Του Άρη Χατζηστεφάνου
Η Κυριακή 25 Οκτωβρίου του 2020 θα μείνει στη μνήμη αρκετών νεοφιλελεύθερων σε όλο τον κόσμο τόσο βαθιά χαραγμένη, όσο ήταν για αρκετούς οπαδούς της ΕΣΣΔ η υποστολή της σημαίας από το Κρεμλίνο το 1991.
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Χιλής ζήτησε, σε ποσοστό 78%, τη σύνταξη ενός νέου συντάγματος, το οποίο θα ακυρώσει τις βασικότερες ρυθμίσεις του κειμένου που είχε επιβάλει η αιμοσταγής δικτατορία του Πινοσέτ.
Το συγκεκριμένο σύνταγμα ήταν η γραπτή αποτύπωση των ιδεών που προσκόμισαν στον δικτάτορα τα λεγόμενα αγόρια του Σικάγου, οι διασημότεροι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι με επικεφαλής τον Μίλτον Φρίντμαν. Ήταν η μεταφορά στο δίκαιο της χώρας του λεγόμενου «τούβλου», ενός ογκωδέστατου φακέλου που παρέδωσαν μία μόλις ημέρα μετά την ολοκλήρωση του πραξικοπήματος που είχε οργανώσει η CIA σε συνεργασία με ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Χιλής.
Στον πυρήνα του συγκεκριμένου συντάγματος, όπως εξηγούσαν πρόσφατα και οι New York Times, βρίσκονταν πρόνοιες που καθιστούσαν αδύνατο τον περιορισμό της ελεύθερης αγοράς και πρακτικά μπλόκαραν κάθε προσπάθεια άσκησης κοινωνικής πολιτικής στο σύστημα εκπαίδευσης και υγείας.
Σε αντίθεση δηλαδή με τα περισσότερα συντάγματα της Ευρώπης, που συντάχθηκαν ή τροποποιήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και εξέφραζαν την τάση της εποχής για ενίσχυση του κράτους πρόνοιας υπό ένα δημοκρατικό καθεστώς, το σύνταγμα της Χιλής γράφτηκε από μια χούντα που προωθούσε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του καπιταλισμού.
Ήταν ένα κείμενο που γράφτηκε πάνω στις σωρούς των πτωμάτων που έθαβε σε μαζικούς τάφους ο Πινοσέτ στην έρημο της Ατακάμα και των αριστερών που πολυβολούσε τις πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος στο κεντρικό στάδιο του Σαντιάγκο. Ήταν η απόδειξη ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί το οικονομικό μοντέλο που χρειάζεται τις μεγαλύτερες ποσότητες κρατικής βίας για να απελευθερώσει τις δυνάμεις της αγοράς.
Για όλους αυτούς τους προφανείς και ανομολόγητους λόγους το συγκεκριμένο αποτελούσε την υγρή ονείρωξη κάθε φιλελεύθερου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Τα αποτελέσματα αυτής της νεοφιλελεύθερης επίθεσης είναι σήμερα τόσο ορατά ώστε ακόμη και οι New York Times έφτασαν να περιγράφουν με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση. Η Χιλή έφτασε να έχει τα υψηλότερα ποσοστά οικονομικής ανισότητας στον αναπτυγμένο κόσμο ενώ υπηρεσίες του ΟΗΕ αναφέρουν ότι το 1% του πληθυσμού ελέγχει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, το μέσο νοικοκυριό χρησιμοποιεί τα τρία τέταρτα του εισοδήματός του για την αποπληρωμή χρεών. Παράλληλα το σύστημα εκπαίδευσης και υγείας βρίσκεται υπό καθεστώς ολοκληρωτικής διάλυσης ενώ το ιδιωτικοποιημένο σύστημα συντάξεων αναγκάζει την πλειονότητα των ηλικιωμένων να συνεχίζει να εργάζεται για πολλά χρόνια ύστερα από τη συνταξιοδότηση.
Αν αυτή είναι η εικόνα που δίνουν οι New York Times (η εφημερίδα που στήριξε όσο λίγες την άνοδο του Πινοσέτ στην εξουσία) μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πόσο πιο τραγική είναι η κατάσταση. Εκτός αν είστε από τους οπαδούς της Σώτης Τριανταφύλλου, που κατέληξε ότι η συγκεκριμένη ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου είναι η Πράβντα της εποχής μας.
Αυτό όμως που περισσότερο εξοργίζει τους απανταχού οπαδούς του Πινοσέτ είναι ότι η αλλαγή του συντάγματος θα πραγματοποιηθεί λόγω της πίεσης που άσκησαν οι εξεγέρσεις του 2019. Σε αντίθεση δηλαδή με την Ευρώπη, όπου οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ (αλλά ακόμη και από συγκεκριμένες τράπεζες όπως η JP Morgan) στη Χιλή ήταν η κοινωνία που κάρφωσε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Πινοσέτ.