Του Βασίλη Λιόση
Το γνωστό κόσμημα της ελληνικής δημοσιογραφίας, Γιάννης Πρετεντέρης, ξαναχτύπησε.
Με άρθρο του στα ΝΕΑ στις 18-19 Σεπτεμβρίου υπό τον τίτλο «Η δυστυχία να είσαι αριστερός» δεν γράφει απλώς ένα κείμενο αλλά ξερνάει. Μας δηλώνει με κάθε τρόπο πως είναι ιδεολογικά πωρωμένος, φανατικός αντικομμουνιστής, ένας γνήσιος υπηρέτης των αφεντικών του.
Ξεκινάει ειρωνευόμενος τη λιτή πολιτική διαθήκη του Μίκη Θεοδωράκη με βάση
την οποία ο μεγάλος συνθέτης θέλησε να πεθάνει ως κομμουνιστής. Χάνει ακόμη κι αυτή
την αστική ευγένεια, αν τη διέθετε ποτέ, που επιτάσσει σεβασμό στον νεκρό. Και αναρωτιέται κουτοπόνηρα «αν ο κομμουνιστής πεθαίνει σαν τους άλλους ανθρώπους». Αν και δεν έχει κανένα νόημα να απαντήσουμε στον Πρετεντέρη, ας το ξεκαθαρίσουμε. Το ερώτημα του Πρετεντέρη εκτός από το ότι είναι βλακώδες, το να θέλει κάποιος να φύγει από τη ζωή ως κομμουνιστής, σημαίνει την επιθυμία του να κρατήσει ο απλός κόσμος από τη ζωή του τις στιγμές που με αυταπάρνηση έδωσε μάχες για την υπεράσπιση των πιο ευγενικών ιδανικών. Λυσσάει, ακόμη, και με την επιθυμία του Μίκη να γραφτεί στον τάφο του η επιγραφή «Πολέμησε τον Δεκέμβρη» και λυσσάει διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Δεκέμβρης του ’44 αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες στιγμές του λαϊκού κινήματος και ότι πρόκειται για ένα ιστορικό συμβάν όπου κάποιος μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ταξική πάλη, ελληνική αστική τάξη και ιμπεριαλισμός.
Όμως, εκτός από τις στιγμές ανοησίας που μας χαρίζει ο πρωτοκλασάτος δημοσιογράφος, έχει βαλθεί να μας πείσει πως είναι και ανιστόρητος. Έτσι, μας πληροφορεί πως η Αριστερά ήταν μια περιχαρακωμένη πολιτική παράταξη με εξαίρεση την περίοδο 1943 1949 και 2012-2019 και πως το υπόλοιπο χρονικό διάστημα έκανε αγώνες, βάζοντας τη λέξη αγώνες σε εισαγωγικά. Οι απολύσεις συνδικαλιστών, οι εκβιασμοί και οι πιέσεις, οι κάθε είδους διώξεις, οι εξορίες επί χούντας, όλα αυτά και τόσα άλλα ήταν «αγώνες» κι όχι αγώνες, κατά τον δαιμόνιο δημοσιογράφο.
Δεν γνωρίζουμε γιατί η ιστορική διαπίστωση του Πρετεντέρη ξεκινάει από το 1943 κι όχι από το 1940 ή τη δεκαετία του 1930, αφού ακριβώς αυτή η προηγούμενη περίοδος ήταν που έφερε την έκρηξη του 1943. Ξεχνάει να μας πει πως το ΕΑΜ έφτασε να αριθμεί 1,5 εκατομμύρια μέλη, πράγμα πρωτοφανές στα παγκόσμια δεδομένα ως ποσοστό οργανωμένων μελών μιας οργάνωσης επί του πληθυσμού. Ο Πρετεντέρης, επιπλέον, «ξεχνάει» την περίοδο των Λαμπράκηδων, την ΕΔΑ, τα Ιουλιανά, τη Χούντα και το Πολυτεχνείο, τη μεταπολίτευση. Η δύναμη ενός κόμματος, ενός πολιτικού μπλοκ, μιας ιδεολογίας δεν μετριέται μόνο από τις κοινοβουλευτικές επιδόσεις αλλά από τη γενικότερη συμπάθεια, την αποδοχή και τον σεβασμό που απολαμβάνουν από τον κόσμο. Από τη δύναμη στο εργατικό, νεολαιίστικο και γενικότερα λαϊκό κίνημα. Αυτά, όμως, είναι τρε μπανάλ για τον αργυρώνητο δημοσιογράφο. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ότι ο Πρετεντέρης αποκρύπτει ή δεν γνωρίζει ιστορικά γεγονότα και τις ποιοτικές διαστάσεις των πραγμάτων, αλλά υποστηρίζει ότι όσοι από αυτούς φυλακίσθηκαν, διώχθηκαν κι εκτελέστηκαν, κανένας τους δεν βελτίωσε τη ζωή του ελληνικού λαού! Τολμάμε να πούμε πως τέτοιο «συντριπτικό» επιχείρημα δεν έχουμε ξανακούσει! Κατά τον Πρετεντέρη θα έπρεπε οι φυλακισμένοι και προς εκτέλεση κομμουνιστές να έχουν συντάξει προτάσεις για την άμεση βελτίωση της ζωής των ανθρώπων! Το ότι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν δεν έχει καμία σημασία για τον φωτεινό αστέρα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Το ότι έδωσαν απαράμιλλα πρότυπα ζωής είναι αμελητέο για τον καλοζωισμένο Ιωάννη. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ακριβώς αυτό κάνει τους ανθρώπους καλύτερους.
Τι δεν μπορεί, τελικά, να καταλάβει ο Πρετεντέρης (ή παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει); Ο κύριος, δηλαδή, που στήριζε τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, που μαχόταν υπέρ των μνημονίων, που έριξε το μπουκάλι του ως κοινός χούλιγκαν στο γήπεδο, που υποστήριξε λυσσαλέα την εξίσωση φασισμού κομμουνισμού, που επικροτούσε τις γιορτές μίσους στον Γράμμο; Δεν μπορεί να καταλάβει πως ό,τι και να κάνει και ό,τι και να κάνουν τα αφεντικά του, το ηθικό μεγαλείο της Αριστεράς (στην οποία βολικά ο Πρετεντέρης συμπεριλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ) δεν θα το αγγίξουν ποτέ όσοι είναι σφουγγοκωλάριοι. Δεν θα κατανοήσουν ποτέ τι σημαίνει να μάχεσαι για τα δίκια των αδικημένων ανυστερόβουλα. Δίχως καμία ανταμοιβή ή με ανταμοιβή συχνά την ίδια σου τη ζωή. Και μάλιστα χωρίς να περιμένεις απολαβές ούτε στην άλλη ζωή. Δεν θα καταλάβουν ποτέ εκείνη τη δύναμη ψυχής που οδήγησε τους κομμουνιστές να μην υπογράφουν κάτω από ανελέητους ξυλοδαρμούς και με ψυχολογικούς εκβιασμούς. Δεν θα καταλάβουν τι σημαίνει αλληλεγγύη, συντροφικότητα, υψηλά ιδανικά, κοινωνικά οράματα. Δεν θα μπορέσουν ποτέ τους να συγκινηθούν με τη μουσική του Μίκη, του Μικρούτσικου, την ποίηση του Ρίτσου, του Λόρκα, του Νερούδα, του Αναγνωστάκη, του Κατσαρού. Δεν θα ανατριχιάσουν ποτέ με τα κορυφαία δημιουργήματα της τέχνης που εξυμνούν τους αγώνες των απλών ανθρώπων.
Αγαπητέ Πρετεντέρη, υπάρχουν δυο κόσμοι. Για αυτό αφρίζεις. Γιατί πολύ θα ήθελες ο ένας κόσμος να είναι εξαφανισμένος. Να είμαστε μία ομογενοποιημένη σούπα όπου τα πάντα θα ήταν αλεσμένα. Εμφορείσαι από απροσμέτρητο ταξικό μίσος. Τουλάχιστον είσαι ειλικρινής όσον αφορά τα συναισθήματά σου αλλά αυτό δεν αναιρεί την αλήθεια του αποφθέγματος του Βασίλη Ραφαηλίδη: «Ο Πρετεντέρης έχει μία απίθανη προσαρμοστικότητα. Προσαρμόζεται ακόμη και στα σκατά». Αυτή, αγαπητέ Γιάννη είναι η δυστυχία σου. Το ότι ζεις μέσα στη χαβούζα και την υπερασπίζεσαι.