Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 14/05/2022
Πριν από έναν μήνα η αστυνομία της Νέας Υόρκης μετέτρεψε ένα φιάσκο σε επικοινωνιακό θρίαμβο. Για να το πετύχει χρειάστηκε την εμπειρία ενός αιώνα στη λεγόμενη Copaganda, την προπαγάνδα των αστυνομικών.
Όταν επιβιβάστηκα στο λεωφορείο που ανέβαινε την 23η οδό στο ανατολικό Μανχάταν, δύο ένστολοι αστυνομικοί με κοίταξαν καχύποπτα. Οι ασύρματοί τους μετέδιδαν συνεχώς μηνύματα, ενώ γύρω από το λεωφορείο περνούσαν διαρκώς περιπολικά. Ήταν 15 Απριλίου και περίπου δύο ώρες νωρίτερα ένας 62χρονος είχε πυροβολήσει δέκα επιβάτες στο μετρό, στην περιοχή του Μπρούκλιν. Η περίφημη NYPD, η καλύτερα στελεχωμένη και εξοπλισμένη αστυνομική διεύθυνση του πλανήτη, είχε εξαπολύσει ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψή του που ολοκληρώθηκε αναίμακτα ύστερα από 30 ώρες. Τα ΜΜΕ εξήραν την αποτελεσματικότητα των μελών της NYPD, o δήμαρχος ζήτησε περισσότερα χρήματα για αστυνόμευση (όπως κάνει αυτές τις ημέρες και ο Μπακογιάννης) και όλοι έζησαν καλά. Happy end.
Έναν μήνα αργότερα γνωρίζουμε ότι το μόνο τμήμα της NYPD που λειτούργησε υποδειγματικά ήταν το γραφείο Τύπου, το οποίο έστησε αυτή την εικονική πραγματικότητα. Η αστυνομία δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί στους συρμούς του μετρό γιατί οι χιλιάδες κάμερες αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων δεν κατέγραψαν τίποτα. Παρά το γεγονός ότι είχαν φωτογραφίες και το όνομα του δράστη, αυτός κυκλοφορούσε με το μετρό και άλλα μέσα μεταφοράς για 30 ώρες στα πιο κεντρικά και τουριστικά σημεία της πόλης, έτρωγε σε γνωστά εστιατόρια και καντίνες, ενώ έκλεισε και ένα ξενοδοχείο στο όνομά του. Τελικά κάλεσε ο ίδιος την αστυνομία για να τον συλλάβει. Ήταν ίσως το πιο άδοξο τέλος στην ιστορία των ανθρωποκυνηγητών από τότε που ο Δ. Κουφοντίνας πήρε ένα ταξί και πήγε να παραδοθεί στην ασφάλεια (το LAPD, όπως αποκαλούσαν σαρκαστικά την αστυνομία στο Lekanopedio Attikis).
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο δράστης, ο 62χρονος Φρανκ Τζέιμς, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Ήταν ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που κυκλοφορούν σαν χαμένοι στο κέντρο της Νέας Υόρκης ή στοιβάζονται στις φυλακές αντί να νοσηλεύονται σε κέντρα ψυχικής υγείας – αυτά που έκλεισε μαζικά ο Ρόναλντ Ρίγκαν για να προσλάβει περισσότερους αστυνομικούς και έκτοτε κανένας δεν σκέφτηκε να τα ξανανοίξει.
Η είδηση βέβαια στο συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι η κωμικοτραγική σύλληψη του Φρανκ Τζέιμς, αλλά το πώς η NYPD κατάφερε να πλασάρει το φιάσκο σαν τρομακτική επιτυχία. Ακτιβιστές, όπως ο Γιοσμάρ Τρουχίλιο, από το παρατηρητήριο Copwatch Media, αποδίδουν την αντιστροφή της πραγματικότητας στο φαινόμενο της λεγόμενης Copaganda (σε ακριβή μετάφραση «η προπαγάνδα των μπάτσων»), της ικανότητας δηλαδή της αστυνομίας να επιβάλλει τη δική της αφήγηση στα ΜΜΕ.
Αστυνομικές διευθύνσεις, όπως αυτή της Νέας Υόρκης, έχουν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες ισχύ, προϋπολογισμό αλλά και τις τεχνικές επικοινωνίας που θα ζήλευαν αρκετά κράτη και πολυεθνικές εταιρείες. Η NYPD έχει ετήσιο προϋπολογισμό σχεδόν 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων (για τη σύγκριση, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δαπανούν από 6 έως 8 δισεκατομμύρια ευρώ και είναι ο δεύτερος ακριβότερος στρατός του ΝΑΤΟ σε αναλογία δαπανών/ΑΕΠ). Μόνο η αστυνομία του Σικάγου ξοδεύει ετησίως ένα εκατομμύριο δολάρια για τις δημόσιες σχέσεις της – και σε αυτά, υποθέτουμε, δεν συμπεριλαμβάνονται οι διαρροές προς δημοσιογράφους, που αποτελούν το Α και το Ω στις σχέσεις κάθε αστυνομικής διεύθυνσης με τα ΜΜΕ.
Το φαινόμενο της Copaganda έχει ιστορία σχεδόν ενός αιώνα και φυσικά δεν αφορά μόνο τις σχέσεις των αστυνομικών με τις εφημερίδες και τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Για αρκετούς ερευνητές, μάλιστα, η έναρξή του συμπίπτει με την ενηλικίωση του Χόλιγουντ και το τέλος του βουβού κινηματογράφου. Μέχρι τότε οι αστυνομικοί αποτελούσαν περίγελο της βιομηχανίας του θεάματος αλλά και των ΜΜΕ, τα οποία τους θεωρούσαν συνέχεια των ιδιωτικών μπράβων που διέθεταν οι μεγάλοι επιχειρηματίες. Στις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μπάστερ Κίτον ο αστυνομικός είναι συνήθως ανίκανος και σίγουρα εχθρός των πρωταγωνιστών. Καθώς όμως το Χόλιγουντ μετατρέπεται σε μια γιγαντιαία επιχείρηση, οι αστυνομικές αρχές τού προσφέρουν πληροφορίες, προστασία αλλά και ασυλία με αντάλλαγμα τον εξωραϊσμό της εικόνας τους.
Στις πρώτες επιτυχημένες αστυνομικές σειρές, όπως το «Dragnet», τα κείμενα του σεναρίου περνούν πρώτα από στελέχη της αστυνομίας πριν φτάσουν στα στούντιο. Σε μετέπειτα δεκαετίες το Χόλιγουντ θα γίνει το βασικό «πλυντήριο» της αστυνομικής βαναυσότητας αλλά και του θεσμικού ρατσισμού που ακολουθεί τη δράση των διωκτικών αρχών. Τη δεκαετία του ’70 σειρές όπως o «Επιθεωρητής Κάλαχαν», με τον Κλιντ Ίστγουντ, εκφράζουν τη σύγκρουση της συντηρητικής Αμερικής με τον πολιτισμό των δικαιωμάτων της δεκαετίας του ’60. Η πρώτη ζητά την επιστροφή στους κανόνες της Άγριας Δύσης και αμφισβητεί κατακτήσεις όπως η λεγόμενη «προειδοποίηση Μιράντα», η υποχρέωση δηλαδή των αστυνομικών να εξηγούν στους συλληφθέντες τα δικαιώματά τους. Και ο Ντέρτι Χάρι αντικαθιστά την προειδοποίηση Μιράντα με το 44άρι μάγκνουμ του, με το οποίο πραγματοποιεί εικονικές εκτελέσεις υπόπτων. Feeling lucky punk?
H δεκαετία του ’80, με σειρές όπως το «Miami Vice», φέρνει στο προσκήνιο μια αστυνομία που λειτουργεί με τους λαμπερούς όρους μια ιδιωτικής επιχείρησης, ενώ τις επόμενες δεκαετίες υπερπροβάλλονται οι νέες τεχνολογίες καταστολής – χωρίς ποτέ να παραλείπεται μια ωδή στις παλιές καλές τεχνικές ανακρίσεων και βασανισμού κρατουμένων. Τα μέσα ενημέρωσης παρακολουθούν από κοντά αυτή την πορεία καθώς η ανάγκη τους για διαρροές από τους τόπους των εγκλημάτων δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης με τα γραφεία Τύπου της αστυνομίας, ενώ η επιβολή του πολιτισμού του νόμου και της τάξης απαιτεί τη συνεχή προβολή εγκλημάτων από τους αστυνομικούς συντάκτες.
Έναν αιώνα μετά τη δημιουργία της Copaganda ίσως χρειαζόμαστε έναν νέο Τσάρλι Τσάπλιν και έναν Μπάστερ Κίτον να μας θυμίσουν ότι το περιστατικό με τους πυροβολισμούς στη Νέα Υόρκη θα μπορούσε να έχει αποτραπεί εάν αντί για επιθεωρητές Κλουζό οι ΗΠΑ προσλάμβαναν μερικούς υπαλλήλους σε κέντρα ψυχικής υγείας.