του Ανδρέα Κοσιάρη
Αποφάσεις δικαστηρίων, κρατικές διώξεις και συνέχιση πρότερων πολιτικών σε Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ελλάδα συνθέτουν ένα κρεσέντο επιθετικότητας των «δημοκρατιών της Δύσης» προς τους ανθρώπους που επιχειρούν να ξεφύγουν από την καταστροφή που οι πωλήσεις όπλων και η εκμετάλλευση της Δύσης προκάλεσαν, όπως και προς όσους προσπαθούν να τους βοηθήσουν.
Στη Μεγάλη Βρετανία, το Ανώτατο Δικαστήριο άναψε «πράσινο φως» στην κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ για να αρχίσουν οι πολυπόθητες για τη βρετανική ακροδεξιά «εξαγωγές» αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα.
Το μέτρο, που εμπνεύστηκε η τότε υπουργός Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ και έχει χαρακτηρίσει ως «όνειρό της» η νυν υπουργός Σουέλα Μπρέιβερμαν, είχε παυθεί με επείγουσα εντολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 14 Ιουνίου, διότι τα αιτήματα κάποιων από τους πρώτους προς «εξαγωγή» αιτούντες άσυλο δεν είχαν εξεταστεί επαρκώς από το βρετανικό δικαστικό σύστημα.
Η βρετανική Κυβέρνηση έχει συνάψει συμφωνία με τη Ρουάντα, η οποία προβλέπει πως αιτούντες άσυλο που καταφτάνουν σε βρετανικό έδαφος θα αποστέλλονται αεροπορικώς στην αφρικανική χώρα, όπου θα παραμένουν έως την εξέταση της αίτησής τους. Όσοι λαμβάνουν άσυλο θα παραμένουν στη Ρουάντα, ενώ όσων οι αιτήσεις απορρίπτονται θα απελαύνονται στις χώρες από τις οποίες κίνησαν γη και ουρανό για να φύγουν.
Η συμφωνία, που θα κοστίσει στο βρετανικό κράτος 140 εκατομμύρια λίρες για πέντε χρόνια, έχει κατηγορηθεί από τους πολέμιούς της ότι παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη Σύμβαση της Γενεύης, στις οποίες η Βρετανία συμμετέχει.
Εν μέσω, όμως, απειλών από την προηγούμενη κυβέρνηση των Συντηρητικών με επικεφαλής τον Μπόρις Τζόνσον (που η παρούσα με επικεφαλής τον Ρίσι Σούνακ δεν έχει αναιρέσει) για αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΣΔΑ, οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βρετανίας, Λιούις και Σουίφτ, απεφάνθησαν ότι το σχέδιο δεν αντιβαίνει στις δεσμεύσεις της χώρας και μπορεί να προχωρήσει.
Στο δικαστήριο αποκαλύφθηκε πως στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών είχαν προειδοποιήσει τον Μάρτιο 2021 τον τότε υπουργό Ντόμινικ Ράαμπ, πως ενδεχόμενη συμφωνία με τη Ρουάντα θα ανάγκαζε το βρετανικό ΥπΕξ να «περιορίσουμε τις θέσεις μας» για τις συνθήκες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρουάντα. Σε άλλο έγγραφο, στελέχη του Φόρεϊν Όφις λένε πως προειδοποίησαν την Ντάουνινγκ Στριτ να μην συνάψει τέτοιες συμφωνίες με τη Ρουάντα και άλλες χώρες. Τέλος, ο πρώην ύπατος αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στη Ρουάντα αποκάλυψε ότι είχε προτείνει να μη χρησιμοποιηθεί η Ρουάντα για αυτήν την πολιτική, καθώς η κυβέρνησή της «έχει κατηγορηθεί πως στρατολογεί πρόσφυγες για να διεξάγει ένοπλες δραστηριότητες σε γειτονικές χώρες».
Η μόνη αντίδραση του δικαστηρίου σε αυτές τις πληροφορίες ήταν να υποχρεώσει το υπουργείο Εσωτερικών να εξετάζει τις «ιδιαίτερες περιπτώσεις» κάθε αιτούντα, ώστε να διευκρινίσει εάν υπάρχουν λόγοι που η αίτηση του/της δεν θα πρέπει να εξεταστεί στη Ρουάντα, αλλά στη Βρετανία.
Αναμένονται, φυσικά, περαιτέρω δικαστικές μάχες για την υπόθεση του «σχεδίου εξαγωγών», όπως και μπορεί να υπάρξει περαιτέρω παρέμβαση του ΕΔΔΑ — επί της αρχής, όμως, η απόφαση του βρετανικού δικαστηρίου βάζει σφραγίδα έγκρισης στη βαρβαρότητα του Συντηρητικού σχεδίου. Από την πλευρά τους, οι Εργατικοί επέλεξαν να ασκήσουν κριτική στο κόστος του σχεδίου, αλλά και να τη βγουν «από τα δεξιά» στην κυβέρνηση, με τον σκιώδη υπουργό Μετανάστευσης Στίβεν Κίννοκ να κατηγορεί τους Συντηρητικούς ότι δεν έχουν εφαρμόσει 18.000 απελάσεις απορριφθέντων αιτούντων άσυλο.
Συνέχιση των πολιτικών Τραμπ
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, με παρέμβαση του εκεί Ανώτατου Δικαστηρίου, επεκτείνεται η ισχύς της πολιτικής με το όνομα Τίτλος 42, που επέτρεπε στις αρχές να εκδιώκουν εν τάχει πρόσφυγες και μετανάστες στα επίγεια σύνορα των ΗΠΑ με πρόσχημα την πανδημία Covid-19.
Ο Τίτλος 42 υπήρξε έμπνευση της κυβέρνησης Τραμπ, που επικαλέστηκε οδηγίες του Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών για να εφαρμόσει ένα ουσιαστικό κλείσιμο των συνόρων των ΗΠΑ με το Μεξικό, αρνούμενη την εξέταση αιτήσεων ασύλου. Την πολιτική είχε συνεχίσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, με περιφερειακό δικαστήριο στα μέσα Νοεμβρίου να την ακυρώνει. Η οδηγία επρόκειτο, έτσι, να λήξει στις 21 Δεκεμβρίου.
Εκπρόσωποι 19 πολιτειών των ΗΠΑ, όμως, προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για να παραμείνει η ισχύς του Τίτλου 42 — εκείνο, με επείγουσα εντολή που υπογράφεται από τον επικεφαλής δικαστή Ρόμπερτς, διέταξε την προσωρινή παύση του τερματισμού της πολιτικής, έως ότου εξετάσει πλήρως την υπόθεση. Αυτό σημαίνει πως οι αμερικανικές αρχές θα συνεχίσουν για άγνωστο μέχρι στιγμής διάστημα να μη δέχονται αιτήσεις ασύλου στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό.
Το ενδιαφέρον είναι πως στη συγκεκριμένη υπόθεση, τα «θέλω» των Ρεπουμπλικανών και των κυβερνώντων Δημοκρατικών συμπίπτουν. Η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε αρχικά η ισχύς του Τίτλου 42, είχε επιτευχθεί με νομικές κινήσεις της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων (ACLU), με αντίδικο την κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι Δημοκρατικοί είχαν συνεχίσει και επεκτείνει την πολιτική, με μία μόνο μικρή αναιμική προσπάθεια για αναστολή της τον περασμένο Μάιο.
Οι κυβερνώντες νεοφασίστες σε Ιταλία και Ελλάδα διώκουν αλληλέγγυους
Στην Ιταλία και την Ελλάδα, που πρωτοστατούν στην αντιμεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δικαστικές αρχές συνεχίζουν να επιτίθενται ενάντια στους αλληλέγγυους προς τους πρόσφυγες και μετανάστες, και ενάντια στις οργανώσεις που προσφέρουν αυτήν την αλληλεγγύη.
Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Μελόνι θα παραστεί ως ενάγων στις ακροάσεις εναντίον του πληρώματος του διασωστικού Iuventa, το οποίο διέσωζε πρόσφυγες και μετανάστες στη Μεσόγειο έως ότου κατασχέθηκε από τις ιταλικές αρχές το 2017. Σύμφωνα με ανακοίνωση του πληρώματος του Iuventa, το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών και το Πρωθυπουργικό Γραφείο κατέθεσαν αίτηση για να ενταχθούν στη δίκη από κοινού ως ενάγοντες. Το ιταλικό κράτος ισχυρίζεται πως έχει υποστεί σημαντική «οικονομική και ηθική ζημία» λόγω της διάσωσης ανθρώπων από βέβαιο θάνατο στη μέση της θάλασσας, όπως επιβάλλεται και από το διεθνές δίκαιο.
Πολύ παρόμοια, και στην Ελλάδα συνεχίζονται οι διώξεις που επιχειρούν να βαπτίσουν τις οργανώσεις και τους ανθρώπους που σέβονται την ανθρώπινη ζωή και τις υποχρεώσεις διάσωσής της υπό το διεθνές δίκαιο, ως «διακινητές». Τελευταία τέτοια προσπάθεια, η δίωξη της Εισαγγελίας Κω, έπειτα από δικογραφία του Λιμενικού Σώματος, εναντίον του Παναγιώτη Δημητρά, διευθυντή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) και του Τόμι Όλσεν, ιδρυτή και διευθυντή της οργάνωσης Aegean Boat Report.
Κατηγορούνται για «συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης» με επιβαρυντική τέλεση των αδικημάτων «κατ’ επάγγελμα» και «σκοπό να παραλαμβάνει στοιχεία πολιτών τρίτων χωρών, οι οποίοι επιχειρούν παράνομη είσοδο στην Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνει την παράνομη είσοδο και διαμονή αυτών, αποστέλλοντας στις αρχές τα πλήρη στοιχεία τους και το ακριβές σημείο εντοπισμού τους στη χώρα, προκειμένου οι τελευταίοι να υπαχθούν στις διαδικασίες ασύλου».
Δηλαδή κατηγορούνται ως εγκληματίες, διότι επεσήμαιναν στις ελληνικές συνοριακές και αστυνομικές αρχές που βρίσκονταν αιτούντες άσυλο και ποιοι ήταν αυτοί, ώστε να εφαρμόσουν εκείνες τις δεσμεύσεις της χώρας υπό το διεθνές δίκαιο. Ουσιαστικά, βαφτίζεται ως έγκλημα η αποτροπή των αρχών της χώρας από το να διαπράξουν εγκλήματα, όπως οι πολλαπλά αποδείξιμες επαναπροωθήσεις.
Όπως τονίζουν σε κοινό Δελτίο Τύπου τους 14 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, πρόκειται για μια πλήρη «αντιστροφή της πραγματικότητας, μέσα σε ένα πλαίσιο συστηματικής παραπληροφόρησης και προπαγάνδας σε βάρος προσώπων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που κυριαρχεί στη μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ της χώρας». Η ανακοίνωση συνεχίζει τονίζοντας πως «κατηγορούνται έτσι οι ίδιοι για δήθεν παράνομες εγκληματικές δραστηριότητες, όταν ακριβώς οι σκοποί τους είναι να παρέχουν προστασία σε πρόσφυγες, επιτελώντας ακριβώς το έργο τους».