Της Δήμητρας Μπέη
Με αφορμή την επανέναρξη των συζητήσεων γύρω από το Κυπριακό, κοιτάμε πώς η επιδίωξη ελέγχου από την ΕΕ και τις ΗΠΑ της ανατολικής πλευράς της Μεσογείου είναι πιθανό να αποκλείσει οποιαδήποτε σύγκρουση μεγάλης κλίμακας των πρώτων με την Τουρκία.
Η Κύπρος βρέθηκε και πάλι στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών συζητήσεων μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν στο Βαρώσι. Με τη δήλωσή του περί «δύο ξεχωριστών κρατών» έκανε ξεκάθαρη για μια ακόμη φορά τη θέση του υπέρ της διχοτόμησης του νησιού, κίνηση που εκλήφθηκε ως προβοκατόρικη μεν, συμβατή με τη μέχρι τώρα εξωτερική πολιτική του Τούρκου Προέδρου δε. Ωστόσο δεν θα πρέπει εντελώς να αξιολογηθεί ως μια ακόμα επίδειξη ισχύος από την πλευρά της Τουρκίας. Κι αυτό γιατί μετά την ανωτέρω δήλωσή του ο Πρόεδρος προχώρησε στην εξής: «Δεν βλέπουμε τον εαυτό μας αλλού, αλλά στην Ευρώπη. Προσδοκούμε να χτίσουμε το μέλλον μας μαζί με την Ευρώπη», στο πλαίσιο της συζήτησης που άνοιξε για την επιβολή κυρώσεων στη χώρα από την ΕΕ, κάτι που αναμένεται να συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής τον Δεκέμβρη.
Στην προκλητική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν σίγουρα εδράζεται η ανάγκη για συσπείρωση του πατριδόπληκτου ακροατηρίου του, τη στιγμή που η τουρκική λίρα συνεχίζει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και το απότοκο μιας προεδρικής αλαζονείας που έχοντας συγκεντρώσει το σύνολο των εξουσιών στο εσωτερικό, επιδίδεται σε θεατρινισμούς και μικροαπειλές στο εξωτερικό με στόχο την ενδυνάμωση, έστω και διπλωματικά, μιας χώρας που παραπαίει.
Ο Ερντογάν μόνο παράφρων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Γνωρίζει πολύ καλά το οικονομικό αδιέξοδο που καλείται να αντιμετωπίσει μιας και εν μέρει ο ίδιος το δημιούργησε. Η προσπάθειά του να απαγκιστρωθεί, μετά και τον μαζικό δανεισμό από το ΔΝΤ το 1998, από τις «δυτικές» οικονομικές φιλελεύθερες αρχές που θα εγκλώβιζαν τη χώρα του στις ευρωπαϊκές γεωστρατηγικές επιθυμίες, ήταν αυτό ακριβώς που τον οδήγησε στον άκρατο παρεμβατισμό και σε μια ανορθόδοξη και χαλαρή μακροοικονομική διαχείριση, που με τη σειρά της οδήγησε στην πολιτική αστάθεια που απέτρεψε την εισροή επενδύσεων στην χώρα. Αντίθετα έχει στρέψει την προσοχή του προς την Ανατολή προσεγγίζοντας στρατηγικά τη Ρωσία, το Ιράν και πιο πρόσφατα την Κίνα. Με τον ίδιο, λοιπόν, τρόπο που επιχείρησε να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που επιβάλλει το διεθνές περιβάλλον των δυτικών οικονομιών, επιχειρεί να καταστήσει και την Τουρκία ισχυρή γεωστρατηγικά για να αποτελέσει μια δυνατή περιφερειακή παρουσία στη γεωπολιτική σκακιέρα, επιχειρώντας να εντυπωσιάσει του γειτόνους του από τα Ανατολικά. Μια τέτοια εμμονή, όμως, απαιτεί την ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και τη συνεχή αύξηση των αμυντικών δαπανών. Δυστυχώς για τον Τούρκο Πρόεδρο, μεταξύ των υποψήφιων πωλητών είναι τόσο αυτοί που θέλει να αποφύγει (ΕΕ) όσο και αυτοί που θέλει να προσεγγίσει (Ρωσία, Κίνα). Αυτό δημιουργεί μια σημαντική συναλλαγή με την οποία εγκοπλώνεται όχι μόνο μια οικονομική αλλά και μια πολιτική εξάρτηση.
Βλέποντας, λοιπόν, τις πολιτικές του επιλογές να αποτυγχάνουν αναγκάζεται να επεκτείνει περαιτέρω την παραπάνω εξάρτηση, σε μια προσπάθεια να διασώσει την έκρυθμη οικονομική κατάσταση στη χώρα του. Αν και εξακολουθεί να απορρίπτει την υποστήριξη του ΔΝΤ, καθώς κάτι τέτοιο θα έπληττε το κύρος του μιας και θα ήταν ασύμφωνο με την προσπάθειά του να προβάλει την Τουρκία ως παγκόσμια δύναμη, εντούτοις τοποθετεί τις περισσότερες από τις ελπίδες του στη δημιουργία ανταλλακτικών/πιστωτικών γραμμών με κεντρικές τράπεζες του εξωτερικού, κυρίως με την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ταυτόχρονα το Κατάρ έχει ήδη παράσχει την αναγκαία ξένη χρηματοδότηση για την ενίσχυση των εξαντλημένων αποθεμάτων της Τουρκίας. Όμως, όσο περισσότερο αποστρέφεται το ΔΝΤ, τόσο οι ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν χαλαρώνουν τα αυστηρά κριτήριά τους για τον καθορισμό των νομισματικών συναλλαγών. Ο Ερντογάν δεν είναι πρόθυμος να κάνει ριζικές αλλαγές στην οικονομική του πολιτική ούτε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση αυτών των κριτηρίων. Του δόθηκε μια προσωρινή βοήθεια από το Κατάρ, αλλά θα χρειαστεί να εξασφαλίσει επιπλέον χρηματοδότηση σύντομα.
Όντας σε αυτή τη δυσχερή θέση, ο Ερντογάν ξέρει ότι πρέπει να βγάλει νύχια και να υπενθυμίσει σε όλους πόσο τον χρειάζονται.
Σημαντικό χαρτί του Τούρκου Προέδρου είναι η ενεργειακή συνεργασία με την ΕΕ. Η Τουρκία βρίσκεται σε ευνοϊκή τοποθεσία στην άκρη των μεγαλύτερων αποθεμάτων υδρογονανθράκων στον κόσμο. Στην ευρύτερη γειτονιά της Τουρκίας -τη λεκάνη της Κασπίας, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική- βρίσκεται περισσότερο από το 70% του παγκόσμιου εφοδιασμού σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η πρόσβαση σε αυτά τα ενεργειακά αποθέματα στην περιοχή αποτελεί την ύψιστη προτεραιότητα της εξωτερικής ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Έχοντας όλο και περισσότερο εξαρτηθεί από τις εισαγωγές ενέργειας (ιδίως το ρωσικό φυσικό αέριο), η ΕΕ πρέπει απεγνωσμένα να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές της και τις διαδρομές ενέργειας. Ο κύριος στόχος της λεγόμενης νότιας στρατηγικής της ΕΕ είναι η κατασκευή ενός ανεξάρτητου διαδρόμου μεταφορών στα αποθέματα φυσικού αερίου της Κασπίας και της Μέσης Ανατολής. Μπορεί από τη μια οι επαφές μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου, Κύπρου και Ισραήλ να μοιάζουν απειλητικές. Από την άλλη, όμως, οι πιο οικονομικά εφικτοί αγωγοί του νότιου διαδρόμου φυσικού αερίου διέρχονται από την τουρκική επικράτεια. Αυτό το γεγονός καθιστά τη συνεργασία Τουρκίας και ΕΕ ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της δεύτερης. Και ακριβώς αυτή η ιδιότητα της Τουρκίας την καθιστά και μια καλή υποψήφια για μέλος της.
Εξίσου σημαντική είναι και η παρουσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στη Συρία. Μπορεί οι ΗΠΑ να αποφάσισαν την απόσυρση των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, συνειδητά όμως απέκλεισαν μια ανάλογη απόσυρση και από τη Συρία. Κι αυτό γιατί τη δεδομένη χρονική περίοδο είναι το τελευταίο και ιδιαίτερα σημαντικό απάγκιο που διαθέτουν ώστε να ασκούν έλεγχο στην περιοχή, ενώ διαφημίζουν την επιστροφή των στρατιωτών τους. Η Συρία έχει στενή σχέση με το Ιράν και τη Ρωσία, παίζει σημαντικό ρόλο στον Λίβανο και έχει ιστορία αντιπαλότητας με το Ιράκ. Η παρουσία επομένως μιας ακόμα νατοϊκής δύναμης στην περιοχή σίγουρα είναι ατού για τις ΗΠΑ. Έτσι δεν δίστασαν να προσφέρουν στον Τούρκο Πρόεδρο ως πρόβατο έτοιμο για σφαγή τους Κούρδους, δίνοντάς του το πράσινο φως να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον αυτών και του PKK. Η συνεργασία με μια κυβέρνηση, έστω και αμφιβόλου ποιότητας όπως αυτή του Ερντογάν, σίγουρα μοιάζει ιδανικότερη από τους απρόβλεπτους αγωνιστές και αγωνίστριες του SDF. Ο συντονισμός των πολιτικών των δύο χωρών στη Συρία σίγουρα βοηθάει και στις επαφές της Τουρκίας με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ για εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας. Παρόλο που οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ κάνουν λόγο για καθαρά οικονομικά κριτήρια μιας μελλοντικής ενίσχυσης, η Τουρκία έχει στείλει ήδη δύο δωρεές ιατρικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας του COVID-19, ενώ αποσύρθηκε και διακριτικά από την υπόσχεση ενεργοποίησης του εναέριου ρωσικού αμυντικού συστήματος S-400 σε μια απέλπιδα προσπάθεια καλής θέλησης.
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε σίγουρα και την αλληλεξάρτηση των διεθνών οικονομιών. Τα τρέχοντα τουρκικά οικονομικά προβλήματα οφείλονται προφανώς στη λανθασμένη εσωτερική διαχείριση. Μπορούν όμως εύκολα να εξαπλωθούν στην Ευρώπη και να αποτελέσουν πρόβλημα και για τη Δύση. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης σίγουρα τρέμουν μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Τουρκίας. Κι αυτό γιατί πολλά από αυτά ακόμη και μετά από τέσσερα χρόνια συνεχιζόμενης τουρκικής κρίσης, εξακολουθούν να συμμετέχουν στην τουρκική οικονομία με επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ. Αν και παρατηρείται μια μείωση της δραστηριότητάς τους στη χώρα, οι ισπανικές, γαλλικές, βρετανικές και γερμανικές τράπεζες έχουν επενδύσει μέχρι στιγμής πάνω από εκατό δισεκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία. Ουσιαστικά οι στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης (ιδίως της Γερμανίας) και της Τουρκίας, καθιστούν δύσκολη την επιβολή κυρώσεων παρά τις συνεχείς παραβιάσεις και απειλές της Τουρκίας κατά των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και ο Τούρκος πρόεδρος δεν φοβάται ότι οι Ευρωπαίοι θα αποκλείσουν τις τουρκικές τράπεζες από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως έκαναν κάποτε οι ΗΠΑ με τις ρωσικές τράπεζες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Και ακριβώς αυτές οι προνομιακές σχέσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία είναι που καθιστούν επίφοβη την επικείμενη λήξη της θητείας της Καγκελαρίου Μέρκελ. Ο Ερντογάν δεν θα είναι σε θέση να βασίζεται στη γερμανική «καλοσύνη» για πάντα. Και επειδή ακριβώς η σύμμαχός του τον αφήνει σιγά-σιγά, αυτός πρέπει να εκβιάσει την είσοδό του στην ΕΕ, ή έστω την οικονομική βοήθεια από αυτή. Σίγουρα το Κυπριακό αποτελεί αγκάθι στην υποψηφιότητα της χώρας για την ΕΕ και ο Ερντογάν σίγουρα θέλει να το αποτάξει από πάνω του. Όμως είναι αποφασισμένος να το κάνει με τους δικούς του όρους, γιατί ξέρει ότι έχει ακόμα τα περιθώρια. Η εικόνα που πρέπει να προάγει στο εσωτερικό της χώρας του είναι αυτή ενός ισχυρού ηγέτη που κρατάει στο χέρι του τους Ευρωπαίους. Και εν μέρει αυτό είναι αλήθεια. Ενέργειες όπως η μη τήρηση του Συμφώνου για το Προσφυγικό του 2016, οι συνομιλίες με τη Ρωσία και οι παραβιάσεις των θαλάσσιων συνόρων, άλλες φορές θορυβούν πράγματι τους Ευρωπαίους ηγέτες και άλλες φορές τους αναγκάζουν να προβούν σε τυπικές καταδίκες προς υποστήριξη λοιπών κρατών-μελών, συγκεκριμένα της Ελλάδας και της Κύπρου, οι οποίες με τη σειρά τους πρέπει και αυτές να προωθήσουν την αντιτουρκική προπαγάνδα χάριν εσωτερικών δεξιόστροφων πιέσεων.
Φυσικά ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΕ αντιμετωπίζουν φιλικά τον Ερντογάν. Κι αυτό γιατί δημιουργεί συνεχώς πολιτική αστάθεια σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιοχή γι’ αυτούς. Και σίγουρα ένα τεταμένο κλίμα δεν βοηθάει στην άσκηση ελέγχου. Η Κύπρος αποτελεί μήλον της Έριδος μιας και η θέση της εξασφαλίζει ακριβώς αυτόν τον έλεγχο. Μια διχοτόμηση του νησιού θα αποτελούσε βολική λύση για τους δύο «αντιπάλους». Θα εξασφάλιζε τόσο την ευρωπαϊκή παρουσία στην περιοχή από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων, όσο και την Τουρκική από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων. Η Ευρώπη όμως θέλει να προχωρήσει διακριτικά σε μια συμφωνία για το Κυπριακό χωρίς να θίξει τα συμφέροντα κυρίως της ελληνικής κυβέρνησης που θέλει να ασκήσει εθνικιστική προπαγάνδα σε ξένα χωράφια, όσο παράλογο κι αν μοιάζει αυτό δεδομένης της απάθειας του Προέδρου Αναστασιάδη. Ιδανικά θα προτιμούσε να συνεννοηθεί με μια μη Ερντογανοκρατούμενη Τουρκία. Γι’ αυτό είναι πιθανό να μην προχωρήσει ακόμα σε διευθέτηση του ζητήματος. Ξέρει ότι θα δεχτεί τα πυρά τόσο ενός απελπισμένου και ανεξέλεγκτου Προέδρου, όσο και της αντιτουρκικής ευρωπαϊκής μερίδας.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η οποιαδήποτε απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από τον λαό της Κύπρου και μόνο. Αυτή η πιθανότητα ωστόσο ολοένα και ξεθωριάζει μπροστά στα διεθνή γεωπολιτικά συμφέροντα.