Πιθανώς το μεγαλύτερο πρόβλημα στον παγκόσμιο αγώνα δρόμου για ένα εμβόλιο κατά του SARS-CoV-2, είναι το πώς αυτό το εμβόλιο θα γίνει διαθέσιμο στον πληθυσμό ολόκληρου του πλανήτη.
Υπάρχουν αλγεινά παραδείγματα από παρελθούσες επιδημίες, όπως αυτή του ιού H1N1, όπου πλούσιες χώρες προπαρήγγειλαν τεράστιες ποσότητες εμβολίων, χωρίς να αφήνουν διαθέσιμα εμβόλια για τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη. Ή από πολύ τοπικές επιδημίες, όπως αυτή του ιού Έμπολα στην Αφρική, όπου η διάθεση εμβολίου είχε αφεθεί στο «αόρατο χέρι» της αγοράς, με αποτέλεσμα την πολύ καθυστερημένη διάδοση ενός εμβολίου με αποτελεσματικότητα που άγγιζε το 100%.
Οι ανησυχίες είναι ακόμη μεγαλύτερες σε αυτήν την πανδημία του SARS-CoV-2, όπως δηλώνει μιλώντας στον Guardian η Jane Halton, πρώην υπουργός Υγείας και Οικονομικών της Αυστραλίας, και πρόεδρος της Συμμαχίας για τις Καινοτομίες στην Επιδημιολογική Προετοιμασία (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations – CEPI), μιας παγκόσμιας οργάνωσης που επιχειρεί να κατευθύνει πόρους χρηματοδότησης σε ανεξάρτητα ερευνητικά προγράμματα για την ανάπτυξη εμβολίων εναντίον αναδυόμενων μεταδοτικών ασθενειών.
«Ένα από τα πράγματα που με ανησυχούν είναι ο εμβολιαστικός εθνικισμός και έχω αρχίσει να χρησιμοποιώ αυτήν την ορολογία όταν μιλάω με ανθρώπους», λέει η Halton, για τον κίνδυνο να μονοπωλήσουν οι πλούσιες χώρες του πλανήτη την πρόσβαση σε ένα εμβόλιο για την ασθένεια CoViD-19.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Tedros Ghebreyesus: «Ενώ αναζητούμε εμβόλια, εάν δεν σπάσουμε τα εμπόδια στην ισότιμη διάθεση των προϊόντων, είτε είναι εμβόλια είτε θεραπείες, θα έχουμε πρόβλημα, οπότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα εκ των προτέρων». Ο ΠΟΥ έχει ανακοινώσει ότι σχεδιάζει τη δημιουργία μηχανισμών για την ισότιμη διάθεση εμβολίων, θεραπειών και τεστ για τον κορονοϊό.
«Δεν θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες», συμπλήρωσε ο Ghebreyesus.
Το CEPI, ο οργανισμός του οποίου ηγείται η Halton, επιχειρεί να προσπεράσει τις αδυναμίες της αγοράς των φαρμάκων στην χρηματοδότηση της έρευνας για ένα εμβόλιο. «Μια εταιρεία δύσκολα πρόκειται να ξοδέψει τα εκατοντάδες εκατομμύρια ή και τα δισεκατομμύρια δολάρια που χρειάζονται για την ανάπτυξη ενός εμβολίου, καθώς πιστεύει ότι υπάρχουν μονάχα 5% πιθανότητες να επιτύχει», λέει η Halton.
To CEPI θεωρεί ότι χρειάζεται 2 δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη τριών πιθανών εμβολίων, χρήματα στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος παρασκευής και διάθεσης. Έχει μέχρι στιγμής συγκεντρώσει περίπου το μισό από αυτό το ποσό και έχει χρηματοδοτήσει μεταξύ άλλων μια έρευνα για εμβόλιο στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, όπου οι ερευνητές κατάφεραν να παράξουν ένα πιθανό εμβόλιο εντός τριών εβδομάδων. Το συγκεκριμένο εμβόλιο βρίσκεται στη διαδικασία των δοκιμών.