Έχει περάσει ακριβώς μισή χιλιετία, μια δεκαετία και ένας χρόνος από τη στιγμή που ο Αμέριγκο Βεσπούτσι στάθηκε στην κορυφή του λόφου Κορκοβάντο και αποφάσισε να δώσει στην ανακάλυψή του το όνομα Ριο Ντε Τζανέιρο. Σήμερα από την ίδια θέση, όπου στέκει και το περίφημο άγαλμα του Ιησού, ο επισκέπτης χρειάζεται μόνο λίγα λεπτά για να κατανοήσει ορισμένους από τους παράγοντες που οδήγησαν στο πρόσφατο ξέσπασμα ταραχών σε ολόκληρη τη Βραζιλία.
Σε όποιο σημείο και αν στρέψει το κεφάλι του θα παρατηρήσει ελικόπτερα, που μεταφέρουν τους εκατοντάδες εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους της πόλης από τις φρουρούμενες επαύλεις τους στα πολυτελή γραφεία τους. Τα ελικόπτερα πετούν καθημερινά πάνω από τις φαβέλες, τις παραγκουπόλεις των μεγάλων αστικών κέντρων, που λειτουργούν σαν ημιαυτόνομα κρατίδια, απροσπέλαστα ακόμη και για τις ειδικές δυνάμει της αστυνομίας. Πρόκειται για μικρούς θύλακες ανομίας, οι οποίοι όμως προσφέρουν στους κατοίκους τους (όχι όμως και στους επισκέπτες τους) μια στοιχειώδη ασφάλεια αλλά και ένα ιδιότυπο κράτος πρόνοιας μέσα από δίκτυα αλληλοβοήθειας.
Η Βραζιλία δεν έχει συνέλθει ακόμη από τα απάνθρωπα οικονομικά πειράματα που πραγματοποίησαν στη χώρα οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι της περίφημης σχολής του Σικάγο τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Ήταν η εποχή, όπως έγραφε παλαιότερα ο Νόαμ Τσόμσκι, όπου συμμορίες έφταναν να σκοτώνουν παιδιά από παραγκουπόλειες για να πουλήσουν τα όργανά τους στη μαύρη αγορά. Η χώρα έφτασε σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχει ένα από τα μεγαλύτερα επίπεδα ανισότητας που έχουν σημειωθεί στη σύγχρονη ιστορία, φιλοξενώντας ορισμένους από τους πιο πλούσιος αλλά και τους πιο φτωχούς κατοίκους του πλανήτη.
Η κυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα υποσχέθηκε να αλλάξει αυτή την εικόνα ανασύροντας εκατομμύρια πολίτες από την απόλυτη φτώχεια. Όπως μου εξηγούσε όμως ο Χουάν Πάμπλο Πανσέιρα, αναλυτής στο Ινστιτούτο Οικονομικών του πανεπιστημίου της Βραζιλίας, η αριστερή κυβέρνηση του Λούλα δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει μια αληθινή «κοινωνική πολιτική» αλλά αρκέστηκε σε μια πολιτική «κοινωνικών παροχών». Αντί δηλαδή να επενδύσει στην υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές προτίμησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με σειρά επιδομάτων, όπως το περίφημο βοήθημα κατοικίας, τα οποία ενίσχυσαν τη ζήτηση και άρχισαν να θέτουν σε λειτουργία την ασθμαίνουσα οικονομία.
Αυτή η κεϊνσιανού Τύπου πολιτική μπορεί να ενοχλούσε τους ακραίους νεοφιλελευθερους, που έφεραν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση, αλλά ήταν συμβατή με ένα μεγάλο τμήμα της οικονομικής ελίτ που επιζητούσε την ενίσχυση της αγοράς για την προώθηση των προϊόντων της. «Στη Βραζιλία» σημειώνει ο Πανσέιρα «υπάρχει πρόβλημα μειωμένης ζήτησης. Πιο απλά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν ήταν σε θέση να αγοράσει ορισμένα βασικά προϊόντα – είτε πρόκειται για ένα ψυγείο ή μια τοστιέρα. Μετά το 2004 και κυρίως μετά το 2006, στη δεύτερη θητεία του Λούλα υπήρξαν αυτές οι χρηματικές μεταφορές προς τους φτωχούς και η ενίσχυση του κατώτατου μισθού. Το 2002 ο κατώτατος μισθός ήταν 50 δολάρια και έφτασε τα 300 δολάρια. Αν λοιπόν προσφέρεις χρήματα στην μεγάλη μάζα του πληθυσμού και εξασφαλίσεις κατώτατο μισθό τότε αυξάνεις την καταναλωτική δύναμη των φτωχών».
Η πολιτική αυτή ήταν επιβεβλημένη και έφερε άμεσα αποτελέσματα αλλά δεν αρκούσε για να αλλάξει πραγματικά τις δομές της βραζιλιάνικης οικονομίας. Οι αδυναμίες της όμως καλύφθηκαν για αρκετά χρόνια χάρη σε μια σειρά ευνοϊκών συγκυριών. «Όταν ο Λούλα ήρθε στην εξουσία» εξηγούσε ο συνομιλητής μου «το διεθνές περιβάλλον ήταν πολύ ευνοϊκό καθώς σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης για όλα τα προϊόντα που παράγει η Βραζιλία, όχι μόνο στον γεωργικό τομέα αλλά και στη βιομηχανία».
Καθώς όμως η κρίση άρχισε να χτυπά, με χρονική καθυστέρηση, και τη Βραζιλία οι κοινωνικές εντάσεις ήταν αναπόφευκτες.
Παρόλα αυτά δεν ήταν οι κάτοικοι από τις φαβέλες οι πρώτοι που κατέβηκαν τις τελευταίες εβδομάδες σε τουλάχιστον 80 πόλεις της Βραζιλίας για να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή και να συγκρουστούν με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Πρόσφατη έρευνα του βραζιλιάνικου ινστιτούτου Ντάτα Φόλια αποδεικνύει ότι οι νέοι με ανώτερη εκπαίδευση αποτελούν το 77% των διαδηλωτών ενώ αντιστοιχούν στο 22% του πληθυσμού της χώρας. Οι φοιτητές μάλιστα απαρτίζουν το 22% του συνόλου των διαδηλωτών ενώ το ποσοστό τους στην κοινωνία δεν ξεπερνά το 5%.
Οι περισσότεροι διαδηλωτές δηλώνουν ότι ενημερώνονται από το διαδίκτυο ενώ η συντριπτική πλειονότητά τους υποστηρίζει ότι δεν έχει ξανασυμμετάσσχει σε διαδήλωση και δεν εκφράζει προτίμηση για κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Είναι δηλαδή προφανές ότι αυτή η νεανική, κατά βάση, εξέγερση δεν προέρχεται από τους κολασμένους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις φαβέλες αλλά από τα νεοσχιματισθέντα μεσαία στρώματα που λόγο της οικονομικής κρίσης φοβούνται ότι μπορεί να βρεθούν και πάλι κάτω από το όριο της φτώχειας. Πρόκειται για την «προδομένη γενιά της ανάπτυξης» η οποία πίστευε ότι είχε αφήσει για πάντα πίσω της την φτώχεια και την εξαθλίωση αλλά τώρα κινδυνεύει να επιστρέψει σε αυτή.
Παράλληλα η κυβέρνηση του Λούλα και αργότερα της Ντίλμα φαίνεται ότι υπέπεσαν στο γνωστό «αμάρτημα» που ακολουθεί όσες κυβερνήσεις πιστεύουν προς στιγμήν ότι πέτυχαν την αιώνια ανάπτυξη: Δέχθηκαν να φιλοξενήσουν φαραωνικές αθλητικές εκδηλώσεις όπως το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και τους ολυμπιακούς αγώνες. Σε μια χώρα όπου και η μικρότερη αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στις αστικές συγκοινωνίες μπορεί να σημάνει ότι χιλιάδες πολίτες δεν μπορούν να μετακινηθούν από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, οι τεράστιες σπατάλες σε άχρηστες αθλητικές εγκαταστάσεις αποτελούν την απόλυτη ύβρη απέναντι στον πληθυσμό. Πολύ περισσότερο όμως υπενθυμίζουν ότι η «ανάπτυξη» στηρίχθηκε σε πήλινα πόδια.
Ο Πανσέιρα προειδοποιούσε εδώ και χρόνια ότι το μοντέλο του Λούλα και της Ντίλμα δεν θα μπορούσε να μακροημερεύσει εάν δεν λαμβάνονταν πιο ριζοσπαστικά μέτρα για την γεφύρωση του τεράστιου χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών – μια πραγματική αναδιανομή εισοδήματος δηλαδή που θα διόρθωνε τις ακρότητες του παρελθόντος. «Η σημερινή πολιτική» έλεγε ο «δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα και αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν θα εξασφαλίσει οικονομική ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια. Πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις στις υποδομές οι οποίες δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θα πραγματοποιηθούν».
«Ένα άλλο θέμα» εξηγούσε ο συνομιλητής μας «είναι η ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν. Οι νέες θέσεις αφορούν τις υπηρεσίες και το υπηρετικό προσωπικό. Δεν έχουμε δηλαδή βιομηχανική ανάπτυξη αλλά δημιουργία θέσεων εργασίας χαμηλής ποιότητας».
Η οικονομική ανάπτυξη των κυβερνήσεων του Λούλα και της Ντίλμα φάνηκε να πατά σε δυο διαφορετικές βάρκες που απομακρύνονταν όσο μεγάλωνε η κρίση. Από τη μια χρησιμοποίησαν, ως όφειλαν, τον κρατικό μηχανισμό για να προσφέρουν άμεση αρωγή σε εκατομμύρια πολίτες αλλά και στην ίδια την εσωτερική αγορά, από την άλλη όμως δεν τόλμησαν να θίξουν την ορθόδοξη μονεταριστική οικονομική πολιτική που ευθύνεται για τη γιγάντωση των ανισοτήτων.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Ιούλιος 2013
Σχετικά θέματα:
Η hip hop εξέγερση της Βραζιλίας