Αλιεύσαμε από τον λογαριασμό στο facebook του δικηγόρου Θανάση Καμπαγιάννη:
Η γοητεία της συντήρησης
Ο βασιλιάς δεν είναι το στέμμα και ο μανδύας, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις, τα συμφέροντα και οι προλήψεις εκατομμυρίων ανθρώπων που διαθλώνται στο πρόσωπό του. Αυτό έγραφε ο Τρότσκυ το 1934, σημειώνοντας ότι όταν οι σχέσεις αυτές σαρωθούν, ο βασιλιάς γίνεται ένας κοινός άνθρωπος με κρεμασμένα μούτρα.
Το να σαρκάσεις σήμερα τον θάνατο του έκπτωτου Γλύξμπουργκ δεν εμπνέει καμία μεγαλοσύνη. Η γνωστή σεκάνς του Αγγελόπουλου στο κέντρο διασκέδασης στον Θίασο είναι τόσο συγκλονιστική γιατί δείχνει πραγματικούς ανθρώπους, καθημερινές γυναίκες και άνδρες, που στάθηκαν όρθιες και όρθιοι τραγουδώντας το «Δεν τον θέλουμε τον Βασιλιά», τη στιγμή που αυτός συμπύκνωνε ένα πανίσχυρο σύστημα εξουσίας και διακρατικών συμμαχιών, τη στιγμή δηλαδή που έπρεπε να σταθείς απέναντι σ’ αυτούς που σε απειλούσανε με όπλα. Αυτό ναι, είναι μεγαλείο.
Έχοντας πει αυτά, γεννάει τόση θλίψη το γεγονός ότι η κυβέρνηση κατόρθωσε να μετατρέψει την κηδεία του Γλύξμπουργκ σε μίνι εσωκομματική της κρίση: από την «κηδεία ενός ιδιώτη», φτάσαμε σε λαϊκά προσκυνήματα, υπουργικές κολακείες και ανώτατη εκπροσώπηση στην «ιδιωτική» τελετή. Όσο και αν θέλουμε να το ξεχάσουμε, θέλουν να μας το θυμίζουνε τι είναι η δεξιά στην Ελλάδα. Μην τυχόν και ξεχάσουμε «τις ναζιστικές βλακείες του κυρίου Φριτς», που έλεγε ο Πάγκαλος απευθυνόμενος στον Φρανς Τσαγκάρη, τον βασιλόφρονα βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας. Όχι – μας λένε – μην ξεχνιέστε, θα πρέπει να τα θυμόσαστε όλα. Ας είναι.
Αν έχει, για μένα, κάτι να δώσει η εικόνα των τελευταίων ημερών στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αυτό είναι κάτι ευρύτερο από κάποια φιλοβασιλική νοσταλγία. Υπάρχει κάτι πιο επίκαιρο σε όλα αυτά, που τα συνδέει με τα σύγχρονα πολιτικά διακυβεύματα. Το πολιτικό σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων εκθρέφει τη νοσταλγία για μια μυθική εποχή που υπήρχε σταθερότητα και τάξη. Άμεσος εχθρός είναι στην Ελλάδα η Μεταπολίτευση, όπως στη Γαλλία είναι ο Μάης του 68 και ούτω καθεξής. Πολιτικός και κοινωνικός της εκφραστής είναι η Αριστερά και τα κινήματα.
Όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος έγραψε πριν κάποιο καιρό ένα κείμενο για τις Πλατείες του 2011, απέδωσε το κίνημα αυτό στον λαϊκισμό του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ και στη συμμαχία των μη προνομιούχων του 1981. Αλλά όταν ξεκινάς τη νοσταλγία της εποχής που δεν υπήρχε λαϊκισμός, γιατί να σταματήσεις στο 1981 ή στο 1974; Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θέτει την αρχή του κακού στο 1965, όταν το πεζοδρόμιο αξίωσε να καθορίζει ποιος θα είναι – άκουσον άκουσον – ο Πρωθυπουργός. Αλλά γιατί να σταματήσουμε εκεί; Γιατί να μη γυρίσουμε στην Αντίσταση και στην ανάγκη στρατιωτικού τσακίσματος της Αριστεράς ώστε να θεσμοθετηθεί γι’ αυτήν το άβατο στην εξουσία, όπως νοσταλγεί ο Βορίδης; Και γιατί να μην τα αποδώσουμε τελικά όλα στο 1917 ή, ακόμα πιο πίσω, στο 1789 και στον αχαλίνωτο ριζοσπαστισμό των κυριαρχούμενων τάξεων; Γιατί να μην ξεμπερδέψουμε με τον λαϊκισμό ξεμπερδεύοντας οριστικά με τον λαό και τη γενέθλια στιγμή του;
Φυσικά, το σε ποιο παρελθόν θέλεις να γυρίσεις σε κατατάσσει και σε διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός μου είναι ότι οι τρόποι της συντήρησης είναι βγαλμένοι από το ίδιο εγχειρίδιο: η πολλή ελευθερία γέννησε την ασυδοσία (βάλτε εδώ ως παραπομπή το ψευτο-απόσπασμα του Ισοκράτη), η κίνηση διατάραξε τη σταθερότητα, ο «δικαιωματισμός» εξέθρεψε την ανευθυνότητα, η αταξία έσπειρε το χάος και οδήγησε στην παρακμή (για να θυμηθούμε τον Σπένγκλερ). Αλλά όταν τα έχεις αποδεχτεί όλα αυτά, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι η ιδανικότερη σταθερότητα, η μεγαλύτερη αλφαδιά, είναι αυτή που είχε στην κορυφή της το στέμμα και τον βασιλικό μανδύα (για τη γοητεία της, βλέπε ιδίως το ύστερο λογοτεχνικό έργο του Γιόζεφ Ροτ). Τότε ναι, όλα ήταν τακτοποιημένα. Και μια τέτοια εικόνα τάξης φαντάζει γοητευτική για τους κυρίαρχους σε μια εποχή αστάθειας, κρίσης και κατάρρευσης όπως είναι η σημερινή.
Τα σάλια και οι κολακείες στον έκπτωτο μονάρχη, που το όνομά του συνδέθηκε με τις σκοτεινότερες στιγμές της πολιτικής μας ιστορίας, και ο ακαριαίος συντονισμός όλου του κυβερνητικού και μηντιακού συστήματος μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο στο πλαίσιο του πολιτικού καμβά αντίδρασης και αντεπανάστασης της ελληνικής κυρίαρχης τάξης απέναντι στα δικαιώματα και τον δημοκρατικό χώρο που κατοχύρωσαν οι από κάτω μετά τη Μεταπολίτευση.
Το πόσο πίσω θα μας γυρίσει η συντήρηση, εξαρτάται από όσες και όσους υπερασπιζόμαστε την πρόοδο των κοινωνιών προς μια κατάσταση περισσότερης ισότητας και ελευθερίας. Ή, όπως μου το απάντησε ένας φίλος στον κυριακάτικό μας περίπατο: όσο θα την αφήσουμε.