Άρθρο των Στάθη Κουβελάκη και Κώστα Λαπαβίτσα στο περιοδικό Jacobin / Μετάφραση: Βάσια Χιώτη για το iskra.gr
Είναι πολλοί όσοι στην Αριστερά παγκοσμίως πιστεύουν πως τα πράγματα στην Ελλάδα σιγά-σιγά βελτιώνονται, και πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μια αριστερή δύναμη που, παρά τις αντίξοες συνθήκες, προστατεύει τα συμφέροντα των εργαζόμενων και των φτωχών. Για όσους έχουν αυτή την άποψη, οι πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα θα αποτελέσουν μια δυσάρεστη έκπληξη.
Η πικρή πραγματικότητα είναι ότι, αφού παραδόθηκαν στην Τρόικα των δανειστών τον Ιούλιο του 2015, ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του ακολούθησαν τις ίδιες ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010, όταν υπογράφηκε το πρώτο Μνημόνιο. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει προχωρήσει σε δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών, σε περαιτέρω απορύθμιση της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεω, σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις. Ολα αυτά συνοδεύουνται με την σύνθλιψη των μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων. Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί, ενώ η έμμεση και άμεση φορολογία έχει φθάσει σε επίπεδα ευρωπαϊκού ρεκόρ, χτυπώντας ανελέητα τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Η μόνη διαφορά με τις προηγούμενες κυβερνήσεις είναι ότι ο Τσίπρας και το κόμμα του είχαν εκλεγεί τον Ιανουάριο του 2015 ακριβώς για να ανατρέψουν αυτές τις πολιτικές. Η πρωτοφανής του στροφή 180 μοιρών – μερικές μόνο μέρες μετά από ένα δημοψήφισμα όπου το 61% των ψηφοφόρων απέρριψε την περαιτέρω επιβολή της λιτότητας – απετέλεσε τραυματικό σοκ για την ελληνική κοινωνία. Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν, ο κυνισμός της κυβέρνησης Τσίπρα οδήγησε σε βαθιά κατάπτωση του ηθικού του λαού, μια κατάπτωση που διαπερνά όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Η παθητικότητα και η αναδίπλωση κυριαρχούν και επιτρέπουν στην κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα ακόμη μνημόνιο χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει μείζονες αντιδράσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λοιπόν προσφέρει στην Τρόικα εξαιρετικές υπηρεσίες. Ωστόσο, τέτοιου είδους πολιτικές λιτότητας, απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης, που πλήττουν την πλειοψηφία του πληθυσμού, είναι εν τέλει αδύνατον να εφαρμοστούν χωρίς έναν βαθμό αυταρχισμού και ένα ευρύ πλαίσιο καταναγκασμού. Είναι αδύνατον να επιβληθούν οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, οι μειώσεις στις συντάξεις και τους μισθούς, οι αυξήσεις στους φόρους, οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, χωρίς να καταπνιγεί η ενεργητική αντίσταση και χωρίς την καλλιέργεια του φόβου σε όσους δεν υποκύπτουν. Η πολιτική εμπειρία των τελευταίων 40 χρόνων τόσο στην Δυτική Ευρώπη όσο και στις Η.Π.Α. και σε πλειάδα άλλων χωρών, το κατέδειξε εμφατικά.
Από το 2010 έως το 2015, η Ελλάδα γνώρισε με τη σειρά της έναν πρωτοφανή πολλαπλασιασμό των αυταρχικών και κατασταλτικών μέτρων καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις εφάρμοζαν Μνημόνια. Αργά, σταθερά – και μοιραία – η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει πάρει το ίδιο μονοπάτι.
Αξιοσημείωτος είναι τους τελευταίους μήνες ο τρόπος με τον οποίο η πίεση στις ελληνικές τράπεζες έχει οδηγήσει σε αύξηση των πλειστηριασμών κατοικιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε το σύνθημα “Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη”, σήμερα επιτίθεται τους διαδηλωτές που προσπαθούν να σταματήσουν τους πλειστηριασμούς. Η νέα νομοθεσία απειλεί με φυλάκιση όσους παρεμβαίνουν στη διαδικασία των πλειστηριασμών ενώ οι διώξεις εναντίον όσων αντιστέκονται στην πολιτική της κυβέρνησης έχουν ήδη ξεκινήσει.
Σφίγγοντας τα λουριά
Για να γίνει κατανοητή η αυξανόμενη πολιτική σημασία της μάχης γύρω από τους πλειστηριασμούς κατοικιών, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κρίσιμη κατάσταση των Ελληνικών τραπεζών, και η πίεση που αυτές ασκούν στην κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία ευρύτερα. Η κυβέρνηση καταφεύγει σε ολοένα και πιο αυταρχικές μεθόδους με βασικό στόχο να συγκρατήσει ένα νέο κύμα τραπεζικής αναταραχής.
Στα χρόνια της κρίσης, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέληξε να κυριαρχείται από τέσσερις “συστημικές” τράπεζες που ελέγχουν πάνω από το 90% των καταθέσεων και των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Από το 2010 και μετά, αυτές οι τράπεζες αποτελούν τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές των Μνημομίων και κινητοποιούν την τεράστια οικονομική και κοινωνική τους ισχύ για να εξαναγκάσουν τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του ΣΥΡΙΖΑ, να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των δανειστών, έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του τραπεζικού τομέα και να προστατευθούν οι ίδιες από μια ενδεχόμενη εθνικοποίηση.
Από την αρχή της κρίσης, έχουν γίνει δύο σημαντικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, εκ των οποίων η δεύτερη υλοποιήθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το συνολικό κόστος έχει ξεπεράσει τα 45 δισ. ευρώ και χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου μέσω δημόσιου δανεισμού, που έπεσε στην πλάτη των φορολογούμενων. Παρά αυτή την πρωτοφανή αρωγή του δημόσιου, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν σήμερα το ευρωπαϊκό ρεκόρ κατοχής “κόκκινων δανείων” και έχουν ουσιαστικά σταματήσει να στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Αυτά τα “κόκκινα δάνεια” περιλαμβάνουν Mη-εξυπηρετούμενα Δάνεια ( NPLs, δάνεια που εμφανίζουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών στην αποπληρωμή κεφαλαίου και τόκων) αλλά και τα ονομαζόμενα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs), μια ευρύτερη κατηγορία, που συμπεριλαμβάνει δάνεια που αναμένεται ότι δεν θα αποπληρωθούν πλήρως, ακόμη κι αν δεν έχουν ακόμη σημειωθεί καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους.
Η μείωση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών στα NPEs και τα NPLs αποτελεί εδώ και χρόνια κορυφαία προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από το 2016 η κυβέρνηση Τσίπρα έχει πειθήνια προσαρμοστεί στις προσταγές της, ανοίγοντας το δρόμο για ένα κύμα κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και λαϊκών κατοικιών, όπως επίσης και για την πώληση υποτιμημένων πακέτων δανείων στα “κοράκια” των κερδοσκοπικών funds. Από αυτή τη σκοπιά, οι πλειστηριασμοί ακινήτων είναι στρατηγικής σημασίας.
Η αποτυχία των τραπεζών να χειριστούν αυτό το πρόβλημα δεν έχει τίποτε το μυστηριώδες. Τα αίτιά της πρέπει να αναζητηθοούν στους όρους του Μνημόνιου που υπέγραψε ο Τσίπρας και τις συνέπειές τους. Εν ολίγοις, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται σταδιακά να εκκαθαρίσουν τα χαρτοφυλάκια τους από τα “κόκκινα δάνεια” μέσω πλειστηριασμών, πωλήσεων, και αυστηρότερων πρακτικών εισπράξεων, μια διαδικασία που σίγουρα θα πάρει πολλά χρόνια.
Την ίδια στιγμή όμως, οι τράπεζες καλούνται να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα μέσω της παροχής νέων πιστώσεων. Μόνο που, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, ενώ προσπαθούν να εκκαθαρίσουν τους ισολογισμούς τους από “κόκκινα δάνεια” οι τράπεζες μειώνουν ταυτόχρονα την παροχή νέας δανειοδότησης. Αυτή η καθήλωση της πίστωσης έχει επίσης καθηλώσει την ανάκαμψη και την ανάπτυξη, επιτείνοντας το πρόβλημα των “κόκκινων δανείων”. Η συνολική μείωση του δανεισμού σημαίνει επίσης ότι τα επισφαλή δάνεια αντιπροσωπεύουν ένα υψηλότερο ποσοστό επί του συνόλου των δανείων. Εχουμε εδώ ένα τέλειο παράδειγμα της οικονομικής ανοησίας των Μνημονίων που εφάρμοσε με ζήλο ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αποτυχία των ελληνικών τραπεζών στο μέτωπο των κόκκινων δανείων οδήγησε στην κατάρρευση των μετοχών τους στο χρηματιστήριο Αθηνών, που ξεκίνησε στις αρχές του καλοκαιριού του 2018 και πήρε τις διαστάσεις κραχ τον τελευταίο μήνα. Στην πραγματικότητα, το σύνολο του τραπεζικού τομέα έχει δραματικά αποψιλωθεί από τότε που υπογράφηκε το τρίτο Μνημόνιο, γι’αυτό και οργιάζουν οι φήμες για την ανάγκη μιας ακόμη ανακεφαλαιοποίησης ή κάποιας άλλης μορφής δημόσιας ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα. Εάν επαληθευθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρόκειται για απόλυτη καταστροφή για την κυβέρνηση, που έχει να αντιμετωπίσει αλλεπάληλες εκλογικές αναμετρήσεις το ερχόμενο έτος.
Ως εκ τούτου, η επιτάχυνση του προγράμματος εκκαθάρισης των επισφαλών δανείων είναι στην κορυφή της ατζέντας της Τρόικα, και της κυβέρνησης Τσίπρα που πειθήνια την υλοποιεί. Και καθώς το πρόβλημα φαίνεται να είναι πιο επίμονο στα στεγαστικά και τα καταναλωτικών δάνεια, έχουν από κοινού θέσει τους φιλόδοξους στόχους της εκποίησης 8 έως 10 χιλιάδων κατοικιών για το 2018, αριθμός που θα ανέλθει σε 50.000 για το 2019.
Οι αντιστάσεις στο στόχαστρο
Το ζήτημα των πλειστηριασμών έχει καταστεί ένα από τα πιο ακανθώδη πολιτικά προβλήματα για την κυβέρνηση του Τσίπρα. Αντιμέτωπη με τις συνέπειες του Μνημόνιου, η κυβέρνηση ποινικοποίησε τον περασμένο Δεκέμβρη τις δράσεις που παρεμποδίζουν τους πλειστηριασμούς με ποινές που κυμαίνονται από 3 έως 6 μήνες φυλάκισης. Οι κινήσεις της δημιούργησαν τους όρους μιας μάχης που την φέρνει αντιμέτωπη με ένα δυναμικό κίνημα αντίστασης στους πλειστηριασμούς και στην αρπαγή της λαϊκής περιουσίας. Η επανέναρξη των πλειστηριασμών το φθινόπωρο του 2016 έδωσε νέα ώθηση σε αυτό το κίνημα.
Για πολλούς μήνες, η κινητοποίηση αποφασισμένων ομάδων ακτιβιστών στις αίθουσες των δικαστηρίων πέτυχε την ακύρωση εκατοντάδων τέτοιων πλειστηριασμών, καθυστερώντας σημαντικά την όλη διαδικασία. Αυτός ήταν αναμφίβολα ένας ακόμη λόγος που οι τράπεζες έχουν αποτύχει να προσεγγίσουν τους στόχους τους. Η αντίδραση της κυβέρνησης, ενδίδοντας στην πίεση της Τρόικα, ήταν να μεταφέρει την διαδικασία των πλειστηριασμών από το καλοκαίρι του 2017 σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που ενεργοποιείται από τους συμβολαιογράφους πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων τους. Αυτό, βέβαια, έχει αρνητικές συνέπειες στην διοργάνωση δράσεων.
Παρόλα αυτά, οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται, αν και σε μικρότερη κλίμακα, ακυρώνοντας πολλούς πλειστηριασμούς και αποθαρρύνοντας την συμμετοχή των συμβολαιογράφων στην όλη διαδικασία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι συγκρούσεις με την αστυνομία άρχισαν να κλιμακώνονται μπροστά στα γραφείων των συμβολαιογράφων. Οι διαδηλωτές κινηματογραφούνται κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας και στη συνέχεια διώκονται. Από την αρχή του έτους, δεκάδες ακτιβιστές σε όλη τη χώρα έχουν αντιμετωπίσει τις κατηγορίες της αστυνομίας. Ανάμεσα τους ο Ηλίας Σμήλιος, δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης στη Θεσσαλονίκη και μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στον Βόλο, δικάζονται 20 ακτιβιστών, όπως και άλλοι 15 στο Άργος και το Ναύπλιο. Στις 21 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η δίκη τριών αγωνιστών στην Αθήνα.
Η ένταση της καταστολής στο μέτωπο των πλειστηριασμών δεν είναι παρά το πιο εμφανές παράδειγμα των αυταρχικών πρακτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Καταστολή και δικαστικές διώξεις έχουν επίσης υποστεί όσοι διαμαρτύρονται για το καταστροφικό έργο της Ελντοράντο Γκολντ στις Σκουριές της Χαλκιδικής. Η κυβέρνηση έχει γενικότερα προσφύγει στην ωμή βία για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες ειδικά όταν αυτές ενδέχεται να λάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Η χρήση των ΜΑΤ ενάντια στους συνταξιούχους είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Διαμορφώνεται σταδιακά ένα πλαίσιο μέσω του οποίου η κυβέρνηση βασίζεται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του “βαθέως κράτους” για να υπερασπιστεί τη σκληρή πραγματικότητα που δημιούργησε το Μνημόνιο που συνομολόγησαν ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του το καλοκαίρι του 2015.
Η δίωξη του Παναγιώτη Λαφαζάνη
Η κλιμάκωση της καταστολής διέσχισε ένα συμβολικό κατώφλι στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, την ημέρα που ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ένας βετεράνος της ριζοσπαστικής αριστεράς, κλήθηκε να απαντήσει σε κατηγορίες για τη συμμετοχή στις εβδομαδιαίες δράσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς.
Ο Λαφαζάνης διετέλεσε υπουργός Ενέργειας στην πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πριν την μετάλλαξή του, και υπήρξε ηγετική μορφή της “Αριστερής Πλατφόρμας”, που εκείνη την εποχή συσπείρωνε την πλειοψηφία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα είναι γραμματέας της Λαϊκής Ενότητας, ενός πολιτικού μετώπου που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 2015 κυρίως από τις δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας, που διαχωρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και συνενώθηκαν με άλλες οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Είναι η πρώτη φορά από την πτώση της δικτατορίας – κατά τη διάρκεια της οποίας ο Λαφαζάνης διώχθηκε για την αντιστασιακή του δραστηριότητα στο φοιτητικό κίνημα και την οργάνωση νεολαίας του τότε παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος – που ο επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος διώκεται για πολιτικούς λόγους.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει αφορούν υποτιθέμενες παραβάσεις τουλάχιστον 15 άρθρων του ποινικού κώδικα, δυνητικά τιμωρούμενες με ποινές φυλάκισης έως και δύο χρόνια. Εάν κριθεί ένοχος για όλες τις κατηγορίες, η ποινή του θα μπορούσε να ανέλθει έως και σε 9 χρόνια. Αυτό που επίσης είναι αξιοσημείωτο είναι ότι οι διαδικασίες κινήθηκαν από το “Τμήμα Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος”, έναν ειδικό κλάδο των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλείας που υποτίθεται ότι αναλαμβάνει την καταπολέμηση δράσεων που σχετίζονται με την τρομοκρατία, ή που απειλούν τη δημοκρατία εν γένει.
Το τμήμα δημιουργήθηκε το 2000, τον καιρό των “εκσυγχρονιστικών” κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, όταν η χώρα πορευόταν προς την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, και αναβαθμίστηκε το 2011, αφού η χώρα τέθηκε σε καθεστώς Μνημονίων. Έχει ουσιαστικά εξελιχθεί σε φορέα επιτήρησης των κοινωνικών κινητοποιήσεων. Πρόσφατα προεδρικά διατάγματα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ διεύρυναν περαιτέρω το φάσμα των αρμοδιοτήτων του. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι από την δημιουργία του δεν έχει αναλάβει καμία δράση απέναντι στο φασιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, ή οποιοδήποτε άλλης ακροδεξιάς ή τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ο Λαφαζάνης δεν είναι ο μόνος αγωνιστής που στοχοποιείται από το εν λόγω τμήμα. Τέσσερις άλλοι ακτιβιστές, μεταξύ αυτών ένα μέλος της Λαϊκής Ενότητας και δύο γνωστές φυσιογνωμίες του δικτύου “Δεν πληρώνω”, οι Λεωνίδας και Ηλίας Παπαδόπουλος, έχουν επίσης κληθεί να απολογηθούν στην Ασφάλεια. Έχει επίσης καταστεί σαφές από την δικογραφία ότι ο Λαφαζάνης τελούσε εδώ και μήνες υπό συνεχή παρακολούθηση από ομάδα αστυνομικών που παρίσταναν τους δημοσιογράφους τραβώντας βίντο των δράσεων στα συμβολαιογραφικά γραφεία. Αυτό το υλικό συμπληρώθηκε από φωτογραφίες και βίντεο που το τμήμα ζήτησε από τα τηλεοπτικά κανάλια. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν αναρτήσεις στο Facebook για να ταυτοποιηθούν οι ακτιβιστές κατά τη διάρκεια διάφορων δράσεων.
Και τώρα;
Το αυξανόμενο κύμα των διώξεων ανάγκασε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να δώσουν κάποια προσοχή στην κλιμάκωση της κρατικής καταστολής. Έχει επίσης προκαλέσει κάποια δημόσια αντίδραση, συμπεριλαμβανομένης μιας κοινοβουλευτικής ερώτησης που υπέβαλαν 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στον υπουργό Δικαιοσύνης. Οψιμα ανακάλυψαν αυτοί οι βουλευτές τις βαθιά ανησυχητικές εξελίξεις που συντελούνται στα σπλάχνα του ελληνικού κράτους επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθούν να περισώσουν ότι έχει απομείνει από το ήθος τους.
Ωστόσο, η επίσημη θέση της κυβέρνησης είναι ότι αυτό το ζήτημα ανήκει εξολοκλήρου στη σφαίρα της δικαστικής εξουσίας και δεν σχετίζεται με πολιτικές αποφάσεις. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι η πρωτοβουλία για τις διώξεις δεν προήλθε από το δικαστικό σώμα αλλά από έναν μηχανισμό του «βαθέως κράτους», το τμήμα για την Προστασία του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που βρίσκεται στην διακαιοδοσία του υπουργού «Προστασίας του Πολίτη». Εν ολίγοις, υπάρχει κυβερνητική εμπλοκή και ανάμειξη, η οποία σχετίζεται άμεσα με την διαχείριση των επιπτώσεων του Μνημόνιου και την νέα εξελισσόμενη κρίση των ελληνικών τραπεζών.
Τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα απαιτούν καταστολή, και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση του κανόνα. Η δημοκρατία στην Ελλάδα έχει ήδη τραυματιστεί καίρια, και τα πράγματα θα γίνουν ακόμη σκληρότερα τους επόμενους μήνες καθώς θα πλησιάζουν οι εκλογές, και τα προβλήματα των τραπεζών θα βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο των κυβερνητικών χειρισμών. Η οικονομική και κοινωνική καταστροφή που προκλήθηκε από την συνθηκολόγηση του Τσίπρα έχει σαφώς γίνει αντιληπτή από μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. Τα αισθήματα περιφρόνησης προς τον ίδιο και την κυβέρνησή του είναι πλέον διάχυτα στην κοινωνία.
Εφόσον αυτή η κυβέρνηση έχει ήδη πουλήσει την ψυχή της συμβιβαζόμενη με τους δανειστές, δεν θα έχει κανέναν ενδοιασμό στο να κλιμακώσει την καταστολή ενάντια σε όσους αντιστέκονται.
Η διεθνής αλληλεγγύης είναι απαραίτητη ώστε να σταματήσει αυτή η βαθιά ανησυχητική τροπή των γεγονότων στην Ελλάδα.
Είναι πλέον ζήτημα υπεράσπισης της δημοκρατίας.