του Πάνου Κοσμά
Πηγή: Commune
Την Τρίτη 23 Νοεμβρίου πέθαναν 91 άνθρωποι από κορονοϊό και οι διασωληνωμένοι πλησίασαν τον αριθμό των 600 (για την ακρίβεια, 597). Τα προγραμματισμένα χειρουργεία στα νοσοκομεία ανεστάλησαν… μέχρι νεωτέρας – τα νοσοκομεία έγιναν ξανά νοσοκομεία μιας νόσου. Είναι μια «στιγμή» στην πορεία για την κορύφωση του 4ου κύματος της πανδημίας, που οι αισιόδοξες εκτιμήσεις την τοποθετούν περί τα μέσα Δεκεμβρίου. Από μια πρόχειρη αναγωγή, προκύπτει ότι από σήμερα μέχρι το τέλος του 2021 θα πεθάνουν περίπου 3.000 άνθρωποι από κορονοϊό. Ο θάνατος όμως είναι η πλέον ανέκκλητη αλλά όχι η μοναδική εκδοχή απώλειας. Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε μερικές χιλιάδες διασωληνωμένους που θα βγουν ζωντανοί από τις ΜΕΘ και τη διασωλήνωση, έχοντας βιώσει μια τραγική εμπειρία που θα σημαδέψει και το σώμα τους και τη ζωή τους, μερικές εκατοντάδες απ’ αυτούς που θα έχουν προβλήματα σε όλη τους τη ζωή (long covid), καθώς και άγνωστο αριθμό ασθενών που είτε θα ταλαιπωρηθούν είτε θα επιδεινωθεί η υγεία τους είτε και θα χάσουν τη ζωή τους, επειδή τα κατειλημμένα από ασθενείς covid-19 νοσοκομεία δεν θα τους παράσχουν τη φροντίδα που χρειάζονται.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς/καμιά αριστερός/ή για να συγκλονιστεί από το γεγονός ενός τέτοιου θανατικού˙ αρκεί να είναι απλώς άνθρωπος που τον συγκλονίζουν τα «πάθη των ανθρώπων» και η κοινωνική αδικία – αν δεν είναι ούτε αυτό, δεν έχουμε λόγο ούτε να τον γνωρίζουμε ούτε και να συζητάμε μαζί του.
Κι όμως, συμβαίνει το πρωτοφανές και ανήκουστο: κανείς δεν εξεγείρεται και δεν αισθάνεται την υποχρέωση να προτείνει κάτι για να αποσοβηθούν μερικές χιλιάδες απώλειες ανθρώπινων ζωών – και όχι μόνο! Ένα έθνος σε ύπνωση, μια Αριστερά σε ύπνωση, παρακολουθούν από μέρα σε μέρα τη μακάβρια «παρέλαση των νεκρών» και ρίχνουν το ανάθεμα στον Μητσοτάκη, νομίζοντας ότι έτσι έχουν καθαρή τη συνείδηση…
«Να ενισχυθεί το δημόσιο σύστημα υγείας»
Το μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς εξεγείρεται μπροστά σε μια τόσο βαριά κατηγορία. Υπενθυμίζουν ότι η Αριστερά έχει θέση. Θα μπορούσε να συνοψιστεί στα τρία μπούλετς του πρωτοσέλιδου του «Ριζοσπάστη» (Τετάρτη 24/11/2021), που προτείνει: ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας – επίταξη των ιδιωτικών κλινικών – επαναλειτουργία κλειστών νοσοκομείων. Το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» (της ίδιας μέρας) αποφεύγει την… παγίδα των προτάσεων και αναλύεται σε κριτική στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως έχει προτείνει κάτι: την επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε αστυνομικούς και στρατιωτικούς και τη μη εξαίρεση των εκκλησιών από τα μέτρα υποχρεωτικότητας που ισχύουν για άλλους (είσοδος στους ναούς με rapid test).
Ώστε λοιπόν η θέση της Αριστεράς συνοψίζεται στο τρίπτυχο του «Ριζοσπάστη», με ρινίσματα επιμέρους θέσεων ενάντια σε εξαιρέσεις και «διχασμούς». Είναι σωστές αυτές οι θέσεις; Είναι ολόσωστες! Έχουν όμως ένα μικρό… ελάττωμα. Δεν απαντούν στο βασικό και οξύ πρόβλημα της στιγμής: πώς θα αποτρέψουμε μερικές χιλιάδες θανάτους «εδώ και τώρα»! Το άμεσο και οξύ πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι νοσούν κατά χιλιάδες, διασωληνώνονται κατά εκατοντάδες και πεθαίνουν κατά πολλές δεκάδες ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ. Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών δεν απαντούν στο πρόβλημα πώς θα ανακόψουμε άμεσα την αυξητική τάση και στη συνέχεια θα ελαχιστοποιήσουμε τον αριθμό των νοσούντων, αλλά στο πώς θα τους περιθάλψουμε καλύτερα. Όμως το ζήτημα είναι προφανώς να φτάνουν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι στο νοσοκομείο και στη ΜΕΘ˙ όχι να φτάνουν εκεί κατά χιλιάδες, να διασωληνώνονται κατά εκατοντάδες και να πεθαίνουν κατά δεκάδες καθημερινά. Ποιοι από αυτούς που χάνουν τους ανθρώπους τους από κορονοϊό θα ένιωθαν ανακουφισμένοι επειδή υπήρχε μια ΜΕΘ και ικανός αριθμός ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού για να τους περιθάλψει πριν πεθάνουν; Ποιος είναι ο στόχος; Χιλιάδες ΜΕΘ για να μπορούμε να διασωληνώσουμε χιλιάδες ή μείωση του αριθμού νοσούντων, των διασωληνωμένων, των θανάτων; Είναι τόσο προφανές, και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, αλλά -φευ!- δεν είναι.
Υπάρχει λοιπόν μεγάλη σύγχυση ανάμεσα σε διαφορετικά ζητήματα, ανάμεσα σε απαντήσεις που αφορούν διαφορετικές ερωτήσεις. Η covid-19 δεν μοιάζει με τον καρκίνο, το σάκχαρο, τις καρδιαγγειακές νόσους κ.λπ. Είναι παγκόσμια πανδημία, είναι μεταδιδόμενη νόσος και μπορεί να υπάρξει πρόληψη της νόσησης, με δύο τρόπους που όλοι/ες γνωρίζουμε: με εμβόλια και με περιοριστικά μέτρα.
Η κοινή λογική (δεν χρειάζεται υψηλή διαλεκτική) λέει ότι με την πρόληψη της νόσησης περιορίζεις την έκταση της ασθένειας και με την ενίσχυση του συστήματος υγείας εξασφαλίζεις ότι οι νοσούντες (των οποίων ο αριθμός έχεις φροντίσει να ελαχιστοποιηθεί με τα μέτρα πρόληψης) θα έχουν τη καλύτερη δυνατή νοσηλεία. Είναι όμως περισσότερο και από άστοχο, είναι εντελώς παράλογο στα όρια του «ψεκασμού», να θεωρείς ότι η ενίσχυση του συστήματος υγείας μπορεί να περιορίσει την ευρεία μετάδοση της νόσου σε συνθήκες κορύφωσης ενός κύματος πανδημίας. Έτερον εκάτερον: η πρόληψη με μεθόδους πρόληψης, η νοσηλεία με όρους νοσηλείας – όχι ανάποδα και το ένα αντί για το άλλο.
Καθολικό lockdown: το άμεσο, επιτακτικό αίτημα
Ένα άλλο ζήτημα που δημιουργεί συγχύσεις είναι το μπέρδεμα ανάμεσα στην ορθότητα των μέτρων που προτείνονται και στην προτεραιότητα κάποιων από αυτά έναντι άλλων, ανάλογα με την εντελώς συγκεκριμένη φάση εξέλιξης της πανδημίας. Μέχρι και το τρίτο κύμα της πανδημίας και σε συνθήκες που δεν υπήρχαν τα εμβόλια, υπήρχαν μόνο τα μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης (περιορισμοί στην κυκλοφορία ώστε να περιοριστεί η κοινωνική διεπιφάνεια των επαφών, μαζικά τεστ, ιχνηλάτηση και απομόνωση νοσούντων, ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών και μέτρα σε εργασιακούς χώρους και σχολεία ώστε να περιοριστεί ο συγχρωτισμός, μέτρα πρόληψης με μάσκες σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, μέτρα υγιεινής). Από όλα αυτά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κυβέρνηση του κεφαλαίου, απέφυγε το τρίπτυχο «μαζικά τεστ – ιχνηλάτηση επαφών – απομόνωση νοσούντων» (που εξάλλου χωρίς τα μαζικά τεστ, απλώς δεν είχε νόημα), απέφυγε επίσης τα μέτρα σε σχολεία, εργασιακούς χώρους και συγκοινωνίες.
Ορθώς της ασκήθηκε η πιο σκληρή κριτική γι’ αυτό. Όταν όμως ήρθε αναπόφευκτα η στιγμή, εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών, του καθολικού λοκντάουν, η Αριστερά δεν το αρνήθηκε ούτε το κατήγγειλε. Συναίνεσε παθητικά, ασκώντας κριτικές και κάνοντας προτάσεις για τους όρους με τους οποίους επιβλήθηκε˙ και συναίνεσε παθητικά γιατί δεν ετέθη καν ζήτημα αν ήταν ή όχι απαραίτητο, επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είχε, τότε ακόμη, πολιτική ανοσίας αγέλης. Διότι απλούστατα, όταν κορυφώνεται ένα (ακόμη) κύμα πανδημίας και όλες οι άλλες λύσεις είτε δεν υιοθετήθηκαν όταν έπρεπε είτε δεν είναι πλέον άμεσης απόδοσης, δεν απομένει άλλη λύση από το λοκντάουν! [Με το οποίο βέβαια απλώς κερδίζεται χρόνος μέχρι να λειτουργήσουν αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης της νόσησης ενόψει της συνέχειας.]
Από αυτή την άποψη, είμαστε τώρα ξανά στη στιγμή που, αν θέλουμε άμεσα αποτελέσματα, δεν απομένει άλλο μέσο παρά το καθολικό λοκντάουν. [Ίσως μέχρι πριν λίγο καιρό να αρκούσαν και τα τοπικά λοκντάνουν, τώρα πλέον όχι]
Κι όμως, είναι το μόνο πράγμα που όλοι συμφωνούν (κυβέρνηση και κόμματα, περιλαμβανόμενων αυτών της Αριστεράς ανεξάρτητα από επιμέρους ρεύματα) ότι δεν θέλουν! Και το ερώτημα είναι: γιατί σε συνθήκες κορύφωσης ενός ακόμη κύματος της πανδημίας η κυβέρνηση και η Αριστερά συμφωνούν στο «Όχι στο λοκντάουν»; Προφανώς οι λόγοι δεν είναι ταυτόσημοι, είναι όμως εντυπωσιακή η ταυτοσημία στο «Όχι».
Για ποιους λόγους η κυβέρνηση «αποκλείει» το λοκντάουν; Η Αριστερά αποφεύγει να κριτικάρει την κυβερνητική γραμμή με τις μόνες κατάλληλες λέξεις: ανοσία αγέλης! [Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η χρήση αυτών των -πλέον κατάλληλων- λέξεων δημιουργεί «υποχρεώσεις», συνειρμούς και «διά ταύτα» ασύμβατα με την τρέχουσα γραμμή της Αριστεράς…]
Είναι η πολιτική της κυβέρνησης πολιτική ανοσίας αγέλης; Προφανέστατα! Τι λέει; Ότι δεν θα κλείσει η οικονομία και η κοινωνία επειδή κάποιοι δεν εμβολιάζονται. Τα εμβόλια είναι διαθέσιμα και όποιος/α θέλει να σωθεί, μπορεί. Υπάρχουν λοιπόν δύο κατηγορίες νεκρών: οι προ εμβολίων νεκροί, που αξίζουν τη συμπάθειά μας, και οι μετά τα εμβόλια νεκροί, που δυστυχώς δεν ανέλαβαν τις ευθύνες τους απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Στην προ εμβολίων περίοδο ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε λοκντάουν, τώρα όχι. Εν τέλει δεν κάναμε λοκντάουν για να μην έχουμε μαζικούς θανάτους, αλλά γιατί τότε δεν είχαμε πού να ρίξουμε την ευθύνη – ενώ τώρα μπορούμε να τη ρίξουμε στους ανεμβολίαστους.
Όταν ο Τραμπ έλεγε την άνοιξη του 2020 ότι η αμερικανική οικονομία δεν έχει φτιαχτεί για να κλείσει και πίεζε για πρόωρη άρση του λοκντάουν, όταν ο Τζόνσον έκανε το ίδιο, όταν ο Μπολσονάρου έκανε ακόμη χειρότερα, η Αριστερά ασκούσε κριτική ονομάζοντας την πολιτική αυτή ανοσία αγέλης. Τώρα αυτές οι δύο λεξούλες έχουν διαγραφεί από τα λεξικά της. Ο λόγος είναι απλός: αν κατηγορήσεις την κυβέρνηση για πολιτική ανοσίας αγέλης, πρέπει να πεις και το αυτονόητο: Μην αφήνετε τον κόσμο να πεθαίνει κατά εκατοντάδες και χιλιάδες! Αφού εξαιτίας της πολιτικής σας φτάσαμε ως εδώ, αφού αποτύχατε να αποτρέψετε ένα νέο κύμα πανδημίας, χρησιμοποιήστε τώρα το έσχατο μέσο, που η δική σας πολιτική κατέστησε αναγκαίο και αναπόφευκτο: κάντε καθολικό λοκντάουν! Οι μαζικοί θάνατοι από πανδημία είναι υπόθεση κοινωνικής -και άρα πολιτικής- κι όχι ατομικής ευθύνης! Για την κυβέρνηση είναι πολιτικός αμοραλισμός και πολιτική χυδαιότητα να αφήνει το θανατικό να δουλεύει και απλώς να το χρεώνει στους ανεμβολίαστους˙ για την Αριστερά είναι επίσης πολιτικός αμοραλισμός να παρακολουθεί το θανατικό χωρίς να προτείνει κάτι που θα ήταν αποτελεσματικό εδώ και τώρα για να αποσοβηθεί.
Το πράγμα όμως μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερο, διότι η κυβέρνηση και η Αριστερά δεν διαφέρουν μόνο για το γεγονός ότι εκπροσωπούν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα, αλλά και σε κάτι άλλο: η κυβέρνηση ασκεί εξουσία, διαχειρίζεται τις τύχες του συστήματος. Αν το 4ο κύμα κλιμακωθεί πολύ πιο επικίνδυνα, μπορεί να αναγκαστεί -παρά την εκπεφρασμένη θέλησή της- να κηρύξει γενικό λοκντάουν. Και τότε η Αριστερά θα βρεθεί σε ελεεινά δεινή θέση: αν το λοκντάουν είναι λάθος, θα πρέπει τότε να το καταγγείλει – κι ύστερα να ψάξει να βρει τρύπα να κρυφτεί… Αν το αποδεχθεί παθητικά, θα σημαίνει ότι ήταν αναγκαίο αλλά δεν τόλμησε να το προτείνει πολύ νωρίτερα.
Γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει λοκντάουν
Ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία την κήρυξη καθολικού λοκντάουν είναι σχεδόν δημόσια ομολογημένος: «δεν αντέχουν η οικονομία και η κοινωνία». Ας πάρουμε στα σοβαρά μόνο το πρώτο από τα δύο, και ας το επεξηγήσουμε. «Δεν αντέχει η οικονομία» σημαίνει δεν αντέχουν οι καπιταλιστές να ξαναδούν το κεφάλαιό τους να ξανατίθεται σε αργία – Τραμπ: η (καπιταλιστική) οικονομία δεν έχει φτιαχτεί για να κλείσει. Οι στατιστικές λένε ότι το 2020 είχαμε βύθιση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ενώ το 2021 θεαματική ανάκαμψη των κερδών. Τι δεν αντέχουν οι καπιταλιστές; Να ξαναγυρίσουν στις ζημίες.
«Δεν αντέχει η οικονομία» σημαίνει όμως και κάτι άλλο: ότι δεν αντέχει το κράτος να χρηματοδοτήσει νέα μέτρα στήριξης των καπιταλιστών αλλά και των εργαζόμενων (γενναία για τους πρώτους, οριακά για τους δεύτερους). Και το περίφημο «μαξιλάρι» ρευστότητας των 40 δισ. ευρώ που υπάρχει στα κρατικά ταμεία; Μα αυτό είναι για το χρέος, όχι για τις κοινωνικές ανάγκες, ακόμη και αν αυτές τις δημιουργεί η έκτακτη κατάσταση μιας πανδημίας. Και τα κέρδη των πλουσίων; Αυτά είναι βγαλμένα με τον ιδρώτα (των άλλων). Και γιατί ο κρατικός προϋπολογισμός δεν αντέχει να χρηματοδοτήσει νέα μέτρα στήριξης; Γιατί από τις Βρυξέλλες έχει δοθεί η εντολή: τέρμα με τη «χαλάρωση» της περιόδου της πανδημίας, επιστροφή εδώ και τώρα στη δημοσιονομική ορθοδοξία. Έτσι, ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε πριν λίγες μέρες στη Βουλή προβλέπει μεγάλη αύξηση των φόρων και περικοπές μνημονιακού επιπέδου στις κοινωνικές μεταβιβάσεις (παιδεία, υγεία, ασφάλιση, ανεργία, κοινωνικά επιδόματα κ.λπ.).
Έτσι ερμηνεύεται το «δεν αντέχει η οικονομία»˙ έτσι ερμηνεύεται γιατί η κυβέρνηση προσπαθεί πάση θυσία να αποφύγει το λοκντάουν. Ωστόσο, η Αυστρία κήρυξε ήδη λοκντάουν, ενώ η Γερμανία και άλλες χώρες είναι πιθανό να ακολουθήσουν. Και -αυτό είναι το τραγικό και εξοργιστικό συνάμα- μπορεί να βρεθούμε (ξανά, όπως και με τα μνημόνια, αν και με διαφορετικό τρόπο) στο σημείο όπου η Ελλάδα θα είναι η ευρωπαϊκή εξαίρεση που δεν θα «δικαιούται» να σώσει πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ζωές κάνοντας λοκντάουν, με την προτροπή, κάλυψη ή και εντολή αυτών που για τις δικές τους κοινωνίες θα το κρίνουν απαραίτητο!
Αν διαβάσουμε σωστά τις αιτίες που η κυβέρνηση αρνείται να κάνει λοκντάουν, θα προσανατολιστούμε καλύτερα στη συγκυρία και θα κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η Αριστερά πρέπει -για έναν ακόμη λόγο- να το προτείνει και να το απαιτήσει εδώ και τώρα!
Και τα εμβόλια;
Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και η επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας, τα περιοριστικά μέτρα (περιλαμβανομένου του λοκντάουν) και τα εμβόλια είναι τα όπλα για να νικήσουμε την πανδημία. Ο ρόλος τους είναι συμπληρωματικός: Με τα περιοριστικά μέτρα αποτρέπεται η εξάπλωση και αποσυμφορείται το σύστημα υγείας όταν είτε δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα μέσα είτε τα διαθέσιμα μέσα δεν χρησιμοποιούνται με ευθύνη των κυβερνήσεων˙ με τα εμβόλια αποτρέπεται η εξάπλωση και μπορεί να χτιστεί τείχος ανοσίας ώστε να μην έχουμε αέναη επανάληψη κυμάτων πανδημίας και να μη γίνει ξανά αναπόφευκτο το λοκντάουν˙ με την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και την επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας εξασφαλίζεται η ουσιαστική και χωρίς εκπτώσεις περίθαλψη όχι μόνο των θυμάτων της Covid-19 αλλά και όλων των υπόλοιπων νόσων. Καθένα από τα τρία έχει τη δική του συμβολή και λειτουργία, απαντάει σε άλλο ερώτημα και έχει τη δική του χρονικότητα – εκτός από την ενίσχυση του συστήματος υγείας, που είναι αίτημα με πάγια χαρακτηριστικά και εκτείνεται στον χρόνο πριν και μετά την πανδημία.
Όταν επιβλήθηκαν τα δύο πρώτα λοκντάουν, δεν υπήρχαν τα εμβόλια. Έγιναν αναπόφευκτα επειδή η κυβέρνηση επέλεξε ένα συγκεκριμένο μίγμα πολιτικής κι όχι ένα άλλο. Όταν βγήκαμε από το προηγούμενο κύμα πανδημίας και το τελευταίο λοκντάουν, υπήρχαν πλέον τα εμβόλια. Μπορούσε πλέον να τεθεί ο στόχος του τείχους ανοσίας, που σήμαινε υψηλά ποσοστά εμβολιασμού. Όταν εμφανίστηκε η παραλλαγή Δέλτα του ιού, τα ποσοστά εμβολιασμού για την επίτευξη τείχους ανοσίας ανέβηκαν ακόμη ψηλότερα (στο 85%). Ανεξάρτητα όμως από το τείχος ανοσίας, όσο μεγαλύτερα τα ποσοστά εμβολιασμού τόσο μικρότερες οι ανθρώπινες απώλειες. Και όχι μόνο αυτό: όσο ψηλότερα τα ποσοστά εμβολιασμού τόσο αποτρέπεται η ανάγκη του λοκντάουν (ή το μαζικό θανατικό χωρίς λοκντάουν επειδή «δεν αντέχει η οικονομία»)!
Μετά το τελευταίο λοκντάουν, λοιπόν, ήταν η ώρα να αναδειχθεί σε βασική κοινωνική προτεραιότητα, σε μείζον ζήτημα κοινωνικής ευθύνης και κοινωνικής αλληλεγγύης το ζήτημα του καθολικού εμβολιασμού. Η αναγνώριση και υπεράσπιση από την πλευρά της Αριστεράς του «δικαιώματος» άρνησης του εμβολιασμού, αντικειμενικά υπονόμευε την άλλη της θέση περί της ανάγκης καθολικού εμβολιασμού. Μετέθετε τον άξονα από την αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης και το καθολικό κοινωνικό πρόταγμα, στο προσωπικό δικαίωμα. Σε αυτό συνίσταται η μεγάλη της ήττα: ανέχθηκε και τροφοδότησε ένα αλλότριο σύστημα αξιών. Σε λαϊκή γλώσσα: έκανε την ακροδεξιά «μάγκα». Δεσμεύτηκε και εκτέθηκε στον αγώνα ενάντια στην υποχρεωτικότητα. Αποξενώθηκε κι η ίδια από την έννοια της υποχρεωτικότητας γενικά, από τη σκοπιά της κοινωνικής αλληλεγγύης, από τη σκοπιά των επειγόντων κοινωνικών προταγμάτων.
Το λάθος της αυτό το πληρώνει σήμερα, με πλήρη αφωνία και ολοσχερή αδυναμία να αρθρώσει προτάσεις για την αποφυγή χιλιάδων θανάτων όχι γενικά αλλά στον επόμενο μήνα. Κρύβεται πίσω από τη (σωστή) θέση για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και επίταξη του ιδιωτικού τομέα και αναλώνεται σε κριτικές στην κυβέρνηση. Πετάει την μπάλα στην εξέδρα και είναι σαν να φωνάζει με όλη της τη δύναμη για να ακούσει μέχρι κι ο τελευταίος «δεν είναι δική μου δουλειά να προτείνω λύσεις, αλλά να ασκώ κριτική στην κυβέρνηση». Οι νεκροί/ές στο χώμα, και το ανάθεμα στην κυβέρνηση – ήταν άτυχοι γιατί νόσησαν με κυβέρνηση Μητσοτάκη κι όχι με κυβέρνηση εργατικών συμβουλίων ή έστω «κυβέρνηση της Αριστεράς»…