του Ανδρέα Κοσιάρη
«Δεν υπάρχουν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ.
Κι αν υπάρχουν, δεν έχει διαφορά να διασωληνώνεσαι εκτός ΜΕΘ.
Κι αν έχει διαφορά, δεν υπάρχει μελέτη που να το αποδεικνύει.
Κι αν υπάρχει μελέτη, δεν την έχουμε δει.
Κι αν την έχουμε δει, δεν την έχει δει ο πρωθυπουργός.
Κι αν την έχει δει ο πρωθυπουργός, δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Κι αν είναι να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, δεν είναι αξιόπιστη.
Κι αν είναι αξιόπιστη, φταίνε οι γιατροί.
Κι αν δεν φταίνε οι γιατροί, είναι ήσσονος σημασίας.
Κι αν δεν είναι ήσσονος σημασίας, την πήρε ο Πρεζεράκος.
Κι αν δεν την πήρε ο Πρεζεράκος, πάντως σίγουρα δεν την πήρε το Μαξίμου.
Και στο κάτω-κάτω, σιγά τη μελέτη.»
Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η πορεία της «υπερασπιστικής γραμμής» της κυβέρνησης. Ξεκινώντας από τις αρνήσεις του υπουργείου Υγείας στην αρχή του δεύτερου κύματος τον Νοέμβριο του 2020, προχωρώντας στους ανεκδιήγητους ισχυρισμούς του πρωθυπουργού, αφενός σε συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χειμώνα και πιο πρόσφατα στην περίφημη πλέον ομιλία του στη Βουλή την 1η Δεκεμβρίου, και συνεχίζοντας σε όσα έχουν ακουστεί από επίσημα χείλη στη μία εβδομάδα από την peer-reviewed δημοσίευση της μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα.
Ευθεία γραμμή δεν τη λες — είναι πιο τεθλασμένη κι από πορεία σκιέρ σε κατάβαση σλάλομ. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά αν εγώ κατηγορούσα κάποιον για κάτι, και η απάντηση-δικαιολόγησή του είχε αυτήν την πορεία, να αλλάζει υπό το βάρος νέων αποδείξεων και να μετακινεί συνεχώς τα γκολπόστ, μια αμφιβολία για την αθωότητά του θα την είχα.
Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι η μελέτη. Η μελέτη απλά έβαλε αριθμούς στο προφανές. Ένα σοβαρά οργανωμένο κράτος δεν θα τη χρειαζόταν. Τα δεδομένα αυτά θα έπρεπε αφενός να είναι δημόσια διαθέσιμα, και αφετέρου να σταθμίζονται από τις στατιστικές υπηρεσίες του ίδιου του κράτους.
Όμως το ελληνικό κράτος έχει μια ιδιαίτερα ισχυρή αλλεργία στη δημοσιοποίηση δεδομένων – ήτοι, απλά δεν τα δημοσιεύει. Είναι χαρακτηριστικό πως για να ενημερωθεί κανείς για την πορεία της πανδημίας στη χώρα, για να δει τις αλλαγές σε σημαντικούς δείκτες μέτρησης, πρέπει να αποταθεί σε λογαριασμούς στο twitter.
Βέβαια, το ελληνικό κράτος ξέρει γιατί δεν δημοσιεύει τα απαραίτητα δεδομένα. Διότι αν τα δημοσίευε, θα μπορούσαν πολύ περισσότεροι να δουν πόσο έχει αποτύχει στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Για παράδειγμα, στην αρχή της πανδημίας ο ΕΟΔΥ δημοσίευε το ποσοστό των κρουσμάτων κάθε ημέρας που ήταν αγνώστου προελεύσεως, τα λεγόμενα «ορφανά κρούσματα». Επειδή η χώρα δεν οργάνωσε ποτέ ένα σοβαρό σύστημα ιχνηλάτησης, το ποσοστό των κρουσμάτων που δεν ξέραμε από πού έχουν κολλήσει, βρισκόταν μόνιμα πάνω από το 50%. Στην πορεία, ο ΕΟΔΥ αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα δια της μάχαιρας. Έπαψε να δημοσιεύει το ποσοστό «ορφανών» στα ημερήσια κρούσματα. Δεν έφτιαξε το σύστημα ιχνηλάτησης — αν μη τι άλλο, η επιδημιολογική επιτήρηση του ΤΤΙ (test-trace-isolate: τεστάρισμα-ιχνηλάτηση-απομόνωση) μάλλον κατέρρευσε ακόμα περισσότερο. Δεν το ξέρουμε στα σίγουρα όμως, διότι το κράτος δεν δίνει τα δεδομένα. Σκέπασε τα σκατά του με άμμο και νομίζει πως επειδή δεν τα βλέπουμε, δεν υπάρχουν.
Το ίδιο και με τη θνητότητα στις ΜΕΘ, στους διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ και στους θανάτους χωρίς καν να προηγηθεί η διασωλήνωση. Τα δεδομένα αυτά θα έπρεπε να παρουσιάζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις δημόσιες υπηρεσίες. Και επάνω σε αυτά τα δεδομένα θα έπρεπε να θεμελιώνονται οι κυβερνητικές αποφάσεις. Αντ’ αυτού, ψάχνουμε μέρες να διαπιστώσουμε αν είδε ο πρωθυπουργός τη μελέτη του επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, με τον οποίο υποτίθεται μιλάνε «τρεις φορές την εβδομάδα». Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό.
Διότι εννοείται πως ο πρωθυπουργός, και κάθε μέλος της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου, κάθε κομματικό στέλεχος και κάθε απλός πολίτης, ξέρουν πολύ καλά ότι το ΕΣΥ δεν αντέχει πολλή πίεση. Δεν αντέχει λόγω υποστελέχωσης, δεν αντέχει λόγω έλλειψης εξοπλισμού, δεν αντέχει λόγω ακαταλληλότητας διοίκησης και λόγω της διαχρονικής εμμονής του ελληνικού κράτους να αδιαφορεί για την επαρχία και να επικεντρώνεται στην πρωτεύουσα.
Όλα αυτά τα ξέρουμε, όλοι μας, από πριν ξεκινήσει η πανδημία. Δεν ξέραμε με ακρίβεια αριθμούς. Π.χ. δεν ξέραμε ότι το ΕΣΥ ξεκινά να καταρρέει με πάνω από 200 διασωληνωμένους ασθενείς. Εκεί είναι το όριο που κατέδειξε η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα: 200 άνθρωποι. Οι 750 κλίνες ΜΕΘ και οι 1200 και ό,τι άλλα μπαρμπούτσαλα μπορεί να εκστόμισαν οι κυβερνητικοί όλους αυτούς του μήνες, είναι νούμερα άνευ σημασίας. Τι να τις κάνεις τις 1200 κλίνες (που δεν είναι τόσες ορθά εξοπλισμένες έτσι κι αλλιώς), αν το προσωπικό επαρκεί για να λειτουργήσουν με αξιοπρέπεια μόλις οι 200 από αυτές;
Γιατί είναι όμως σημαντική η μελέτη; Διότι, ελλείψει αντίστοιχων μελετών που θα έπρεπε να κάνουν και να δημοσιεύουν οι κρατικές υπηρεσίες, με την μελέτη αυτή και τη γνώση της από τον πρωθυπουργό τεκμαίρεται ευθύνη.
Η ευθύνη υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Την καταλαβαίνουμε και την αποδίδουμε όλοι. Η κυβέρνηση έχει ευθύνη για τη μη ενίσχυση του ΕΣΥ. Η μη ενίσχυση αυτή, έχει οδηγήσει άμεσα σε θανάτους — χιλιάδες θανάτους, για τους οποίους μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2021, δύο χρόνια παρά κάτι μήνες από την έναρξη της πανδημίας, ο πρωθυπουργός δημόσια αρνήθηκε ότι έχει γνώση. Κι αν επέμενε σε αυτή την άρνηση, γελοία και χυδαία κατά τα άλλα, χωρίς όμως την ύπαρξη σαφών στοιχείων που να τον διαψεύδουν, ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να επικαλεστεί αμέλεια.
Η ύπαρξη όμως της μελέτης, και η βέβαιη γνώση της από τον πρωθυπουργό, παίρνει την ευθύνη του από την απλή αμέλεια και την περνά στο επίπεδο της προμελέτης. Ο πρωθυπουργός ήξερε — όχι μόνο ήξερε έτσι γενικά, όπως ξέρουμε όλοι. Ήξερε πολύ συγκεκριμένα. Ήρθε ένα δάχτυλο στα τέλη Μαΐου 2021 και του έδειξε στο χαρτί το όριο: 200 άνθρωποι. Και αυτός, ο Μωυσής, ο Θεός, ο «ό,τι σας κάνει κέφι για γλείψιμο», συνέχισε με την ιδεοληπτική αποδυνάμωση του ΕΣΥ, με τις αγορές περιπολικών και εξοπλιστικών, με τις αναθέσεις σε κολλητούς και κουμπάρους και κομματικούς φίλους, με το άνοιγμα τουρισμού χωρίς ελέγχους, με την πολιτική «μόνο εμβόλιο και κανένα μέτρο».
Από ένα σημείο κι έπειτα παύει να είναι εγκληματική αμέλεια. Από το δάχτυλο εκείνο κι έπειτα είναι εκ προμελέτης έγκλημα. Και το χάος της τεθλασμένης «υπερασπιστικής γραμμής» δείχνει τον πανικό και τη φούρια για να κρυφτεί ακριβώς αυτή η γνώση, αυτό το δάχτυλο, αυτό το όριο των διακοσίων ανθρώπων που αντέχει το σύστημα να παλεύουν ταυτόχρονα για τη ζωή τους. Ήξεραν αρχικά αόριστα, έπειτα ήξεραν οριστικά και συγκεκριμένα, και συνέχισαν το έγκλημα.