του Ανδρέα Κοσιάρη
Ξεκίνησαν το απόγευμα της Πέμπτης 9 Ιουνίου οι δημόσιες ακροάσεις της Επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων που εξετάζει τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021. Τότε, ακροδεξιές μιλίτσιες και οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησαν με την παρότρυνσή του να εισβάλλουν στο Καπιτώλιο, κάτι που κατάφεραν διακόπτοντας προσωρινά την επικύρωση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών.
Η Επιτροπή διεξήγε εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο κλειστές για το κοινό ακροάσεις, με τη Δημοκρατική πλειοψηφία της να αποφασίζει να τις ανοίξει για το αμερικανικό κοινό 18 ολόκληρους μήνες μετά τα γεγονότα. Στην Επιτροπή συμμετέχουν μόλις δύο βουλευτές των Ρεπουμπλικάνων, από τους ελάχιστους που έχουν ανοιχτά καταδικάσει τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 — η Λιζ Τσένεϊ, κόρη του διαβόητου αντιπροέδρου της κυβέρνησης Τζορτζ Γ. Μπους, Ντικ Τσένεϊ, και ο Άνταμ Κίνζιγκερ. Αμφότεροι θεωρούνται πλέον τα «μαύρα πρόβατα» του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με τον Κίνζιγκερ μάλιστα να ανακοινώνει ότι δεν θα επιχειρήσει να επανεκλεγεί.
Οι ανοιχτές ακροάσεις της Επιτροπής σχεδιάζονται ως ένα τηλεοπτικό σόου — θα προβάλλονται ζωντανά από την πλειοψηφία των τηλεοπτικών καναλιών στις ΗΠΑ (πλην του Fox News) και για να μην είναι βαρετές για το τηλεοπτικό κοινό, προσελήφθη για την παραγωγή τους ο Αμερικανο-Βρετανός τηλεοπτικός παραγωγός Τζέιμς Γκόλντστον, που μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2021 ήταν πρόεδρος του ABC News.
Στόχος των ακροάσεων είναι να γίνουν ευρέως γνωστές στο αμερικανικό κοινό οι λεπτομέρειες των όσων οδήγησαν στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, με το «μάτι» των μελών της επιτροπής να είναι μάλλον στραμμένο στις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου και στην προσπάθεια να μην εκλεγούν σύμμαχοι του πρώην προέδρου Τραμπ. Όμως, ενώ αφενός η Επιτροπή καλώς επικεντρώνεται στον ίδιο τον Τραμπ, τους στενούς του συνεργάτες και τις διασυνδέσεις τους με ακροδεξιές ομάδες, το έργο της αποτελεί και μία προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Διότι από το έργο της Επιτροπής λείπει η οποιαδήποτε αναφορά στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου 2021. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ανελίχθη στην εξουσία μόνος του, δεν έδρασε σε αυτήν μόνος του και δεν σχεδίασε μια προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος μόνος του — ή μόνο με μια χούφτα στενούς του συνεργάτες και μερικές εκατοντάδες ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς.
Η συντριπτική πλειοψηφία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ήταν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του και παραμένει εκεί μέχρι σήμερα. Τα δύο τρίτα των βουλευτών του κόμματος καταψήφισαν την επικύρωση των αποτελεσμάτων των εκλογών και οι μόνοι δύο βουλευτές των Ρεπουμπλικανών που υπερψήφισαν τη δημιουργία μιας επιτροπής για την εξέταση των γεγονότων είναι και μέλη της.
Τα ίδια τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα ήταν αδύνατον να συμβούν χωρίς τη γνώση και την αδράνεια κύκλων στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας. Η διάθεση του Τραμπ για αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος σε περίπτωση ήττας του, ήταν γνωστή πολλούς μήνες πριν, όμως το Καπιτώλιο εκείνη την ημέρα είχε αφεθεί ουσιαστικά αφύλακτο ενώ σε απόσταση αναπνοής μαζεύονταν χιλιάδες οπαδοί του πρώην προέδρου, αρκετοί από τους οποίους οπλοφορούσαν.
Ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει καμία αναφορά στα οικονομικά συμφέροντα που διέπουν το αμερικανικό πολιτικό σύστημα και που μέσω «νομιμοποιημένων» χρηματισμών των πολιτικών του ρυθμίζουν τις αποφάσεις του. Τα δύο κόμματα που δεσπόζουν αποκλειστικά στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ χρηματοδοτούνται αμφότερα από τα επιχειρηματικά συμφέροντα των μεγάλων βιομηχανικών λόμπι — της ενέργειας, της πολεμικής βιομηχανίας, του φαρμάκου και της ασφάλισης υγείας κ.ο.κ. Η συνεισφορά των οικονομικών συμφερόντων στον εκφασισμό της πολιτικής σκηνής των ΗΠΑ είναι καίρια, όμως το πολιτικό σύστημα που εκπροσωπεί και η Επιτροπή καμώνεται πως η κορωνίδα της φασιστικής εκτροπής, η εισβολή στο Καπιτώλιο, είναι ευθύνη ενός μόνο ανθρώπου, μερικών συνεργατών του και μερικών εκατοντάδων σαλεμένων ένοπλων.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν και η ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος έχουν επανειλημμένα επαναλάβει ότι θέλουν «ένα ισχυρό Ρεπουμπλικανικό κόμμα». Αυτή τη θέλησή τους εκπροσωπεί και η συμμετοχή των Τσένεϊ και Κίνζιγκερ στην Επιτροπή. Αμφότεροι οι δύο βουλευτές είχαν υπερψηφίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Τραμπ, είτε αυτά αφορούσαν φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές για τους πλουσιότερους Αμερικανούς, είτε την απορρύθμιση των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, τη δαιμονοποίηση προσφύγων και μεταναστών, τον αποκλεισμό των φτωχών από την υγεία, τη μείωση των κοινωνικών παροχών κ.α.
Ένα «ισχυρό Ρεπουμπλικανικό κόμμα» είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι Δημοκρατικοί ώστε να δικαιολογούν στο διηνεκές την αδυναμία τους να βοηθήσουν ουσιαστικά την εργατική τάξη — εν τέλει να κρύψουν την απροθυμία τους. Διότι τα ίδια συμφέροντα που προωθούν τον εκφασισμό του αστικού πολιτικού συστήματος, «κρύβονται» πίσω και από τα δύο κόμματα.
Το έργο της Επιτροπής είναι να δείξει με το δάχτυλο τον άνθρωπο που υπήρξε, για τα δικά του προσωπικά συμφέροντα, τη «μύτη του δόρατος» αυτού του εκφασισμού και να κρύψει κάτω από το χαλί όλο το υπόλοιπο «όπλο» — αλλά και ποιος το κρατά και ποιος το κατευθύνει. Να κρύψει τον θάνατο της αμερικανικής «δημοκρατίας», που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό.