Η νεοφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, κοιτά με ένα δυσερμήνευτο βλέμμα την απερχόμενη και φερέλπιδα για επανεκλογή πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Το κόμμα της ακροδεξιάς Ιταλίδας εμφανιζεται ως ρυθμιστής ισορροπιών στο Ευρωκοινοβούλιο έπειτα από τις Ευρωεκλογές του 2024.

Η ακροδεξιά ξανά στην «καρδιά» της Ευρώπης

του Ανδρέα Κοσιάρη
Οι Ευρωεκλογές του 2024 έφεραν στην Ευρώπη εδραίωση της ακροδεξιάς με προέλευση την «καρδιά της» και στην Ελλάδα άλλο ένα επίπεδο απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης, που με τις πολιτικές της προμόταρε και συνεχίζει να προμοτάρει την ακροδεξιά, εμφανίζεται «ελαφρώς σοκαρισμένη» από την εκλογική άνοδο της ίδιας ακροδεξιάς που με επιμέλεια τόσο καιρό καλλιεργεί.

Θα ήταν αστείο εάν δεν επρόκειτο για την τραγική πραγματικότητα της επόμενης ημέρας των Ευρωεκλογών του 2024, που είδαν την ακροδεξιά να εδραιώνεται στη Γηραιά Ήπειρο, προερχόμενη από μερικές από τις πιο «γηραιές» τής χώρες.

Η συντριπτική πρωτιά του κόμματος της Μαρίν ΛεΠεν στη Γαλλία, η νίκη του κυβερνώντος νεοφασισμού της Μελόνι στην Ιταλία και η δεύτερη θέση του νεοναζιστικού AfD στη Γερμανία, έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι τόσο για τον αντικατοπτρισμό των αριθμητικών τους δεδομένων σε έδρες στο κοινοβούλιο — αλλά για το γεγονός πως οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ ταΐζουν με περισσή αντιδραστικότητα τον αντιπροσωπευτικό της θεσμό.

Φυσικά, ο δήθεν «φόβος» των πολιτικών ελίτ για την άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι καταφανώς κάλπικος. Στην Ελλάδα, λόγου χάριν, είδαμε να εκφράζουν στα τηλεοπτικά πάνελ τις «ανησυχίες» τους για την άνοδο της ακροδεξιάς κυβερνητικά στελέχη όπως ο Μάκης Βορίδης (τον οποίο πάντρεψε ο πατέρας της ΛεΠεν, διαβόητος Γάλλος νεοναζί Ζαν-Μαρί ΛεΠεν), ο Θάνος Πλεύρης (ο ζητών νεκρούς στα σύνορα και υιός του πατρός του, ινστρούκτορα του ελληνικού νεοναζισμού Κωνσταντίνου Πλεύρη) και ο Σπυρίδων-Άδωνις Γεωργιάδης.

Η άνοδος αυτή ήταν και είναι, άλλωστε, επιδίωξη αυτών των ίδιων ελίτ — είναι μάλλον περιττό να επαναλάβουμε πώς η υιοθεσία των συνθημάτων και των πολιτικών προτάσεων της ακροδεξιάς, σε συνδυασμό με οικονομικές πολιτικές ακραίας όξυνσης ανισοτήτων, είναι μια «συνταγή» με πλούσιο παρελθόν και δεδομένη επιτυχία. Δεν δίστασε, μάλιστα, το ευρωπαϊκό κατεστημένο να προμοτάρει εντελώς ανοιχτά και ορισμένες πτυχές της ακροδεξιάς, σπρώχνοντας τον «καλό» νεοφασισμό της Μελόνι επί παραδείγματι, η οποία προωθείται ποικιλοτρόπως ως το «νέο, σύγχρονο πρόσωπο της ευρωπαϊκής δεξιάς». Το ότι η πολιτική πρόταση της Μελόνι είναι συνέχεια εκείνης του Μουσολίνι δεν αφορά αυτό το κατεστημένο, που επιθυμεί διακαώς να κερδίσει την Ιταλίδα νεοφασίστρια από τις αγκάλες της Γαλλίδας ομοϊδεάτισσάς της.

Το αποτέλεσμα βολεύει απίστευτα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που μπορεί πλέον να προσμένει ακόμα ευρύτερη στήριξη των πολιτικών του από το υπόλοιπο αποκαλούμενο «κέντρο», καθώς ο «φόβος της ακροδεξιάς» θα κινήσει τους Σοσιαλιστές & Δημοκράτες και το Renew προς συνεργασίες. Αλλά μπορεί επίσης να προσμένει πως θα μπορέσει να στρίψει το «καράβι» της ΕΕ ακόμα πιο ακροδεξιά, εκμεταλλευόμενο την πίεση από μία ισχυρότατη — αν και διασπασμένη προς το παρόν — ακροδεξιά.

Το παραπάνω αντικατοπτρίστηκε στις δηλώσεις της απερχόμενης προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που μίλησε για «μια καλή ημέρα για το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα». «Όμως είναι επίσης αλήθεια», συμπλήρωσε η χαρακτηρισμένη ως χειρότερη πρόεδρος στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ελπίζει στην επανεκλογή της, «πως τα άκρα στην αριστερά και τη δεξιά έχουν κερδίσει υποστήριξη. Και γι’ αυτό το αποτέλεσμα συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη για τα κόμματα του κέντρου. Μπορεί να διαφωνούμε σε επιμέρους σημεία. Αλλά όλοι μας έχουμε συμφέρον από τη σταθερότητα».

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσέξει δύο σημεία: α) την τόσο γνώριμη επιτακτική ανάγκη χρήσης της «θεωρίας των δύο άκρων», που οδηγεί την Ούρσουλα στο σημείο να πει ψευδώς πως «τα άκρα στην αριστερά» ανέβηκαν κι αυτά και, β) την κεκαλυμμένη «απειλή» προς «τα κόμματα του κέντρου» να συναινέσουν διότι αλλιώς το ΕΛΚ ίσως και να αναζητήσει την πολυπόθητη «σταθερότητα» αλλού.

Είναι βέβαια αυτή ακριβώς η «σταθερότητα» την οποία εφάρμοσε και η φον ντερ Λάιεν — με τους ηγέτες της ΕΕ να μιλούν πλέον τακτικά για μια «πολεμική οικονομία», με το κόστος ζωής σε εξωφρενικά επίπεδα και τα κέρδη των πολυεθνικών στα ύψη, με την κλιματική κατάρρευση να είναι ήδη εδώ και το κεφάλαιο να κερδοσκοπεί ακόμα κι από αυτήν, με την απόλυτη αποσύνδεση των αναγκών των λαών της Ευρώπης από τις πολιτικές τους ηγεσίες — που δημιούργησε το εύφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί ο νέος ευρωπαϊκός φασισμός· και θα συνεχίσει απρόσκοπτα να το λιπαίνει.

Χαρακτηριστική σε αυτό είναι και η ευθύνη των κομμάτων εξουσίας της λεγόμενης «κεντροαριστεράς», αλλά και η πλήρης αδυναμία των μικρότερων κομμάτων της αριστεράς να επικοινωνήσουν με τη δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων — χαρακτηριστικό και πάλι το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου το κόμμα Μελανσόν κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, κάτω και από την κεντροαριστερά.

Παρά το γεγονός πως οι αλλαγές στη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου δεν ήταν σεισμικές, εντούτοις προκάλεσαν τουλάχιστον έναν μεγάλο μεγέθους «σεισμό», με τη βαριά ήττα του κόμματος Μακρόν να οδηγεί τον Γάλλο πρόεδρο στην ανακοίνωση διάλυσης της βουλής και προκήρυξης βουλευτικών εκλογών για το τέλος του μήνα και τις αρχές του επόμενου. Αν η δυναμική της ΛεΠεν μεταφερθεί από τις ευρωεκλογές στις βουλευτικές, κάτι διόλου απίθανο, ο Μακρόν θα πρέπει να συγκυβερνήσει για κάποιο διάστημα με μία κυβέρνηση της αντιπάλου του, επιβεβαιώνοντας την απουσία μεγάλων διαφορών από τις πολιτικές τους προτάσεις.

Εν τέλει, το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα επιταχύνει την πορεία στην οποία ήδη βρισκόταν η ΕΕ — πολεμικός παροξυσμός, ρατσισμός και ξενοφοβία, κορπορατοκρατία και ανισότητες θα είναι το μενού της επόμενης ημέρας, όπως ήταν και την προηγούμενη.

Η νομιμοποιητική απονομιμοποίηση

Για την Ελλάδα δεν μπορεί να εξαχθεί κανένα συμπέρασμα που να μην συνυπολογίζει τη δεδομένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στα μάτια των πολιτών. Η συμμετοχή, που μετά βίας πέρασε το 40% των εγγεγραμμένων, δεν αφορά απλά μια διαχρονική αδιαφορία για την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή — η συμμετοχή είναι εδώ και χρόνια χαμηλή, αλλά ποτέ τόσο χαμηλή.

Αφορά ίσως πρώτιστα την απόρριψη του εγχώριου πολιτικού συστήματος από τη συντριπτική πλειοψηφία — ΄΄οχι μόνο της κυβερνώσας ΝΔ, που έχασε περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους από τις εθνικές εκλογές, αλλά του συνόλου. Σε απόλυτους αριθμούς, κανένα κόμμα πλην των μικρών ακροδεξιών δεν κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους του μέσα σε ένα έτος. Από μεγάλες αυξήσεις, όπως αυτή του τηλεπωλητή κηραλοιφών και επιστολών Ιησού, Κυριάκου Βελόπουλου, μέχρι μικρές όπως αυτή της ακραιορθόδοξης Νίκης, μέχρι την είσοδο στον πολιτικό χάρτη μιας νεαρής ακροδεξιάς με ψήφους των (πρώην Χρυσαυγιτών) ψηφοφόρων των Σπαρτιατών και τη φημολογούμενη στήριξη μεγαλοεπιχειρηματιών. Οι υπόλοιποι, στην καλύτερη, παρέμειναν σε μία πτωτική σταθερότητα της βάσης τους, όπως το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ.

Είναι ίσως υπερβολικά αισιόδοξες οι αναλύσεις που προσδίδουν στον όγκο της αποχής ιδεολογικά χαρακτηριστικά — στην πραγματικότητα, το πλειοψηφικό ρεύμα εντός της είναι η αδιαφορία και η απολίτικη απογοήτευση, στοιχεία που καλλιεργήθηκαν κι αυτά επιμελώς. Διαχρονικά, μέσω της ασυνέπειας πολιτικών λόγων και πράξεων, αλλά και προεκλογικά, με μία πολιτική και μιντιακή εμμονή σε ήσσονος σημασίας ζητήματα που στόχευαν στη συσπείρωση των «οπαδών». Και θα είναι, αυτή η γιγαντιαία αποχή, επιβεβαίωση των τακτικών του πολιτικού συστήματος που την επιδιώκει, όσο δεν συνδέεται με συμμετοχή σε άλλους τομείς της πολιτικής διαδικασίας.

Η επόμενη μέρα των Ευρωεκλογών βρίσκει και την Ελλάδα σχεδόν όπως την άφησε η προηγούμενη. Με μία κυβέρνηση να προσπαθεί αλαζονικά να διασκεδάσει το κόντεμα της αλαζονείας της και με μία αντιπολίτευση εν πολλοίς ανύπαρκτη, με το κάθε μαγαζάκι να ενδιαφέρεται κυρίως να συγκρίνει ποσοστά με τα άλλα συγγενικά μαγαζάκια.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί πιθανότατα να νιώθει ικανοποιημένος, πως παρά τον οξύ ταξικό πόλεμο, την εφαρμογή των πιο υγρών νεοφιλελεύθερων ονείρων και το γκρέμισμα της (όποιας) ανεξαρτησίας των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης, θα μπορεί όχι μόνο να διαλαλεί πως νίκησε, αλλά και να στρέψει την πολιτική του (ακόμα πιο) ακροδεξιά ώστε να περισυλλέξει ξανά τις διαρροές του.

Η απονομιμοποίηση δεν τον ενοχλεί — άλλωστε είναι εκ των επιδιώξεών του για τη διατήρηση της ηγεμονίας του. Όσο αυτή η απονομιμοποίηση δεν μεταφράζεται σε έμπρακτη αμφισβήτηση, δεν συμφέρει κανέναν παρά την εξουσία.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ