Της Δήμητρας Μπέη
Στις 28 Νοεμβρίου, ο Ιρανός πυρηνικός επιστήμονας Μοχσέν Φαχριζαντέχ δολοφονείται κοντά στην Τεχεράνη. Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ζητάει την «οριστική τιμωρία» όσων διέπραξαν αυτό το έγκλημα. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η δολοφονία ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ και τη Μοσάντ. Η δολοφονία του Φαχριζαντέχ ήρθε σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν. Τις ημέρες που προηγήθηκαν οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις σε κινεζικές και ρωσικές εταιρείες που προώθησαν το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν.
Η καταδίκη της δολοφονίας από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικό θεωρούνταν αναμενόμενη. Η αντίστοιχη του κινεζικού όμως ήταν απροσδόκητη. Η εκπρόσωπός του, Χούα Τσούνινγκ, έκανε λόγο για «υπονόμευση της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας». Και ήταν απροσδόκητη ακριβώς γιατί αποτελεί μία από τις εκφάνσεις της αλλαγής πολιτικής πλεύσης στην περιοχή από τη μεριά της Κίνας. Μέχρι τώρα έκανε απλά επενδύσεις ως μια μεγάλη αλλά διακριτική δύναμη. Τώρα επιχειρεί να εξαργυρώσει την οικονομική της επιτυχία εμπλεκόμενη και διπλωματικά. Κι αυτό σε μια στιγμή που η μακροχρόνια κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή δείχνει σημάδια παρακμής.
O κεντρικός άξονας της οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης ανάμεσα στην Κίνα και τις χώρες της Μέσης Ανατολής εντοπίζεται σε δύο βασικές πρωτοβουλίες της κινεζικής κυβέρνησης. Tο «Έγγραφο αραβικής πολιτικής» του 2016 και το «Όραμα και δράσεις» του 2015, υπό το πρίσμα πάντα της πρότερης πρωτοβουλίας BRI (Belt and Road Initiative) του 2013 που αφορά μελλοντικές επενδύσεις της Κίνας σε πάνω από 70 χώρες. Το πλαίσιο συνεργασίας που περιγράφεται σε αυτά τα έγγραφα επικεντρώνεται στον πολιτικό συντονισμό, τη συνδεσιμότητα εγκαταστάσεων, το απρόσκοπτο εμπόριο, την οικονομική ολοκλήρωση και τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Εμφανής είναι η απουσία αναφοράς στην ασφάλεια και τη στρατιωτική συνεργασία. Αυτό υποστηρίζει την κινεζική αφήγηση ότι το BRI αφορά την ανάπτυξη και όχι κάποια γεωπολιτική στρατηγική.
Το 2015 η Κίνα έγινε επίσημα ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εισαγωγέας αργού πετρελαίου. Σχεδόν το ήμισυ του εφοδιασμού της προέρχεται από τη Μέση Ανατολή. Η Μέση Ανατολή είναι στρατηγικά ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Οι εμπορικές διαδρομές της συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη και την Αφρική. Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντική για το μέλλον του BRI. Είναι ένα από τα ισχυρότερα μέσα που θα τοποθετήσει την Κίνα στο κέντρο των παγκόσμιων εμπορικών δικτύων.
Και ίδιοι οι ηγέτες όμως της Μέσης Ανατολής στρέφονται όλο και περισσότερο προς την Κίνα ως στρατηγικό εταίρο. Οι έξι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν διαφοροποιήσει τις εξωτερικές πολιτικές τους τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στην ανατολική Ασία. Αυτή η αλλαγή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο βασικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι ότι η θεαματική οικονομική άνοδος της Κίνας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αυτή οδήγησε σε απότομη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης της χώρας με υποψήφιους παρόχους φυσικά τις χώρες του Κόλπου. Ο δεύτερος παράγοντας αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη αβεβαιότητα των κρατών του Κόλπου σχετικά με την πορεία των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ. Το δόγμα των Αμερικάνων «μου δίνεις πετρέλαιο σου εξασφαλίζω ασφάλεια» αμφισβητείται.
Σε περιφερειακό επίπεδο, τα αραβικά κράτη του Κόλπου, ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, ανησυχούν ότι μια νέα πυρηνική συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν θα κάνει την Τεχεράνη πιο διεκδικητική. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι η ανασφάλεια των κρατών της Μέσης Ανατολής για μια ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, με τον Μπάιντεν πια στο τιμόνι των ΗΠΑ μοιάζει απίθανο.
Γι΄αυτό και οι χώρες του Κόλπου προσπαθούν να αποφύγουν την υπερβολική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ. Έχουν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να συμμετάσχουν στο BRI και να προσελκύσουν κινεζικές επιχειρήσεις. Πολλά από αυτά τα κράτη θεωρούν την Κίνα ως ένα χρήσιμο εργαλείο στις στρατηγικές τους για διαφοροποίηση όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά από τις ΗΠΑ, σε μια στιγμή φαινομενικής απόσυρσης των ΗΠΑ από την περιοχή. Ωστόσο τα κράτη της Μέσης Ανατολής δεν αυταπατώνται. Γνωρίζουν τους περιορισμούς της Κίνας ως παρόχου ασφαλείας και, ως εκ τούτου, διαχειρίζονται προσεκτικά τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, αφού οι ΗΠΑ εξέφρασαν ανησυχία για τις πιθανές συνέπειες στην ασφάλεια εξαιτίας της αυξημένης τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ του Ισραήλ και της Κίνας, ορισμένες ισραηλινές εταιρείες σύμφωνα με πληροφορίες αποσύρθηκαν από τις συμφωνίες με κινεζικές εταιρείες.
Το Πεκίνο ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια φαίνεται να επιχειρεί να ανατρέψει, ουσιαστικά τουλάχιστον, την ουδέτερη αφήγησή του. Κι αυτό γιατί η εντεινόμενη δέσμευση της Κίνας με χώρες αντιμαχόμενες μεταξύ τους δεν μπορεί να συνεχιστεί. Πρέπει να προστατεύσει τα συνεχώς αυξανόμενα οικονομικά συμφέροντά της στην περιοχή. Με το να μένει απαθής γνωρίζει ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει τον πολιτικό έλεγχο που απαιτείται για να επιτευχθεί αυτή η προστασία.
Μέχρι σήμερα, η Κίνα έχει συνάψει οικονομικές συμφωνίες με 15 χώρες της Μέσης Ανατολής. Συμμετέχει σε αποστολές θαλάσσιας ασφάλειας και κατά της πειρατείας στην Αραβική Θάλασσα και στον Κόλπο του Άντεν. Έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επιχειρήσεις για τη διάσωση των υπηκόων της από τη Λιβύη το 2011 και την Υεμένη το 2015. Έχει αυξήσει τις προσπάθειες διαμεσολάβησης σε κρίσεις όπως αυτές στη Συρία και την Υεμένη. Με προσοχή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να πείσει την Τεχεράνη να υπογράψει την πυρηνική συμφωνία του Ιράν. Επιπλέον, η δημιουργία της πρώτης υπερπόντιας στρατιωτικής βάσης της Κίνας, στο Τζιμπουτί, καθώς και η πιθανή στρατιωτικοποίηση του πακιστανικού λιμανιού της Γκουαντάρ, συμβάλλει στην ανάπτυξη της στρατιωτικής παρουσίας της χώρας κοντά σε κρίσιμα θαλάσσια σημεία του Στενού του Ορμούζ και του Μπαμπ Ελ Μαντέμ.
Τα κράτη του Κόλπου γνωρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα μπορούσε τελικά να μετατραπεί σε αυξημένη στρατιωτική δύναμη στο εσωτερικό τους. Αυτό θα της επέτρεπε να υιοθετήσει πιο αποφασιστικές πολιτικές στην περιοχή για την επιδίωξη των στρατηγικών της στόχων. Επιπλέον, έργα που σχετίζονται με την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Συρία και η Υεμένη, θα μπορούσαν τελικά να κοστίσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν μεγάλο μέρος αυτών των συμβάσεων.
Το Πεκίνο είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει τον στρατό του για να προωθήσει και να προστατεύσει αυτά τα ζωτικά συμφέροντα τις επόμενες δεκαετίες. Τα κράτη του Κόλπου φαίνεται να χαιρετίζουν, επιφυλακτικά ακόμα, την προοπτική ενός αυξημένου κινεζικού ρόλου στην περιοχή. Ωστόσο επιδιώκουν να διασφαλίσουν και ότι η Κίνα θα συνεχίσει να επενδύει στην προστασία των συμφερόντων τους. Θα ήθελαν η Κίνα να τους προσφέρει τελικά μια πιθανή εναλλακτική επιλογή ασφάλειας από εκείνη που παρέχεται από τις ΗΠΑ είτε μονομερώς είτε μέσω πολυμερών συνθηκών.
Ωστόσο, προς το παρόν, οι ΗΠΑ παραμένουν ακόμη μια ευυπόληπτη δύναμη στη Μέση Ανατολή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα είναι μέχρι τώρα προσεκτική. Αποφεύγει επιδέξια να ανταγωνιστεί τους Αμερικανούς σε ευαίσθητα θέματα όπως το Ιράν. Η Κίνα περιμένει μέχρι να εξασθενίσει η αμερικανική παρουσία στην περιοχή πριν επιβληθεί στρατιωτικά περαιτέρω.
Μια επίσημη λοιπόν μελλοντική στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Κίνας και των χωρών του Κόλπου βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Το Πεκίνο έχει περιορισμένη ικανότητα να ανταγωνιστεί τους προμηθευτές όπλων της Δύσης. Οι κινεζικοί δεσμοί ασφαλείας με τις χώρες του Κόλπου περιορίζονται σε κοινές ασκήσεις, αντιτρομοκρατική συνεργασία, πωλήσεις ορισμένων οπλικών συστημάτων και από κοινού παραγωγή μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (UAV).
Σίγουρα η αύξηση των οικονομικών κινήτρων προοικονομεί μια μεγαλύτερη συμμετοχή της Κίνας στη διπλωματία της Μέσης Ανατολής. Η μονομέρεια των ΗΠΑ απορρίπτεται. Η κλιμάκωση των εντάσεων ΗΠΑ-Ιράν διευκολύνει σίγουρα την Κίνα να εμπλακεί πιο άμεσα στις διπλωματικές υποθέσεις της Τεχεράνης. Η Κίνα προσπαθεί να ανταγωνιστεί σιωπηρά τις πρόσφατες επιτυχημένες στρατηγικά κινήσεις των ΗΠΑ όπως οι «Συμφωνίες του Αβραάμ», σύμφωνα με τις οποίες τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν ομαλοποιούν τις σχέσεις με το Ισραήλ. Το Πεκίνο είναι προσεκτικό. Δεν θέλει να ακολουθήσει φανερά το πρότυπο της δυτικής παρέμβασης. Αντ’ αυτού προτείνει μια φαινομενικά ουδέτερη δέσμευση με όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαφωνούν μεταξύ τους, με βάση αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες.
Οι οικονομικές φιλοδοξίες της χώρας παραμένουν η ραχοκοκαλιά στη λήψη αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής της. Οι ΗΠΑ μοιάζουν εξαντλημένες από την μακρόχρονη παρουσία τους στη Μέση Ανατολή. Το αμφίβολο μέλλον των χωρών του Κόλπου σίγουρα δεν ξεφεύγει από την προσοχή της Κίνας. Κι αυτό γιατί είναι η ευκαιρία της λάμψει και στην Δύση.