Η πανδημία του κορονοϊού έφερε (ή θα έπρεπε να φέρει) για άλλη μία φορά στο προσκήνιο τη φαινομενικά άσβεστη επιθυμία της θρησκείας είτε να αδιαφορεί για τον κίνδυνο προς την ανθρωπότητα, είτε χειρότερα να προκαλεί και να προσκαλεί τους πιστούς της να εκθέσουν τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους ανθρώπους σε αυτόν τον κίνδυνο.
Επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μοναδική αιτία (δεν υπάρχουν άλλωστε σε γεγονότα τέτοιου επιπέδου μοναδικές αιτίες), αλλά έχει σίγουρα κάποια σημασία το γεγονός ότι ορισμένες από τις χώρες με τη χειρότερη αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν ανοικτά θεοκρατικά καθεστώτα ή ισχυρή την επιρροή της θρησκείας στο κράτος, την κυβέρνηση ή/και την κοινωνία.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ιράν. Ακραιφνώς θεοκρατικό καθεστώς, αποτελεί μία από τις πιο τραγικές ιστορίες αυτής την πανδημίας, καθώς υπό το σημαντικό βάρος των εμπορικών κυρώσεων που δυσχεραίνουν την εισαγωγή αναγκαίων ιατροφαρμακευτικών υλικών και φτωχοποιούν τον πληθυσμό, δεν κατάφερε ποτέ να ελέγξει την πανδημία.
Στις 20 Οκτωβρίου έσπασε το όριο των 5.000 νέων ημερήσιων κρουσμάτων και βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση από όλη τη Μέση Ανατολή με συνολικά πάνω από 31.000 θανάτους και μισό εκατομμύριο κρούσματα, νούμερα που είναι πιθανό να βρίσκονται στην πραγματικότητα υψηλότερα. Αν και έκλεισε για κάποιο διάστημα στην αρχή της πανδημίας τους χώρους λατρείας, οι κανόνες χαλάρωσαν γρήγορα και πλέον οι κληρικοί καλούν ανοιχτά τους πιστούς να επισκεφτούν τους ναούς, σε αντίθεση με κάθε επιστημονική λογική προστασίας.
Οι ΗΠΑ αντίστοιχα, μπορεί να μην είναι χαρακτηρισμένες επίσημα ως θεοκρατικό καθεστώς, αλλά ειδικά με κυβέρνηση Ρεπουμπλικάνων και δη του Τραμπ που απολαμβάνει την πλήρη στήριξη των Eυαγγελικών Χριστιανών, του πολιτικά ισχυρού φανατικού δόγματος που διαπερνά τις τάξεις των διάφορων Προτεσταντικών σεχτών, η επιρροή της θρησκείας στη χάραξη πολιτικής αλλά και στις οπτικές του πληθυσμού είναι σημαίνουσα.
Επικεφαλής της «Ειδικής Ομάδας Κορονοϊού» (Coronavirus Task Force) του Λευκού Οίκου είναι από την αρχή σχεδόν της πανδημίας ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, που προέρχεται από τις τάξεις των Ευαγγελικών Χριστιανών. Μαζί με τον Τραμπ, αλλά με τον πρόεδρο να παίζει «πρώτο βιολί», έχουν από την αρχή υποβαθμίσει τον κίνδυνο της πανδημίας, έχουν αμφισβητήσει τη χρησιμότητα ακόμη και των πιο απλών μέτρων προστασίας όπως η χρήση μάσκας και η τήρηση αποστάσεων, και έχουν επιτεθεί ή αμφισβητήσει επανειλημμένα τις συμβουλές και τη γνώμη των ειδικών. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι κανονιστικές παλινωδίες και η ανεπαρκής συνεργασία με τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας όπως το CDC.
Στις ΗΠΑ μόλις το 39% του πληθυσμού δηλώνει «μη θρησκευόμενο», ενώ περίπου 88% των βουλευτών σε Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων δηλώνουν «Χριστιανοί». Οι Ευαγγελικοί Χριστιανοί αποτελούν μονάχα το 17% του πληθυσμού, αλλά όπως είπαμε και πιο πάνω, έχουν αναντίστοιχη ισχύ κι επιρροή στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια έρευνα «Αμερικανικών Αξιών» του Public Religion Research Institute, μόλις το 35% των Ευαγγελικών θεωρούν τον κορονοϊό ζήτημα «σοβαρής ανησυχίας».
Από την αρχή της πανδημίας οι εκκλησίες στις ΗΠΑ αποτέλεσαν σημαντικές πηγές μετάδοσης του ιού και οι αντιρρήσεις στην τήρηση μέτρων προστασίας κυριαρχούνται από θρησκευόμενους, είτε πρόκειται για Χριστιανούς στον αμερικανικό Νότο και τις κεντρικές «flyover states», είτε για υπερ-Ορθόδοξους Εβραίους στη Νέα Υόρκη. Είναι πλέον κοινή γνώση τα «επιχειρήματα» των πιστών για τη μη χρήση μάσκας, κάποια από τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στο «η μάσκα είναι του Σατανά και των Κομμουνιστών».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η θρησκεία δείχνει όχι μόνο να αδιαφορεί για την ευζωία των ανθρώπων, πιστών και μη, αλλά και να ευελπιστεί στην καταστροφή τους για την εκπλήρωση κάποιου φαντασιακού «Θείου θελήματος» ή «σχεδίου για την ανθρωπότητα». Για να μην πάμε πολύ πίσω στην ιστορία και αναφερθούμε στον ρόλο που έπαιξε η απέχθεια της Καθολικής Εκκλησίας προς τις γάτες στην καταστροφή αιώνων που έφερε στην Ευρώπη η Μαύρη Πανώλη, ας δούμε ένα ζήτημα πολύ πιο κοντινό, την αμερικανική εξωτερική πολιτική των τελευταίων δύο δεκαετιών σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή γενικά και το Ισραήλ πιο συγκεκριμένα.
Έχει κατατεθεί πολλάκις η άποψη για τον σημαίνοντα ρόλο του Αποκαλυπτικού μηνύματος των Χριστιανικών θρησκειών και των Ευαγγελικών ιδιαίτερα στις τάσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προς τη Μέση Ανατολή. Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας», δηλαδή οι εισβολές των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ σε «απάντηση» στο τρομοκρατικό χτύπημα των Δίδυμων Πύργων, μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως ένας εν μέρει θρησκευτικός πόλεμος – όχι μόνο από την πλευρά των «Ισλαμιστών τρομοκρατών», αλλά και από αυτή των ΗΠΑ, με τον τότε πρόεδρο Μπους να κάνει συχνές αναφορές στον Θεό και στις συνομιλίες του με Αυτόν, στα πολεμικά του ανακοινωθέντα (όπως κάποια χρόνια αργότερα ο πρωθυπουργός Σαμαράς μιλούσε με την Παναγία για τα μνημόνια).
Από την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν τουλάχιστον, κήρυκες και θρησκευτικές περσόνες έχουν συχνά τη δυνατότητα να ψιθυρίσουν στο αυτί των Αμερικανών προέδρων και να καθορίσουν έτσι τη χάραξη της πολιτικής της χώρας. Όταν ο Τζορτζ Μπους επιχειρούσε το 2003 να πείσει τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ να συναινέσει στην εισβολή στο Ιράκ, λέγεται πως είχε αναφερθεί σε βιβλικές προφητείες. «Γωγ και Μαγώγ εργάζονται στη Μέση Ανατολή. Οι βιβλικές προφητείες εκπληρώνονται. Αυτή η αντιπαράθεση είναι θέλημα Θεού, ο οποίος θέλει να χρησιμοποιήσει αυτή τη σύγκρουση για να διαγράψει τους εχθρούς του λαού Του πριν τον ερχομό της Νέας Εποχής», είναι τα λόγια που φέρεται να χρησιμοποίησε ο Αμερικανός πρόεδρος και οδήγησαν τον Γάλλο ομόλογό του να αναζητήσει βοήθεια από θεολόγους για να καταλάβει περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
Η αναφορά είναι σε μια προφητεία του Ιεζεκιήλ από το ομώνυμο βιβλίο της Αγίας Γραφής, προφητεία που αναβιώθηκε στους κόλπους των Ευαγγελικών τις δεακετίες του ‘70 και του ‘80. Βασισμένοι σε αυτήν την προφητεία, αλλά και σε άλλες προφητείες περί του Τέλους των Εποχών, της Αποκάλυψης και της κατάληξης της Αιώνιας Μάχης μεταξύ Καλού και Κακού, οι Ευαγγελικοί στις ΗΠΑ έχουν ιδρύσει ομάδες πίεσης για να επηρεάσουν τη χάραξη πολιτικής των ΗΠΑ σχετικά με το Ισραήλ. Η επιστροφή των Εβραίων στον Ναό της Ιερουσαλήμ είναι, σύμφωνα με αυτές τις προφητείες ή τουλάχιστον την ανάγνωσή τους από τους φανατικούς, η πρώτη πράξη της Αποκάλυψης που, πιο σημαντικά, επιθυμούν διακαώς να έρθει κατά τη διάρκεια των ζωών τους.
Η επιρροή αυτή των Ευαγγελικών δεν σταμάτησε μετά τη διακυβέρνηση Μπους. Ο Τραμπ αναφέρεται ως «εκλεκτός του Θεού» από τους Ευαγγελικούς υποστηρικτές του και ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, πρώην διευθυντής της CIA και νυν υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ανήκει κι αυτός ιδεολογικά σε αυτήν την φανατική πτέρυγα.
Είναι αυτές οι θρησκευτικές Αποκαλυπτικές απόψεις που εξηγούν, έστω εν μέρει κι αποσπασματικά, την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ από την κυβέρνηση Τραμπ, τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας εκεί από το Τελ Αβίβ και την πίεση της κυβέρνησης Τραμπ σε άλλες χώρες να πραγματοποιήσουν την ίδια αναγνώριση. «Αν οι Εβραίοι επιστρέψουν στον Ναό, θα ξεκινήσει ο μέγας πόλεμος της Αποκάλυψης – και μπορεί να πεθάνουν εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια, αλλά εμείς οι πιστοί θα αναληφθούμε στους Ουρανούς και θα καθίσουμε δίπλα στον Θεό στην Αιώνια Βασιλεία του», φαίνεται να είναι μέρος τουλάχιστον της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με τον μεγαλύτερο στρατό παγκοσμίως.
Γίνεται λοιπόν επώδυνα προφανές, σε όποιον τουλάχιστον δεν διακατέχεται από διαθέσεις εθελοτυφλίας, το πώς η επικίνδυνη οπτική της θρησκείας για τα εγκόσμια, γίνεται θανατηφόρα όταν έχει σημαίνουσα πρόσβαση στην εξουσία και τη χάραξη πολιτικής, είτε πρόκειται για τον κίνδυνο περιφερειακών ή παγκόσμιων πολεμικών συγκρούσεων, είτε για αυτόν της διασποράς μιας επικίνδυνης ασθένειας στον πληθυσμό.
Και στην Ελλάδα κύριε; Στα μέρη μας η ασυλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η αδιαφορία της για το πώς επηρεάζουν οι πρακτικές της την υγεία του πληθυσμού και η μαχητική της στάση κατά των μέτρων προστασίας, δεν φαίνεται ευτυχώς, για την ώρα, να μας έχει οδηγήσει σε κατάσταση τόσο κρίσιμη όσο αυτή του Ιράν ή των ΗΠΑ (ή της Βραζιλίας του φανατικού Χριστιανού Μπολσονάρο). Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο ότι, αν και ο πληθυσμός είναι πλειοψηφικά θρησκευόμενος, αυτό δεν μεταφράζεται αυτόματα σε μεγάλη συμμετοχή σε εκκλησιαστικές λειτουργίες.
Είναι όμως ανησυχητικό για την πορεία της αντιμετώπισης του ιού στη χώρα το ότι η Εκκλησία συνεχίζει να απολαμβάνει εξαιρέσεως από την τήρηση μέτρων και να επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό ακόμα και στελέχη του επιστημονικού κόσμου της Ελλάδας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις κατά καιρούς δηλώσεις «επιστημόνων» όπως η Ελένη Γιαμαρέλλου για το «μυστήριο της Θείας Κοινωνίας».
Ανδρέας Κοσιάρης