Η εξάπλωση του Covid-19 στην παγκόσμια σφαίρα και στη χώρα μας φέρνει την παγκόσμια κοινότητα και τον ελληνικό πληθυσμό αντιμέτωπους με ριζικές αλλαγές. Κάποιες με ημερομηνία λήξης και κάποιες περισσότερο μακροπρόθεσμες. Οι αλλαγές αυτές, προτείνονται ή επιβάλλονται, εισβάλλουν παρ’ όλα αυτά στην καθημερινότητα μας. Μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής, έστω και εάν εφαρμοστεί για τη χρονική διάρκεια μερικών ημερών ή εβδομάδων, φέρνει στην επιφάνεια προβληματικές διαστάσεις της κοινωνίας μας, η επίδραση των οποίων θα ενταθεί λόγω της τρέχουσας συγκυρίας.
Μπορεί λοιπόν η απαγόρευση εξόδου από το σπίτι να μην έχει φτάσει ακόμα στην πόρτα μας, ήδη όμως οι γονικές άδειες, η τηλεργασία, το κλείσιμο χώρων εργασίας και το γενικό πνεύμα του «μένουμε σπίτι» φέρνει άντρες και γυναίκες όλο και περισσότερο αντιμέτωπους με έναν ιδιότυπο εγκλεισμό. Το παρόν άρθρο δεν θα προβεί σε αξιολόγηση των μέτρων αυτών μιας και έχει διαφορετική στόχευση. Μπορεί όλα τα παραπάνω να γίνονται στο πλαίσιο της «ατομικής ευθύνης» και της καραντίνας απέναντι στην κρίση που προκάλεσε η πανδημία, όμως ανεξάρτητα των αιτιών τέτοια μέτρα οφείλουν να προσεγγιστούν και σε σχέση με τον έμφυλο χαρακτήρα του αντικτύπου τους.
Ο καπιταλιστικός και πατριαρχικός χαρακτήρας της κοινωνίας παράγει τις ταξικές και έμφυλες διακρίσεις και καταπιέσεις, οι οποίες αποκτούν μια επιπλέον διάσταση υπό συνθήκες καραντίνας. Ενδεικτικά, οι γυναίκες, επιφορτισμένες με τον βαρύνουσας σημασίας μητρικό ρόλο, έναντι του πατρικού, ως προς το μεγάλωμα και την ανατροφή των παιδιών, είναι αυτές που κατά κόρον αναμένεται να αιτηθούν τη γονική άδεια και να μείνουν συγκριτικά περισσότερο «στο σπίτι». Οι γυναίκες παραμένοντας περισσότερο «στο σπίτι» θα εντείνουν την προσφορά της άμισθης εργασίας τους στο νοικοκυριό μιας και η αναγνώριση της ισοκατανομής του ελευθέρου χρόνου εντός, και εκτός προφανώς, του σπιτιού δεν είναι κάτι εμπεδωμένο παρά τις προτροπές της Μαρίας Σολωμού να τεμπελιάσουμε και του Κυριάκου Μητσοτάκη για cocooning. Την ίδια μετακύλιση βάρους θα βιώσουν και οι εργαζόμενες που θα μεταφέρουν το εργασιακό τους κέντρο, λόγω της τηλεργασίας, εντός του σπιτιού προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ όλων των ρόλων τους ταυτόχρονα.
Επίσης, το ζήτημα της μισθολογικής διάκρισης μεταξύ ανδρών-γυναικών ενισχύει την παραπάνω προβληματική. Το ζήτημα της μισθολογικής ανισότητας με κριτήριο το φύλο οδηγεί σε γυναίκες περισσότερο εξαρτημένες οικονομικά από τους άνδρες. Συνεπώς, η προσωρινή στέρηση του εισοδήματος τους επιδρά πολλαπλασιαστικά σε αυτήν την εξάρτηση, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο την ήδη δυσμενή τους θέση.
Τέλος, εξαιρετικά σημαντικό είναι το ζήτημα της έμφυλης βίας. Για πολλές γυναίκες το σπίτι τους είναι η φυλακή τους. Μπορεί η διέξοδός τους να είναι η εργασία τους, μπορεί και να είναι άνεργες. Μπορεί ο καταπιεστής τους, λόγω των συνθηκών, να παραμένει περισσότερο χρόνο στο σπίτι, μπορεί και όχι. Μπορεί να ενταθεί, μέσα σε αυτή τη συνθήκη του καταναγκαστικού περιορισμού στο σπίτι, η ήδη υφιστάμενη λεκτική ή/και σωματική βία ή μπορεί απλά να παραμένουν περισσότερο χρόνο στη φυλακή τους, εξαναγκασμένες από την κοινωνική κατακραυγή και την υιοθέτηση συνειδητής στάσης απέναντι στον κίνδυνο συμβολής στην διασπορά της πανδημίας. Στατιστικά δεδομένα προερχόμενα από αστυνομικό τμήμα που ανήκει στην Jingzhou, της επαρχίας Hubei στην Κίνα, δείχνουν τον διπλασιασμό των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας για τον μήνα Ιανουάριο σε σχέση με τον περσινό και τον αντίστοιχο τριπλασιασμό για τον Φεβρουάριο.
Ο κίνδυνος, λοιπόν, της αύξησης της γυναικείας κακοποίησης σε αυτές τις περιοριστικές συνθήκες είναι προφανής και βάσιμος, όπως προφανής είναι και η ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων προστασίας και βοήθειας των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Είναι τα παραπάνω τόσο προφανή που ακόμα και η Marlène Schiappa, υφυπουργός Ισότητας ανδρών-γυναικών της Γαλλίας, την ίδια μέρα της ανακοίνωσης του lockdown από τον Emmanuel Macron, μίλησε για την ανάγκη εκτάκτων στεγών φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Όμως οι ξενώνες φιλοξενίας γυναικών και οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας (όπως η γραμμή SOS 15900), αν και απαραίτητες, δεν θα είναι – και κυρίως ήδη δεν είναι — αρκετές. Δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοβοήθειας γυναικών, οργάνωση γυναικείων συλλογικοτήτων και ένα ισχυρό φεμινιστικό κίνημα πρέπει να αναζωπυρωθούν, να ενισχυθούν και η δράση και παρουσία τους να αναδειχθεί ειδικά αυτήν την περίοδο.
Το πρόβλημα δεν είναι η καραντίνα αυτή καθ’ εαυτήν και ο περισσότερος χρόνος εντός του σπιτιού. Το πρόβλημα είναι οι έμφυλα διαχωρισμένοι ρόλοι και οι καταπιέσεις που προκύπτουν από τα σεξιστικά στερεότυπα.
Το ζήτημα δεν είναι πόσο θα μείνουμε σπίτι αλλά με ποιους όρους μένουμε – ήδη — σπίτι.
Μπορεί το σύνθημα «μένουμε σπίτι» να μοιάζει δίκαιο, αθώο και ισότιμο αλλά δυστυχώς εφαρμοζόμενο σε μια μη δίκαιη και μη ισότιμη κοινωνία καταλήγει να είναι ακριβώς το ανάποδο.
Νεφέλη Ραψομανίκη