το τέλος της Μάχης του Μπλερ Μάουντεν το 1921, όταν 20.000 ανθρακωρύχοι στη νοτιότερη Δυτική Βιρτζίνια των ΗΠΑ πήραν τα όπλα ενάντια σε έναν ιδιωτικό στρατό τραμπούκων που δούλευαν για τους ιδιοκτήτες των ορυχείων. Η μάχη διήρκεσε από τις 25 Αυγούστου έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1921, όταν δυνάμεις του αμερικανικού στρατού υπό τις διαταγές τους προέδρου Γουόρεν Χάρντινγκ κατέλαβαν τα ορυχεία, αφοπλίζοντας και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ανθρακωρύχους με στρατιωτικό νόμο.
Οι εργάτες των ορυχείων ξεκίνησαν τον αγώνα τους με σκοπό να πορευθούν στην Κομητεία Λόγκαν, να κρεμάσουν τον διαβόητο φιλο-εταιρικό σερίφη της, Ντον Τσέιφιν, και να προχωρήσουν στην Κομητεία Μίνγκο, όπου θα ανέτρεπαν τον στρατιωτικό νόμο και θα ελευθέρωναν τα συνδικαλιστικά αδέρφια τους που βρίσκονταν στις φυλακές της Κομητείας.
Στη μεγαλύτερη εξέγερση από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, οι οπλισμένοι εργάτες, πολλοί από τους οποίους είχαν εκπαιδευτεί σε στρατιωτικές τακτικές κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και προηγούμενων απεργιών, αντιμετώπισαν τα πολυβόλα του Τσέιφιν και αεροπορικό βομβαρδισμό, με αποτέλεσμα 130 νεκρούς και στις δύο πλευρές.
Η Μάχη του Μπλερ Μάουντεν είναι ουσιαστικά άγνωστη στο ευρύ κοινό. Κομμάτι της ιστορίας της σκληρής ταξικής διαμάχης στην Αμερική, εντάσσεται στους «Πολέμους των Ορυχείων» της Δυτικής Βιρτζίνια μεταξύ 1912-1921, αποδεικνύοντας πως η εργατική τάξη δεν κέρδισε ποτέ τίποτα χωρίς την ένωση ανάμεσα στις φυλές και τις εθνικότητες, και χωρίς να διεξάγει έναν αποφασιστικό αγώνα ενάντια στη βίαιη αντίσταση των αφεντικών και του κράτους.
Το υπόβαθρο της Μάχης
Η Μάχη του Μπλερ Μάουντεν ήταν τμήμα ενός κύματος αγώνων της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και διεθνώς, που εμπνεύστηκαν από τη Ρωσική Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. Μονάχα το 1919, 350.000 εργάτες χαλυβουργίας συμμετείχαν στη Μεγάλη Απεργία Χάλυβα, 400.000 ανθρακωρύχοι ξεκίνησαν πανεθνική απεργία και 45.000 εργάτες συμμετείχαν στη Γενική Απεργία του Σηάτλ.
Η αμερικανική άρχουσα τάξη, φοβούμενη τον δικό της «Οκτώβρη», απάντησε με τον πρώτο «Κόκκινο Τρόμο» και με βίαιη καταστολή. Στη δεύτερη επέτειο της Ρωσικής Επανάστασης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μίτσελ Πάλμερ ξεκίνησε μια σειρά από εφόδους σε όλη τη χώρα, συλλαμβάνοντας περισσότερους από 10.000 ξένους εργάτες που κατηγορήθηκαν για σοσιαλισμό, εργατική οργάνωση και αντιπολεμική δραστηριότητα.
Κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, ο άνθρακας της νότιας Δυτικής Βιρτζίνια είχε μεγάλη ζήτηση, ειδικότερα ως καύσιμο για το αμερικανικό ναυτικό. Ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον εξαίρεσε τους ανθρακωρύχους από την επιστράτευση, αλλά επέμεινε να διεξάγουν αυξημένη παραγωγή για τον «Πόλεμο για τη Δημοκρατία».
Ο Γουίλσον τοποθέτησε τον επικεφαλής της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας, Σάμιουελ Γκόμπερς, στο Συμβούλιο Εθνική Άμυνας. Το συνδικάτο Ενωμένων Εργατών Ορυχείων (United Mine Workers of America – UMWA) στήριξε πλήρως τον πόλεμο, με κάθε τεύχος του Περιοδικού του συνδικάτου να περιέχει το μήνυμα: «Σκάψτε για Άνθρακα! Σκάψτε για περισσότερο Άνθρακα! Σκάψτε για ακόμα περισσότερο Άνθρακα! Η επιτυχία του πολέμου βασίζεται στον Άνθρακα».
Όταν 13 εργάτες σκοτώθηκαν σε έκρηξη ορυχείου στη Δυτική Βιρτζίνια, το Περιοδικό έγραψε: «Αυτά τα ντόπια παιδιά σκοτώθηκαν προς όφελος της δημοκρατίας, ασκούσαν την ανθρώπινη δύναμή τους για την παραγωγή άνθρακα με τον οποίο θα κερδηθεί ο πόλεμος».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι ιδιοκτήτες των ορυχείων συγκέντρωναν τεράστια κέρδη, ενώ οι εργάτες δούλευαν ατέλειωτες ώρες για ελάχιστο μισθό και υπό τον συνεχή κίνδυνο εκρήξεων αερίου, καταρρεύσεων και μηχανικών ατυχημάτων. Μονάχα το 1918, σκοτώθηκαν 2.580 ανθρακωρύχοι, 404 από τους οποίους στη Δυτική Βιρτζίνια.
Οι ανθρακωρύχοι στη Δυτική Βιρτζίνια δούλευαν υπό τη σιδηρά πυγμή των ιδιοκτητών των ορυχείων, και των δικαστών, των αστυνομικών και των πολιτικών που αυτοί έλεγχαν. Η Πολιτεία αναφερόταν συχνά ως «Τσαρική Ρωσία» και οι φύλακες των ορυχείων ως «Κοζάκοι».
Οι εργάτες ζούσαν σε εταιρικές κοινότητες, όπου σχεδόν τα πάντα — από τις φτωχοκαλύβες τους, χωρίς θέρμανση και αποχέτευση, μέχρι τα καταστήματα όπου αγόραζαν τα αγαθά τους — ανήκαν στην εταιρεία. Συχνά οι εργάτες δεν πληρώνονταν σε δολάρια, αλλά σε νόμισμα της εταιρείας, εξαργυρώσιμο μονάχα στα εταιρικά καταστήματα όπου οι υψηλές τιμές έτρωγαν όλο τον μισθό των ανθρακωρύχων. Όταν οι εργάτες έφερναν τον άνθρακα που εξόρυσσαν για ζύγισμα, τα αφεντικά τους έκλεβαν στο ζύγι όπως ακριβώς τους μαύρους κολίγους με το βαμβάκι.
Οι ιδιοκτήτες των ορυχείων πλήρωναν τους μισθούς των σερίφηδων και των βοηθών τους για να προφυλάσσουν την ιδιοκτησία τους, να μαζεύουν τα νοίκια από τους εργάτες, να επιτίθενται στους συνδικαλιζόμενους και να σκοτώνουν ή να εκδιώκουν τους οργανωτές των συνδικάτων. Επιπρόσθετα, προσλάμβαναν οπλισμένους τραμπούκους και κατάσκοπους της Υπηρεσίας Ντετέκτιβ Μπόλντγουιν-Φελτς, τις οποίας οι πράκτορες ορκίζονταν ως αστυνομικοί υπάλληλοι.
Όπως περιέγραφε ο Ντέιβιντ Άλαν Κόρμπιν, συγγραφέας της μελέτης «Η ζωή, η εργασία και η εξέγερση στα ορυχεία άνθρακα: Οι ανθρακωρύχοι της Δυτικής Βιρτζίνια, 1880-1922»:
Εκατοντάδες φύλακες ορυχείων και βοηθοί σερίφηδων περιπολούσαν τους δρόμους και τους σιδηρόδρομους, και τριγύριζαν στις κοινότητες πεζή και πάνω σε άλογα, κουβαλώντας καραμπίνες, τουφέκια, πιστόλια, ρόπαλα και κλομπ, ενώ έψαχναν για οργανωτές συνδικάτων και συνδικαλιστές ανθρακωρύχους. Πολυβόλα, αποθηκευμένα στα υπόγεια των εταιρικών καταστημάτων, τοποθετούνταν αμέσως στις οροφές αυτών στην πρώτη μυρωδιά εργατικής διαμάχης…
Όχι μόνο απαγορευόταν η ελεύθερη έκφραση και οι δημόσιες συναντήσεις, αλλά οι ανθρακωρύχοι δεν επιτρεπόταν να συγκεντρώνονται σε ομάδες περισσότερων από δύο ατόμων. Οι επιστολές ελέγχονταν, διαβάζονταν και συχνά λογοκρίνονταν από τους εταιρικούς διευθυντές των ταχυδρομείων. Ως επιπλέον μέτρο προστασίας, οι εταιρείες γύρω στο 1913-1914 ξεκίνησαν να περικλείουν τις κοινότητες με αγκαθωτό συρματόπλεγμα σε μια προσπάθεια να αποκλείσουν το συνδικάτο UMWA.
Οι εργάτες υποχρεώνονταν να υπογράψουν συμβόλαια που τους απέκλειαν από το να γίνουν μέλος συνδικάτου, ή ακόμα και να «βοηθήσουν, προτρέψουν ή εγκρίνουν» τη συμμετοχή σε μια τέτοια οργάνωση. Όσοι παρέβαιναν αυτόν τον κανόνα ή ήταν υπό την υποψία συμπαθητικών διαθέσεων προς τα συνδικάτα, απολύονταν και πετιούνταν με τη βία έξω από τα σπίτια τους, που ανήκαν στην εταιρεία.
Παρά τις προσπάθειες των ιδιοκτητών να διαχωρίσουν τους εργάτες σύμφωνα με φυλετικές και εθνοτικές γραμμές, οι εργάτες της Δυτικής Βιρτζίνια, ένα μείγμα κυρίως Ιταλών και Ούγγρων μεταναστών, λευκών ντόπιων από τα Απαλάχια Όρη και μαύρων πρώην κολίγων από τον Νότο, στάθηκαν μαζί απέναντι στην καπιταλιστική τάξη.
Η απεργία των ορυχείων Πέιντ Κρικ – Κάμπιν Κρικ το 1912-13, λίγο νοτιότερα του Τσάρλστον, ήταν μια σημαντική εξέλιξη. Οι εργάτες πολέμησαν επί 15 μήνες απέναντι στους τραμπούκους της Μπόλντγουιν-Φελτς, οι οποίοι κατασκεύασαν ένα τεθωρακισμένο τραίνο για να πολυβολούν τις σκηνές των απεργών. Τα ορυχεία είχαν καταληφθεί από πολιτοφυλακές της Πολιτείας, οι οποίες πραγματοποιούσαν μαζικές συλλήψεις (ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν η αρχηγός των απεργών ανθρακωρύχων Μητέρα Τζόουνς) και διεξήγαν παράνομα στρατιωτικά δικαστήρια.
Οι απεργοί ανθρακωρύχοι, υπό την ηγεσία του 24χρονου Φρανκ Κίνεϊ, πήραν τον αγώνα από τα χέρια της συντηρητικής εθνικής ηγεσίας της UMWA και στράφηκαν προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα για να οργανώσουν μαζικές συναντήσεις και ομιλίες. Αφότου η UMWA ανακοίνωσε συμφωνία με τον κυβερνήτη της πολιτείας για τον τερματισμό της απεργίας χωρίς να ικανοποιηθεί το βασικό αίτημα της αναγνώρισης του δικαιώματος στον συνδικαλισμό, οι εργάτες αποφάσισαν πως η ηγεσία της UMWA δεν τους εκπροσωπεί πλέον και συνέχισαν την απεργία. Καθώς η έκθεση του κοινού στην αγριότητα του στρατιωτικού νόμου μεγάλωνε, οι ιδιοκτήτες εν τέλει υπέκυψαν, και οι απεργοί κέρδισαν το δικαίωμα στον συνδικαλισμό.
Όμως έπειτα από την απεργία, οι ιδιοκτήτες ήταν αποφασισμένοι να διαλύσουν τα συνδικάτα. Ένας από αυτούς εξέφρασε τον φόβο ότι οι εργάτες ήθελαν να «λάβουν οι ίδιοι την κατοχή των ορυχείων (…). Με μία λέξη, να εγκαθιδρύσουν σοβιετική κυβέρνηση. Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν απαίτησαν περισσότερα».
Η σφαγή του Ματεγουάν
Τον Μάιο του 1920, δεκάδες χιλιάδες ανθρακωρύχοι της Δυτικής Βιρτζίνια, που δεν ανήκαν σε συνδικάτο και είχαν παραμείνει στις δουλειές τους κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1919, υπέγραψαν τη συμμετοχή τους στην UMWA, ελπίζοντας η επόμενη εθνική απεργία να τους βρει όλους μαζί. Οποιοσδήποτε εργάτης ανακαλυπτόταν ότι συμμετείχε στην UMWA, απολυόταν αυτοστιγμεί.
Για άλλη μία φορά, οι εταιρείες στράφηκαν στην Υπηρεσία Ντετέκτιβ Μπόλντγουιν-Φελτς, η οποία έστειλε τους Λι και Άλμπερτ Φελτς, αδέρφια του ιδρυτή τής Τόμας Φελτς, για να επιβλέψουν προσωπικά τις προσπάθειες σπασίματος των συνδικάτων. Οι οπλισμένοι τραμπούκοι άρχισαν αμέσως να διώχνουν τους εργάτες και τις οικογένειές τους από τα σπίτια που ανήκαν στην εταιρεία.
Οι πράκτορες συνάντησαν την άμεση αντίσταση των ανθρακωρύχων και των υποστηρικτών τους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ένας πρώην ανθρακωρύχος και πλέον αρχηγός της αστυνομίας στο Ματεγουάν της Δυτικής Βιρτζίνια, ο Σιντ Χάτφιλντ, και ο δήμαρχος της πόλης Κέιμπελ Τέστερμαν. Στις 19 Μαΐου 1920, ο Χάτφιλντ, ο Τέστερμαν και μια συνάθροιση οπλισμένων ανθρακωρύχων έψαξαν τον Φελτς και τους πράκτορές του για να τους συλλάβουν. Όταν τον βρήκαν, ο Φελτς ισχυρίστηκε ότι έχει ένταλμα για τη σύλληψη του Χάτφιλντ.
Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ο Τέστερμαν εξέτασε το υποτιθέμενο ένταλμα και αφότου αναφώνησε πως «είναι ψεύτικο», πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε αμέσως από τον Άλμπερτ Φελτς. Ο Χάτφιλντ και οι εργάτες απάντησαν και μέχρι να τελειώσει το πιστολίδι, εννιά από τους δώδεκα πράκτορες της Μπόλντγουιν-Φελτς ήταν νεκροί, συμπεριλαμβανόμενων των δύο αδερφών Φελτς. Ο δήμαρχος Τέστερμαν και άλλοι δύο εργάτες σκοτώθηκαν από την άλλη πλευρά. Η σύγκρουση έγινε γνωστή ως «η Σφαγή του Ματεγουάν».
Έπειτα από αίτημα των ιδιοκτητών των ορυχείων, η πολιτειακή κυβέρνηση έφερε την πολιτοφυλακή, καθαίρεσε τον Χάτφιλντ και τον συνέλαβε. Κατά τη χρονική διάρκεια πριν τη δίκη του Χάτφιλντ, τα ορυχεία ξεκίνησαν απανωτές απεργίες, τουλάχιστον 63 μέσα σε 11 μήνες. Για άλλη μία φορά, εκατοντάδες εργάτες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.
Τον Ιανουάριο του 1921, το σώμα ενόρκων στο Ματεγουάν αθώωσε τον Χάτφιλντ και άλλους 15 άνδρες για τον φόνο του Άλμπερτ Φελτς. Οι νομοθέτες της πολιτείας ψήφισαν τον «Νόμο Ενόρκων», που επέτρεπε στον δικαστή να επιλέξει ένορκους από άλλη κομητεία, και η δίκη ορίστηκε να επαναληφθεί. Την 1η Αυγούστου 1921, καθώς ο Χάτφιλντ ετοιμαζόταν να δικαστεί, πράκτορες της Μπόλντγουιν-Φελτς του έστησαν ενέδρα και σκότωσαν αυτόν και τον φίλο του Εντ Τσέιμπερς στην είσοδο του δικαστηρίου της Κομητείας Μίνγκο. Κανένας από τους δολοφόνους δεν λογοδότησε.
Η πορεία προς το Μπλερ Μάουντεν
Η είδηση της δολοφονίας του Χάτφιλντ εξόργισε τους ανθρακωρύχους. Ξεκίνησαν να μαζεύονται σε μεγάλους αριθμούς σε συνδικαλιστικά προπύργια στις κομητείες Κανάουχα και Μπουν. Ουσιαστικά, αυτές οι περιοχές σε αυτή τη χρονική στιγμή ήταν υπό την εξουσία των εργατών, με περιπολίες στους δρόμους και την απαλλοτρίωση εξοπλισμού από φορτηγά έως πολυβόλα έως ολόκληρες σιδηροδρομικές γραμμές.
Αποφασίστηκε μία οπλισμένη πορεία από την περιοχή τους, μέσω της Κομητείας Λόγκαν στην Κομητεία Μίνγκο, για να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους ανθρακωρύχους και να φέρουν στη δικαιοσύνη τον Ντον Τσέιφιν, τον «Βασιλιά του Βασιλείου του Λόγκαν». Ο τελευταίος είχε σχεδόν απεριόριστη χρηματοδότηση από τους ιδιοκτήτες των ορυχείων, κάτι που του επέτρεψε να σχηματίσει έναν ιδιωτικό στρατό από 2.000 βαριά οπλισμένους τραμπούκους.
Καθώς η πορεία μαθευόταν, ο Τσέιφιν ξεκίνησε να ενισχύει τις άμυνες στο Μπλερ Μάουντεν με πολυβόλα, εκρηκτικά, ακόμα και αεροπλάνα που θα χρησιμοποιούνταν για να ρίξουν χειροβομβίδες αερίων και βόμβες στους ανθρακωρύχους.
Οι ακριβείς εκτιμήσεις διαφέρουν, αλλά τουλάχιστον 10.000 ανθρακωρύχοι ξεκίνησαν την πορεία τους στις 20 Αυγούστου, στρατολογώντας περισσότερους εργάτες από άλλες κομητείες στο διάβα τους. Οι υψηλότερες εκτιμήσεις καταλήγουν πως περίπου 20.000 ανθρακωρύχοι σήκωσαν όπλα και συμμετείχαν στη μάχη.
Στην πορεία κυριάρχησε ένα πνεύμα ταξικής αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως φυλής ή εθνικότητας. Οι απεργοί φορούσαν κόκκινα μαντήλια γύρω από τους λαιμούς τους για να ξεχωρίζουν από τους τραμπούκους της εταιρείας, που έδεναν λευκά μαντήλια στα μπράτσα τους. Τα κόκκινα μαντήλια, χωρίς αμφιβολία συνδεδεμένα στο μυαλό των απεργών και των ιδιοκτητών με την επανάσταση και τον σοσιαλισμό, έγιναν ειρωνικά η πηγή του όρου «redneck», που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να απαξιώσει τους εργάτες των Απαλαχίων ως αδαείς και καθυστερημένους.
Καθώς οι ανθρακωρύχοι πορεύονταν, τραγουδούσαν:
Κάθε μικρό ποτάμι πρέπει να φτάσει στη θάλασσα
Όλοι οι σκλάβοι ανθρακωρύχοι και το συνδικάτο μας θα ελευθερωθούν
Πορευόμαστε στο Μπλερ Μάουντεν
Θα μαστιγώσουμε την εταιρεία
Και δεν θέλω να κλάψεις για εμένα
Every little river must go down to the sea
All the slaving miners and our union will be free
Going to march to Blair Mountain
Going to whip the company
And I don’t want you to weep after me
Στις 25 Αυγούστου, η μάχη ξεκίνησε με μικρές αψιμαχίες. Αν και πολύ μικρότερες σε αριθμό, οι δυνάμεις του Τσέιφιν είχαν οχυρωθεί, κάτι που τους επέτρεπε να πυροβολούν από υψηλότερες θέσεις προς τους ανθρακωρύχους. Οι ανθρακωρύχοι, από την άλλη, ήταν οπλισμένοι κυρίως με απλά τυφέκια, εκτός από κάποιες περιπτώσεις όπου απαλλοτρίωσαν πολυβόλα.
Οι ανθρακωρύχοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν περίπου 2.000 βετεράνοι του Α’ ΠΠ, έδρασαν με στρατιωτική πειθαρχία, υπό τις διαταγές ανδρών που υπηρέτησαν ως αξιωματικοί του αμερικανικού και του ιταλικού στρατού. Για προμήθειες, οι απεργοί έκαναν εφόδους σε εταιρικά καταστήματα, ενώ άφηναν ανέγγιχτα τα ανεξάρτητα καταστήματα ή πλήρωναν τους ιδιοκτήτες τους. «Στο ορυχείο Σάρπλες», εξηγούσε ο Κόρμπιν, «μαύροι και λευκοί απεργοί διέρρηξαν τον φυλετικά διαχωρισμένο χώρο εστίασης της εταιρείας, που προοριζόταν μονάχα για τους υπαλλήλους της, και κάθισαν να φάνε ένα γεύμα. Οι υπάλληλοι που παρέμεναν ακόμα στο ορυχείο, δεν προσπάθησαν να επιβάλλουν ούτε ταξική ούτε φυλετική πολιτική».
Έπειτα από μερικές ημέρες, προέκυψε αδιέξοδο. Οι ανθρακωρύχοι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από τις γραμμές βολής των πολυβόλων, και ο στρατός της εταιρείας δεν μπορούσε να αφήσει τις οχυρώσεις του για να σπάσει τις θέσεις των ανθρακωρύχων. Ήταν τότε που τα αεροπλάνα του Τσέιφιν ξεκίνησαν να πετούν και να ρίχνουν προς τους ανθρακωρύχους εκρηκτικά και αέρια που είχαν ξεμείνει από τον παγκόσμιο πόλεμο. Κάποιοι ανθρακωρύχοι είχαν φέρει μαζί τους στρατιωτικές μάσκες αερίων από την Ευρώπη. Βομβαρδιστικά του αμερικανικού στρατού πετούσαν επίσης πάνω από τις θέσεις των απεργών, πραγματοποιώντας παρακολουθήσεις για τον Τσέιφιν.
Το Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Κόρμπιν, έστειλε τον ταξίαρχο Χάρι Χιλ Μπάντχολτζ (ο οποίος είχε αποκτήσει διαπιστευτήρια εποπτεύοντας την κατάπνιξη της αντίστασης στην αμερικανική αποικιακή κατοχή των Φιλιππίνων) για να συναντηθεί με τους ηγέτες των απεργών, Κίνεϊ και Μούνεϊ. Τους διέταξε να διαλύσουν τους απεργούς και τους απείλησε πως θα θεωρούνταν υπεύθυνοι αν δεν το έκαναν.
Σε μία συνάντηση στο Μάντισον, ο Κίνεϊ διαμήνυσε στους ανθρακωρύχους: «Μπορείτε να πολεμήσετε την κυβέρνηση της Δυτικής Βιρτζίνια, αλλά μα τον Θεό, δεν μπορείτε να πολεμήσετε την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών».
Οι απεργοί τον αψήφησαν και συνέχισαν την πορεία τους, φτάνοντας σε κάποια στιγμή στα έξι χιλιόμετρα από την πόλη του Λόγκαν. Ένας τρομοκρατημένος διαχειριστής ορυχείου της περιοχής τηλεγράφησε σε έναν βουλευτή, λέγοντάς του να επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρντινγκ και να του πει «πως αν δεν στείλει στρατιώτες στο Λόγκαν μέχρι τα μεσάνυχτα απόψε, η πόλη του Λόγκαν θα δεχτεί επίθεση από έναν στρατό τεσσάρων έως οχτώ χιλιάδων Κόκκινων και θα συμβεί τεράστια απώλεια ζωής και περιουσίας».
Στις δύο Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Χάρντινγκ (του οποίου ο Υπουργός Οικονομικών Άντριου Μέλλον ήταν ιδιοκτήτης ορυχείων στις κομητείες Λόγκαν και Μίνγκο) διέταξε 2.500 ομοσπονδιακούς στρατιώτες και 14 βομβαρδιστικά να σώσουν τους ιδιοκτήτες των ορυχείων και να καταπνίξουν αυτό που οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποκάλεσαν «εμφύλιο πόλεμο» και «οπλισμένη εξέγερση».
Καθώς οι δυνάμεις του Στρατού εισέρρεαν, οι απεργοί αρχικά έμοιαζαν πρόθυμοι να συνεχίσουν να μάχονται. Όμως ο Μπιλ Μπλίζαρντ, ηγέτης της UMWA που διοικούσε τους ανθρακωρύχους εν τη απουσία του Κίνεϊ, διέταξε τους απεργούς να μην πυροβολήσουν τους στρατιώτες και ξεκίνησε να βοηθά τον Στρατό να αφοπλίσει τους εργάτες. Τα συναισθήματα των ανθρακωρύχων ήταν ανάμεικτα. Κάποιοι πίστευαν πως η επέμβαση των ομοσπονδιακών στρατιωτών θα βοηθούσε τον σκοπό τους και πως θα ήταν μία ουδέτερη δύναμη για την επίτευξη ενός συμβιβασμού με τους ιδιοκτήτες. Γρήγορα θα απαλλάσσονταν από τέτοιες ψευδαισθήσεις.
Μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου, πολλοί ανθρακωρύχοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί, καθώς ο αμερικανικός Στρατός πραγματοποίησε μαζικές συλλήψεις. Συνολικά, 985 ανθρακωρύχοι συνελήφθησαν.
Ο Ταξίαρχος Μπάντχολτζ αρνήθηκε τα αιτήματα των ανθρακωρύχων να διεξάγουν οργανωτικές συναντήσεις στις περιοχές που ελέγχονταν από τις ομοσπονδιακές αρχές και ξεκίνησε να λογοκρίνει όλες τις αναφορές ειδήσεων που ήταν με οποιονδήποτε τρόπο συμπαθείς προς τους ανθρακωρύχους. Ο δημοσιογράφος της New York Tribune, Μπόιντεν Σπαρκς, που βρισκόταν με την πλευρά των απεργών, πυροβολήθηκε δύο φορές από τις πολιτειακές πολιτοφυλακές στις τελευταίες ημέρες της μάχης, αλλά επέζησε. Όταν προσπάθησε να δημοσιεύσει μια αναφορά των γεγονότων, ο λογοκριτής του Στρατού αφαίρεσε τις περιγραφές των συνθηκών φτώχειας στις εταιρικές κοινότητες, λέγοντάς του, «Όχι κλάματα για αυτούς τους κοκκινόσβερκους».
Σε μία είδηση της 3ης Σεπτεμβρίου από το Λόγκαν, οι New York Times επαίνεσαν τον Τσέιφιν και τους τραμπούκους του και κατήγγειλαν τους απεργούς ανθρακωρύχους. «Ομοσπονδιακά στρατεύματα έφτασαν εδώ το απόγευμα για να ανακουφίσουν τον κουρασμένο εθελοντικό στρατό ο οποίος για αρκετές ημέρες μάχεται τη μάχη του νόμου και της τάξης ενάντια στην ανταρσία και την ανομία στη βουνίσια περιοχή κοντά στο όριο των κομητειών Λόγκαν-Μπουν», έγραφαν.
Την καταστολή των απεργών θα ακολουθούσε κλιμάκωση της γενικευμένης καταστολής και η ουσιαστική κατάρρευση του συνδικάτου UMWA. Στη Δυτική Βιρτζίνια, η συνδικαλιστική συμμετοχή θα συρρικνωνόταν από τα 50.000 μέλη σε μόλις μια χούφτα. Πανεθνικά, η συμμετοχή έπεσε από τις 600.000 στις μόλις 100.000. Η UMWA δεν θα έβλεπε μία αναβίωση μέχρι τους μαζικούς αγώνες της δεκαετίας του 1930 και τη δημιουργία του Κογκρέσου των Βιομηχανικών Οργανώσεων (Congress of Industrial Organizations – CIO).
Τα διδάγματα της μάχης
Δεν υπήρχες πιο μάχιμη και ταξικά συνειδητή μερίδα της αμερικανικής εργατικής τάξης από τους ανθρακωρύχους της Δυτικής Βιρτζίνια. Όμως οι ανθρακωρύχοι, όπως η υπόλοιπη εργατική τάξη, όντως «μάχονταν ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ» και στο καπιταλιστικό σύστημα που αυτή υπερασπιζόταν. Σε αυτή τη μάχη, τα πισωγυρίσματα και οι αντικομμουνιστικές τάσεις που επικράτησαν στα υψηλά κλιμάκια της UMWA, σήμαναν την ήττα της απεργίας.
Η ίδιες τάσεις θα επικρατούσαν και σε μετέπειτα εργατικούς αγώνες, στους βιομηχανικούς τομείς του καουτσούκ, των αυτοκινήτων, του χάλυβα, της συσκευασίας κρέατος και άλλες μαζικές βιομηχανίες, αποτρέποντας μία επαναστατική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος.
«Ο συνδικαλισμός, αντίθετα με τον κομμουνισμό», έλεγε το 1937 ο επί δεκαετίες πρόεδρος της UMWA, Τζον Λ. Λιούις, «προϋποθέτει τη σχέση εργασίας· είναι βασισμένος στο σύστημα μισθών και αναγνωρίζει πλήρως και ανεπιφύλακτα τον θεσμό της ιδιωτικής περιουσίας και το δικαίωμα στο επενδυτικό κέρδος». Απευθυνόμενος στους εργάτες, συνέχισε: «Οι οργανωμένοι εργάτες της Αμερικής, ελεύθεροι στη βιομηχανική τους ζωή, συνειδητοί συνεργάτες στην παραγωγή, ασφαλείς στα σπίτια τους και απολαμβάνοντας ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, θα αποδειχτούν το καλύτερο προπύργιο ενάντια στην εισβολή ξένων δογμάτων διακυβέρνησης».
Το αποτέλεσμα της κυριαρχίας τέτοιων απόψεων ήταν να μην καταφέρουν ποτέ οι εργάτες των ΗΠΑ να σηκώσουν ολοκληρωτικά το κεφάλι απέναντι στα αφεντικά τους. Όμως η μελέτη της Μάχης του Μπλερ Μάουντεν δείχνει ότι υπήρξε, και ίσως συνεχίζει να υπάρχει ένα τέτοιο δυναμικό στην εργατική τάξη. Η νέα γενιά εργαζομένων στις ΗΠΑ και διεθνώς μπορεί να λάβει τα διδάγματα αυτής της σύγκρουσης για τους δικούς της αγώνες.