Δυο εικόνας ήρθαν να στοιχειώσουν τον φετινό εορτασμό της ημέρας των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, που παραδοσιακά σηματοδοτεί και την έναρξη της εορταστικής περιόδου για τα Χριστούγεννα: Χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη τη χώρα πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από πολυκαταστήματα για την απόφαση των ιδιοκτητών να τα κρατήσουν ανοιχτά και ανήμερα της εθνικής εορτής.
Την ίδια ώρα σε δρόμους αρκετών αμερικανικών πόλεων δημιουργούνταν οι μεγαλύτερες ουρές για συσσίτιο που έχει γνωρίσει η χώρα από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30.
Όπως ήταν αναμενόμενο και οι δυο εικόνες πέρασαν σχετικά απαρατήρητες στα μεγάλα δίκτυα ενημέρωσης τα οποία ζούσαν ακόμη τη μέθη από το ξέφρενο ράλι που χαρακτήρισε την πορεία των χρηματαγορών το Νοέμβριο. Ο δείκτης Dow Jones ξεπέρασε για πρώτη φορά το Νοέμβριο το όριο των 16.000 μονάδων ύστερα από επτά συνεχείς εβδομάδες ανόδου. Τις ίδιες ημέρες ο χρηματιστηριακός δείκτης Standard & Poor’s 500 ξεπερνούσε για πρώτη φορά στην ιστορία τις 1800 μονάδες.
Ποια είναι λοιπόν η πραγματική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας: οι ουρές των συσσιτίων ή το ξέφρενο ράλι του χρηματιστηρίου; Ή για να γίνουμε πιο σαφείς είναι η εκρηκτική άνοδος του χρηματιστηρίου αποτέλεσμα μιας ακόμη φούσκας που απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή μήπως κρύβεται και κάτι άλλο πίσω από την συνύπαρξη της απόλυτης φτώχειας με τον υπέρμετρο πλουτισμό;
Επιστροφή στο ρίσκο
Οι περισσότεροι αναλυτές στις ΗΠΑ συμφωνούν ότι οι «τζογαδόροι» της οικονομίας καζίνο των ΗΠΑ έχουν αρχίσει να αναλαμβάνουν επενδυτικό ρίσκο που θυμίζει τις ανέμελες ημέρες πριν από το 2007. Παρόλα αυτά μια πρόχειρη ματιά στο Ιντερνετ αρκούσε για να διαπιστώσει κανείς ότι η άνοδος του χρηματιστηρίου συνοδευόταν από εντονότατη ανησυχία για τη δημιουργία μιας ακόμη φούσκας. Όπως παρατηρούσε μάλιστα το δίκτυο CNBC οι αναζητήσεις στη μηχανή αναζήτησης Google για τις λέξεις «φούσκα» και «χρηματιστήριο» εκτινάχθηκαν μαζί με τους δείκτες του χρηματιστηρίου.
Οι δημοσιογράφοι του συγκεκριμένου δικτύου, βέβαια, προσπαθούσαν βέβαια να πείσουν τους τηλεθεατές τους ότι η άνοδος στις αναζητήσεις στο Google είναι θετικό σημάδι καθώς η κοινή γνώμη έχει επίγνωση των κινδύνων και συνεπώς δεν θα ξαναπέσει στην παγίδα που βρέθηκε μετά το 2007, όταν έσπασε η φούσκα της αμερικανικής αγοράς ακινήτων. Η μεγάλη διαφορά, εκτιμούσαν οι Αμερικανοί αναλυτές είναι ότι έχουν τελειώσει τα χρόνια της αθωότητας: Πριν από το 2007 μια γενιά νεαρών απόφοιτων πανεπιστημίων, που έμπαιναν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να τζογάρουν με την αυθάδεια μαθητευόμενου μάγου, μπορούσαν θεωρητικά να υποστηρίξουν ότι δεν είχαν γνωρίσει παρόμοια κρίση τις τελευταίες δεκαετίες και συνεπώς δεν γνώριζαν τις ενδεχόμενες συνέπειες των πράξεών τους.
Σήμερα, μόλις πέντε χρόνια από την κρίση του 2008, κανένας δεν δικαιούται να υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την ανάληψη μεγαλύτερου επενδυτικού ρίσκου στις καθημερινές συναλλαγές. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγαν λοιπόν ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές στις ΗΠΑ, βλέποντας τη λέξη «φούσκα» να κυριαρχεί στο ίντερνετ, ήταν ότι οι χρηματιστές αλλά και η κοινή γνώμη γνωρίζουν τους κινδύνους και θα αποτρέψουν την καταστροφή.
Η συγκεκριμένη θέση, εκτός του ότι είναι επιεικώς απλουστευτική στη σύλληψή της, φαίνεται να αναπαράγει μια διαδεδομένη αντίληψη ότι η αστάθεια ή η ευρωστία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος οφείλεται στην «ηθική» ή την «ανηθικότητα» επενδυτών και χρηματιστών καθώς το σύστημα από μόνο του λειτουργεί υποδειγματικά.
Αυτό που ελάχιστοι θέλησαν να σημειώσουν στις αναλύσεις τους είναι ότι η εκρηκτική άνοδος στα χρηματιστήρια δεν συνδέεται μόνο με τα χαρακτηριστικά σπέκουλας που επικρατούν στην αγορά αλλά πολύ περισσότερο με τα ανέλπιστα προνόμια που προσφέρει στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο η κυβέρνηση Ομπάμα. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο αστάθειας από το 2008, η άνοδος των δεικτών δεν είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα φούσκας – όπως φυσικά δεν αποτελούν και ένδειξη ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας. Το μυστικό της χρηματιστηριακής έκρηξης βρίσκεται στις συνεχείς παρεμβάσεις του Αμερικανού προέδρου ο οποίος ρίχνει χρήματα των φορολογούμενων, όχι πλέον για τη διάσωση αλλά για την ενίσχυση των αμαρτωλών οικονομικών κολοσσών.
Ουσιαστικά το σημερινό ράλι στο χρηματιστήριο έχει τις ρίζες του στο 2009 όταν ο υπουργός οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ ανοίγει τον κρατικό κορβανά για να αγοράσει υπερτιμολογημένα τοξικά στοιχεία των τραπεζών. Την ημέρα της απόφασης ο Dow Jones θα κερδίσει 7% και θα κλείσει με άνοδο 497 μονάδων. Θα ακολουθήσει η «διάσωση» της General Motors και της Chrysler στην οποία το κράτος ουσιαστικά αγοράζει τις εταιρείες χωρίς όμως να αποκτά τον έλεγχο στη διαχείρισή τους ενώ επιβάλλει περικοπές μισθών και επιδομάτων για τους εργαζόμενους. Ο Dow Jones απαντά στο ανέλπιστο αυτό δώρο με την μεγαλύτερη άνοδο (διάρκιας τεσσάρων εβδομάδων) που είχε παρατηρηθεί από το 1933.
Το 2010 η κυβέρνηση αποφασίζει να επεκτείνει για δυο ακόμη χρόνια τη σκανδαλώση φοροασυλία των ανώτατων οικονομικά στρωμάτων ενώ προσφέρει ουσιαστικά άφεση αμαρτιών σε στελέχη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα έπρεπε να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη για πράξεις και παραλείψεις περασμένων χρόνων.
Μέχρι το 2013 ο Ομπάμα ψαλίδιζε συνεχώς το πρόγραμμά του για δωρεάν και καθολική ιατροφαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού ενώ προχώρησε σε περικοπές δαπανών ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που έπληξαν τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και ενίσχυσαν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Καθώς οι δημόσιες δαπάνες περιορίζονταν με πρωτοφανείς ρυθμούς οι φορολογικές ελφρύνσεις για τις μεγάλε επιχειρήσεις αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο.
Σήμερα, αν παρατηρήσει κανείς την πορεία των δεικτών του χρηματιστηρίου θα διαπιστώσει ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη με το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων αμερικανών πολιτών. Η φετεινή εορταστική περίοδος που ξεκίνησε ουιαστικά με την ημέρα των ευχαριστιών είχε τις μεγαλύτερες ουρές σε σισίτια που έχουν γνωρίσει οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του ‘30. Ο αριθμός των ανθρώπων που επιβιώνει με κουπόνια τροφίμων εκτινάχθηκε από τα 28.2 εκατομμύρια το 2008 στα 47.7 τον Απρίλιο του 2013 – αύξηση δηλαδή 70%. Μόνο την τελευταία χρονιά δημιουργήθηκαν ένα εκατομμύριο νέοι δικαιούχοι για τα συσσίτια. Από τη στιγμή που ξεκίνησε το πρόγραμμα διάσωσης των τραπεζών από τον Τζορτζ Μπους και τον Μπαράκ Ομπάμα το μέσο νοικοκυριό έχασε πάνω από το 8% της αγοραστικής του δύναμης τη στιγμή που το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού βλέπει την περιουσία του να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.
Στην ερώτηση λοιπόν αν η εκτίναξη των δεικτών των χρηματιστηρίων είναι αποτέλεσμα μιας ακόμη φούσκας που ενδέχεται να σκάσει ανά πάσα στιγμή οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής η απάντηση είναι: ναι αλλά όχι μόνο. Τα κεφάλαια που απολαμβάνουν οι οικονομικές ελίτ των ΗΠΑ δεν είναι μόνο αέρας κοπανιστός που προήλθε από τη σπεκουλαδόρικη λειτουργία των αγορών αλλά κυρίως τα χρήματα των Αμερικανών φορολογούμενων τα οποία ο πρόεδρος Ομπάμα κατάφερε να μεταφέρει στην Wall Street σε μια από τις μεγαλύτερες αναδιανομής εισοδήματος στην ιστορία του τελευταίου αιώνα.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Δεκέμβριος 2013
Σχετικά θέματα:
Κρίση και άγιος ο θεός
Σταφύλια της οργής στην αγορά τροφίμων