η διαχρονική προδοσία των ΗΠΑ στους Κούρδους

Η κατ’εξακολούθηση προδοσία των ΗΠΑ προς τους Κούρδους

Μετάφραση/Επιμέλεια: Δημήτρης Μακκός
Πηγή: Jon Schwarzthe Intercept

Κάποτε, κάπου στη δεκαετία του ’70, ο σύμβουλος της εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, είχε δηλώσει πως «η Αμερική δεν έχει μόνιμους φίλους ή εχθρούς, μονάχα συμφέροντα». Αυτό το μάλλον κυνικό γνωμικό, ενός ανθρώπου που συνειδητά απώλεσε κάθε έννοια ηθικής στην εξωτερική πολιτική εφαρμόζοντας την realpolitik του, φαίνεται να ταιριάζει όσο ποτέ άλλοτε στις εξελίξεις των αμερικανο-κουρδικών σχέσεων. Την περασμένη Κυριακή, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή της βόρειας Συρίας. Άφησε έτσι με αυτήν την απόφαση ελεύθερο το πεδίο για μία τουρκική επίθεση εναντίον του αυτόνομου κουρδικού κράτους στη Συρία, γνωστού και ως Ροζάβα. Λίγα 24ωρα μετά, η τουρκική επίθεση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σε εναέριο και χερσαίο επίπεδο. Έτσι, οι Κούρδοι μαχητές που μέχρι πρότινος συνέτριψαν με τη βοήθεια των Αμερικανών τους ακραίους ισλαμιστές του ISIS, ξαφνικά βρίσκονται πλήρως απομονωμένοι καλώντας σε γενική επιστράτευση για να ασκήσουν νόμιμη άμυνα εναντίον των Τούρκων εισβολέων.

Οι Κούρδοι αποτελούν μια εθνολογική ομάδα πάνω από 40 εκατ. ανθρώπων που εντοπίζεται στην ευρύτερη βόρεια Μεσοποταμία. Πιο συγκεκριμένα, δημογραφικά κατοικούν κατά βάση σε πλειοψηφικά ποσοστά στη βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ, στην νοτιοανατολική Τουρκία και στο δυτικό Ιράν. Παρά τους λυσσαλέους αγώνες των Κούρδων για εθνική ανεξαρτησία από τις αρχές του 20ου αιώνα, εν αντιθέσει με άλλους λαούς της περιοχής, μέχρι σήμερα δεν κατάφεραν να ιδρύσουν δικό τους κράτος. Μεταπολεμικά, οι Κούρδοι επένδυσαν ουκ ολίγες φορές στις σχέσεις με τις ΗΠΑ προκειμένου να επιτευχθεί ο ποθητός στόχος της ίδρυσης κράτους. Κάθε φορά όμως που οι Κούρδοι αντάρτες επένδυσαν σε αμερικανικές υποσχέσεις κατέληξαν προδομένοι και σφαγιασμένοι.

Για του λόγου το αληθές, μεταφερόμαστε στη δεκαετία του ’60 όταν η Ουάσινγκτον εξόπλισε ομάδες Κούρδων του βορείου Ιράκ με στόχο την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Κάσεμ. Φαίνεται πως ο Κάσεμ δεν ακολουθούσε αμερικανικές εντολές πολύ ικανοποιητικά, οπότε έπρεπε να φύγει από τη μέση. Το 1963 λοιπόν, επειδή όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα – στο οποίο ρόλο έπαιξε και ο νέος τότε Σαντάμ Χουσεΐν – ανέτρεψε τον Κάσεμ και μαζί την αντιδραστικότητα του. Μετά την ανατροπή, η Ουάσινγκτον σταμάτησε κάθε στρατιωτική υποστήριξη προς τις αντάρτικες ομάδες των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ, καθώς η αποσταθεροποιητική τους δράση ήταν πλέον άχρηστη για τα αμερικανικά συμφέροντα. Σύντομα η νέα ιρακινή κυβέρνηση ξεκίνησε στρατιωτικές εκκαθαρίσεις εναντίον των Κούρδων στο βορρά της χώρας εξαϋλώνοντάς τους με αμερικανικές βόμβες ναπάλμ.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής του Ιράκ από τον Σαντάμ Χουσεΐν και η σταδιακή πολιτικο-στρατιωτική του προσέγγιση με την Σοβιετική Ένωση, είχαν θορυβήσει την κυβέρνηση Νίξον όσον αφορά την αμερικανική επιρροή στη χώρα. O τότε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, Χένρι Κίσινγκερ, θεώρησε θεμιτό τον αμερικανικό επανεξοπλισμό των Κούρδων, για να ασκηθεί πίεση στο καθεστώς του Χουσεΐν. Στόχος αυτής της πολιτικής δεν ήταν σε καμία περίπτωση η δημιουργία κουρδικού κράτους, διότι αυτό ίσως ενίσχυε τις φιλοδοξίες των κουρδικών πληθυσμών σε παραδοσιακά συμμαχικές χώρες της Ουάσινγκτον εκείνη την περίοδο, όπως το Ιράν του Σάχη και η Τουρκία. Λίγο καιρό μετά, το 1978, όταν η αποσταθεροποίηση του Ιράκ δε συνέφερε πλέον τις ΗΠΑ, λόγω των αντιαμερικανικών χαρακτηριστικών της Ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, οι αμερικανοί απέσυραν κάθε βοήθεια προς τους Κούρδους. Ο στρατός του Χουσεΐν, ελεύθερος πλέον, προχώρησε στη συντριβή των Κούρδων ανταρτών στο βόρειο Ιράκ, καθώς και σε σφαγές αμάχων.

Την δεκαετία του ’80 και ενώ ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ μαινόταν καταστροφικός στην ευρύτερη περιοχή, το καθεστώς Χουσεΐν προχώρησε σε συνειδητή εθνολογική εκκαθάριση των Κούρδων του βορείου Ιράκ χρησιμοποιώντας χημικά όπλα. Η χρήση χημικών όπλων αποτελούσε και αποτελεί ευθεία παραβίαση του διεθνούς δικαίου και φαίνεται ότι η κυβέρνηση Ρίγκαν ήταν τότε κάτι παραπάνω απο ενήμερη για τις φρικαλεότητες του Χουσεΐν στην περιοχή. Ωστόσο, λόγω του πολέμου του Ιράκ με την αντι-αμερικανική πλέον Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, δεν υπήρξε καμία σοβαρή αμερικανική αντίδραση, παρά τις προσπάθειες μελών του Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στη Βαγδάτη. Τα αμερικανικά ΜΜΕ, έπαιξαν επίσης τότε πιστά τον ρόλο τους. Όταν ένας δημοσιογράφος της Washington Post θέλησε να δημοσιοποιήσει φωτογραφία ενός νεκρού Κούρδου που δολοφονήθηκε από χημικά όπλα, ο αρχισυντάκτης του απάντησε κυνικά: «Ποιος νοιάζεται;»

Λίγα χρόνια μετά, κατά την διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991, και υπό το μανδύα της ανθρωπιστικής επέμβασης στο Ιράκ, ο πρόεδρος Μπους ο πρεσβύτερος κάλεσε τότε όλους τους Ιρακινούς πολίτες να αντισταθούν με κάθε μέσο απέναντι στον αυταρχικό δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν. Ακούγοντας το κάλεσμά του, χιλιάδες Κούρδοι του Ιράκ ξεκίνησαν νέο αντιστασιακό αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, με το τέλος του πολέμου και εφόσον η αμερικανική εξωτερική πολιτική βολευόταν με τη συνέχιση του καθεστώτος Χουσεΐν, η Βαγδάτη εξαπέλυσε μια τεράστια αντεπίθεση εναντίον των εξεγερμένων Κούρδων. Για άλλη μια φορά οι Κούρδοι είχαν μείνει μόνοι τους. Ωστόσο αυτή τη φορά, οι εικόνες νεκρών Κούρδων έκαναν τον γύρο του κόσμου επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και αναγκάζοντας έτσι τη Βρετανία και τις ΗΠΑ να προβούν σε μια κάποια παρέμβαση για την προστασία των κουρδικών πληθυσμών εντός του Ιράκ.

Τα επόμενα χρόνια, οι Κούρδοι του Ιράκ στο αφήγημα της Ουάσινγκτον μετατράπηκαν σε θύματα που έπρεπε επιτέλους να προστατευθούν. Οι Κούρδοι όμως που ζούσαν μερικά χιλιόμετρα βορειότερα, εντός Τουρκίας, αμφισβητούσαν με τον αντιστασιακό τους αγώνα όλο και περισσότερο την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή. Έτσι η διοίκηση Κλίντον δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση να στηρίξει τη σύμμαχο Τουρκία στέλνοντας οπλισμό που προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες θανάτους Κούρδων και την καταστροφή χιλιάδων κουρδικών χωριών στην νοτιοανατολική Τουρκία. Από τότε η Τουρκία άρχισε να γίνεται όλο και πιο νευρική στη σταδιακή αύξηση της αυτονομίας των Κούρδων του βορείου Ιράκ και τη δυναμική δημιουργίας κουρδικού κράτους έπειτα από την ανάδυση της Ροζάβα στην κουρδική βόρεια Συρία.

Σήμερα, με την έγκριση του Τραμπ, άλλη μία σφαγή Κούρδων, αυτή τη φορά στη βόρεια Συρία, είναι πιθανή. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο Ερντογάν δε γνώριζε αρκετές μέρες πιο πριν ότι ο Τραμπ πρόκειται να δώσει εντολή αποχώρησης από την βόρεια Συρία. Φτάνει να δούμε την ταχύτητα των κινήσεων για να καταλάβουμε την προσυμφωνία που υπήρχε πριν τη δημοσιοποίηση της αποχώρησης. Ο τουρκικός στρατός μέσα σε μόλις μερικά 24ωρα από την ανακοίνωση Τραμπ είχε την δυνατότητα να διεξάγει μεγάλης έντασης χερσαίες επιθέσεις εναντίων κουρδικών αμυντικών γραμμών και πόλεων στο έδαφος της Συρίας. Πρόκειται για ταχύτητα που δείχνει πως ο Ερντογάν είχε ήδη μετακινήσει ικανοποιητικές μονάδες στην περιοχή ώστε να διεξάγουν εισβολή τέτοιας κλίμακας.

Το πλάνο Ερντογάν δεν προβλέπει μονάχα την κατοχή της συμφωνηθείσας με τους αμερικανούς περιοχής, αλλά και τη μετακίνηση τουλάχιστον ενός με δύο εκατομμυρίων Σύρων στην περιοχή αυτή. Πρόκειται δηλαδή για μια οργανωμένη προσπάθεια πλήρους δημογραφικής αλλοίωσης του κουρδικού στοιχείου και αντικατάστασής του με αραβικούς πληθυσμούς. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι πιθανότητες οι φονταμενταλιστές του ISIS, που είχαν συντριβεί από τους Κούρδους με βαρύ φόρο αίματος από πλευράς τους, να επανακάμψουν στην ευρύτερη περιοχή.

Η σιωπή της δύσης είναι εκκωφαντική. Οι καταδικαστικές δηλώσεις μοιάζουν από ανούσιες έως διακοσμητικές, σε ένα διεθνές σύστημα που οδηγείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε επικίνδυνα μονοπάτια. Την ίδια στιγμή, ο ΟΗΕ αναδεικνύεται σε άξιο συνεχιστή της αποτυχημένης Κοινωνίας των Εθνών του μεσοπολέμου. Η σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας με πρωτοβουλία της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών έγινε επί της ουσίας προ τετελεσμένων γεγονότων, εφόσον η τουρκική εισβολή έχει ήδη ξεκινήσει με μονομερή πρωτοβουλία της Άγκυρας, χωρίς προηγουμένως την έγκριση της διεθνούς κοινότητας.

Οι Κούρδοι μαχητές έμειναν για άλλη μια φορά ολομόναχοι, προδομένοι από τους συμμάχους τους και μαχόμενοι υπέρ βωμών και εστιών απέναντι σε έναν οργανωμένο τακτικό στρατό. Ένα παλιό ρητό του κουρδικού λαού που λέει «μην έχεις άλλους φίλους παρά μονάχα τα βουνά» ίσως αποτελεί τη σημαντικότερη παρακαταθήκη για τα προσεχώς του μέλλοντός τους.

 

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ