του Ανδρέα Κοσιάρη
Έχει γραφτεί πολλές φορές πως το θεμελιώδες αφήγημα στο οποίο στηρίζει την ύπαρξή της αυτή η κυβέρνηση είναι η ταυτόχρονη απόλυτη ευθύνη και απόλυτη ανευθυνότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός είναι «το καλύτερο βιογραφικό της χώρας», ένας άριστος των αρίστων που φτάνοντας στην εξουσία εφάρμοσε το όραμά του για ένα επιτελικό κράτος με τα πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Και ταυτόχρονα ένας αρχηγός κόμματος και κράτους με πλήρη άγνοια για όσα κάνουν τα κομματικά του στελέχη, οι βουλευτές που έβαλε στα ψηφοδέλτια, οι υπουργοί που επέλεξε, οι υπηρεσίες που έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο του γραφείου του, ακόμα και το δεξί του χέρι, ο γενικός γραμματέας κι ανιψιός του.
Το σχήμα δεν στέκεται ακόμα κι απέναντι στην ελάχιστη εξέταση. Δεν μπορεί να είσαι ταυτόχρονα ο ικανότερος, καταλληλότερος κι εξυπνότερος ηγέτης, αλλά σε κάθε στραβή να μην έχεις καμία ευθύνη, να μην ήξερες. Ειδικά όταν οι «στραβές» είναι κανόνας και σε καθεμία αποδεικνύεται από τα λεγόμενα των εμπλεκόμενων πως ήξερες. Τα περιστατικά είναι περισσότερα από όσα μπορεί να χωρέσει και να θυμάται ένας νους, ξεκινώντας από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τις τοποθετήσεις νεοδημοκρατών πολιτευτών σε θέσεις διευθυντών νοσοκομείων (θυμάστε;) και φτάνοντας στο σήμερα και τον βουλευτή Πάτση. Τρία και πλέον χρόνια που είναι γεμάτα με σκάνδαλα και σκανδαλάκια, αποτυχημένες διαχειρίσεις κρίσεων με απευθείας αναθέσεις, ευνοιοκρατία, ξεπουλήματα, μπίζνες — και πανταχού παρών ο μύθος του απόλυτου άρχοντα που δεν έχει ευθύνη για τίποτα.
Ο μύθος αυτός δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τη συμμετοχή και συνενοχή των ΜΜΕ. Ακόμα και σε μία χώρα που οι τρεις θεσμοθετημένες εξουσίες είναι διαπλεκόμενες – και φίλοι μου, ζούμε εδώ και δεκαετίες σε μία τέτοια χώρα – ο ρόλος της τέταρτης, μη θεσμοθετημένης εξουσίας, είναι να βρίσκεται εκτός του συστήματος, να το παρακολουθεί στενά και να το ξεψαχνίζει.
Στην Ελλάδα έχουμε δει αυτόν τον ρόλο διαφορετικά. Τόσο διαφορετικά, που μπορούν να βγαίνουν σε πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΪ πέντε συνολικά δημοσιογράφοι (ο Άρης Πορτοσάλτε δεν είναι παρών αλλά αναφέρεται) και να λένε ευθαρσώς πως ήξεραν το ποιον όλων των υποψηφίων βουλευτών, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με αυτό περαιτέρω.
«Υπήρχαν συγκεκριμένα πρόσωπα – κι εγώ το ‘λεγα με τον Άρη εκτός – που εμείς τα είχαμε εντοπίσει, γιατί γνωριζόμαστε, μικρή είναι η πιάτσα, πολύ πριν χρηστούν υποψήφιοι. Και λέγαμε “μα είναι δυνατόν να κατέβει αυτός ο άνθρωπος;”. Ο οποίος, δεν κάνει κάτι παράνομο, να το ξεκαθαρίσουμε, αλλά αυτές οι ακραίες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν συμβαδίζουν με την πολιτική». Αυτά είχε να σχολιάσει ο Βασίλη Χιώτης στον ΣΚΑΪ, με τον Δημήτρη Οικονόμου να σιγοντάρει με «έτσι» και «σωστά».
Σε ποιον έλεγε ο κ. Χιώτης και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι αυτά τα «μα είναι δυνατόν»; Μήπως στους πολίτες, στους τηλεθεατές, στους ακροατές, στους αναγνώστες τους; Διότι αν τους τα έλεγαν, ίσως αυτά τα «πρόσωπα», που οι δημοσιογράφοι είχαν «εντοπίσει πολύ πριν χρηστούν υποψήφιοι» διότι «γνωριζόμαστε, μικρή είναι η πιάτσα», να μην είχαν εκλεγεί — λέω εγώ τώρα, κάνοντας την υπόθεση ότι ένα σωστά ενημερωμένο σώμα πολιτών μπορεί να κάνει σωστές επιλογές.
Μεταξύ τους τα έλεγαν, στα γραφεία τους και τα παρασκήνια των εκπομπών τους όσο έπιναν καφέ. Όταν όμως έβγαιναν στον αέρα, κάτι γινόταν πάντα και τα ξεχνούσαν, δεν τα ανέφεραν. Και, όλως περιέργως, λοιδορούσαν τους λίγους συναδέλφους τους που έκαναν όντως τη δουλειά που πρέπει να κάνουν και είχαν μιλήσει για αυτά τα «πρόσωπα».
Είπε και κάτι άλλο ο κ. Χιώτης. Ότι «δυστυχώς και η Νέα Δημοκρατία, όταν ερχόταν στην εξουσία έκανε το ίδιο λάθος. Δε διπλοκοσκίνισε τους υποψηφίους της». Και αμέσως μετά, ο Δημήτρης Οικονόμου συμπληρώνει τον μύθο, με ύφος και στόμφο ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά ότι θάβει σκατά, αλλά θα τα θάψει λες και θάβει χρυσάφι: «Έχει ένα καλό, Βασίλη μου, η κυβέρνηση σε αυτά τα θέματα, τα καθαρίζει άμεσα. Κι αυτό είναι, η απόφαση του Μητσοτάκη σε αυτά τα θέματα είναι κάθετη».
-πολύ χειρότερα πράγματα έκανε ο παπάς από εισπρακτική εταιρεία που αγόραζε κόκκινα δάνεια και εκβίαζε τους συμπολίτες του
-τι δηλαδή;
-ζήτησε από τον κύριο γιάννη να πληρώσει pic.twitter.com/jaQ1U1rMVd— koiniαν (@koinian) October 26, 2022
Πάμε, λοιπόν, να δούμε το σχήμα αυτού του μύθου από την αρχή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε για υποψήφιους βουλευτές της ΝΔ κάποια «πρόσωπα» με «όχι παράνομες», αλλά «ακραίες επιχειρηματικές δραστηριότητες που δεν συμβαδίζουν με την πολιτική». Το έκανε χωρίς να τους «κοσκινίσει», άρα δεν ήξερε το ποιον τους, που οι δημοσιογράφοι το ήξεραν διότι «είναι μικρή η πιάτσα», αλλά δεν το έλεγαν παραέξω. Ο Μητσοτάκης δεν ήξερε όλα αυτά τα θέματα, αλλά τα «καθαρίζει άμεσα» με «κάθετη απόφαση».
Τι κι αν ο μύθος συγκρούεται με την πραγματικότητα; Έτσι είναι οι μύθοι, δεν καταλαβαίνουν από δεδομένα. Όπως, στην περίπτωση Πάτση, ότι το θέμα είναι γνωστό και δημοσιευμένο εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια. Ότι ο ίδιος ο Πάτσης έχει στο παρελθόν δηλώσει και σήμερα επαναλάβει ότι «ο πρόεδρος του κόμματος έχει ενημερωθεί» και ότι «όλη η Ελλάδα ήξερε». Ότι οι «επιχειρηματικές δραστηριότητες» του κ. Πάτση δεν ήταν όλες «νόμιμες». Και ότι το «άμεσα» είναι πολύ σχετικό όταν αναφέρεται στην περίπτωση ανθρώπου με κουμπάρο υψηλόβαθμο υπουργό που έπαιρνε απευθείας αναθέσεις από άλλον υπουργό, και που ο γιος του είναι στέλεχος του κόμματος σε θέση συναφή με τις «δραστηριότητες» του πατέρα, και που ο ίδιος διεγράφη από την κοινοβουλευτική ομάδα αλλά όχι από το κόμμα.
Οι δημοσιογράφοι στη χώρα, πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων, νομίζουν ότι δουλειά τους είναι να πουλάνε μύθους. Να ξέρουν, αλλά να μη μιλάνε, μέχρι αυτό που ήξεραν να γίνει θέμα. Και τότε να συνεχίζουν να πουλάνε τον μύθο, ενώ ταυτόχρονα με θράσος να αποκαλύπτουν ότι ήξεραν αλλά δε μιλούσαν.
Τελικά ο μεγαλύτερος μύθος ίσως είναι η ίδια η δημοσιογραφία σε αυτόν τον τόπο. Εκεί όπου οι δημοσιογράφοι μπορούν να μιλούν ελεύθερα σε κομματικές εκδηλώσεις υποψηφίων βουλευτών και μετά να καμώνονται τους ανεξάρτητους και να θίγονται όποτε κάποιος τους θυμίζει την κομματική τους σύνδεση. Εκεί όπου μπορούν να λένε στους βουλευτές της αντιπολίτευσης ότι «κουράζουν τον κόσμο οι υποκλοπές». Εκεί όπου μπορούν να ευχαριστούν ζωντανά στον αέρα τον πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια συνέντευξης που του έκανε «πρόταση να είμαι υποψήφιος όπου ήθελα και ό,τι άλλο ήθελα». Εκεί όπου μπορούν να κατηγορούν ως πράκτορες ξένης χώρας και προδότες, συναδέλφους τους που απλά κάνουν αυτό που το επάγγελμα υποτίθεται ότι περιγράφει. Σε αυτή τη χώρα των μύθων, που ονομάζεται Ελλάδα.