Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik.
Οι παλιοί σκακιστές συνήθιζαν να αποκαλούν τους αξιωματικούς τους «οι τρελοί», από τo γαλλικό fou du roi, που σημαίνει ο γελωτοποιός του βασιλιά. Το πρόβλημα είναι ότι στην πιο κρίσιμη μάχη της διεθνούς σκακιέρας που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια και η οποία διεξάγεται στα στενά του Ορμούζ, οι «τρελοί» κατέλαβαν τη σκακιέρα.
Ο πρώτος «τρελός» είναι χωρίς αμφιβολία ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, ο άνθρωπος που από το Μάιο του 2018 βρίσκεται πίσω από κάθε επιθετική ενέργεια της Ουάσιγκτον απέναντι στην Τεχεράνη.
Ο δεύτερος «τρελός» είναι ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά αφού η χώρα του – όντας πρακτικά ακέφαλη – ακολούθησε τις εντολές των ΗΠΑ και προχώρησε στην παράνομη κατάσχεση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου Grace 1, προκαλώντας την αντίδραση του Ιράν που κατέλαβε το υπό βρετανική σημαία δεξαμενόπλοιο Stena Impero.
Μέχρι στιγμής είναι προφανές ότι το Λονδίνο, παρά τις έντονες επιφυλάξεις μεγάλης μερίδας του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου, σύρεται στη γραμμή του Μπόλτον. Έτσι όμως θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την ειρήνη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αλλά και την παγκόσμια οικονομία, η οποία θα μπορούσε να κατακρημνιστεί με αφορμή ένα σοκ στις τιμές του πετρελαίου. Παράλληλα λειτουργεί σαν πολιορκητικός κριός στο εσωτερικό της ΕΕ, η οποία μέχρι σήμερα εμφανιζόταν αποφασισμένη να αντισταθεί στα φιλοπόλεμα σχέδια των ΗΠΑ και να προστατεύσει τους εμπορικούς δεσμούς της με το Ιράν. Η πρόσφατη απόφαση χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία να συμμετάσχουν σε μια ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη (χωρίς τις ΗΠΑ) που θα επιθεωρεί τα στενά του Ορμούζ είναι ένα δίκοπο μαχαίρι: από τη μια οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης θέλουν να προβάλουν την ισχύ τους στην περιοχή μην αφήνοντας στις ΗΠΑ τα μονοπώλιο των κινήσεων από την άλλη με την παρουσία τους κάνουν ακόμη πιο πιθανό το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλείσιμο των στενών και καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η Μεγάλη Βρετανία φέρει ακέραια την ευθύνη για την κλιμάκωση και την συνέχιση αυτής της αντιπαράθεσης όχι μόνο γιατί έκανε το πρώτο βήμα, πραγματοποιώντας αυτό που ορισμένοι αναλυτές αποκάλεσαν «κρατική πειρατεία» αλλά και επειδή τορπίλισε κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγής με το Ιράν και κυρίως την πρόταση της Τεχεράνης για ανταλλαγή των πλοίων.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μπόρις Τζόνσον, μάλιστα, μετέτρεψε ένα ούτως η άλλως δύσκολο διπλωματικό πρόβλημα σε γόρδιο δεσμό. Ο νέος πρωθυπουργός είναι άπειρος για να διαχειριστεί μια κρίση τέτοιου μεγέθους αλλά και πολιτικά εξαρτημένος από τους πιο επικίνδυνους πολιτικούς συνεργάτες του Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα έχει άμεση ανάγκη να προβάλλει μια στάση πυγμής καταρχήν για να συγκαλύψει το κύμα αντιλαϊκών μέτρων που προγραμματίζει αλλά και για να πείσει τη βρετανική κοινή γνώμη ότι είναι ένας πολιτικός με κύρος –και όχι ένας ηθοποιός επιθεώρησης όπως τον αντιμετωπίζουν αρκετοί συμπατριώτες τους.
Προφανώς οι στρατηγικές αποφάσεις μιας πρώην αυτοκρατορίας, όπως η Βρετανία, δεν λαμβάνονται μόνο από τον πρωθυπουργό αλλά από τα σημαντικότερα τμήματα του πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Με δεδομένο όμως ότι αυτό το «βαθύ κράτος» του Λονδίνου εμφανίζεται διχασμένο απέναντι στα σημαντικότερα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η αλλοπρόσαλλή πολιτική του Μπόρις Τζόνσον, σε συνδυασμό με τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το Brexit, μπορεί να λειτουργήσουν σαν καταλύτης για τη λήψη καταστροφικών αποφάσεων.
Υπέρ της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν βρίσκονται δυο ισχυρές ομάδες στο Λονδίνο: Όσοι επιθυμούν την άνευ όρων προσάρτηση της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον (σαν αντιστάθμισμα στην απώλεια επιρροής στην Ευρώπη) αλλά και τμήματα της πολεμικής βιομηχανίας που πιέζουν για μαζικές αυξήσεις των στρατιωτικών δαπανών.
Στον αντίποδα βρίσκονται τα τμήματα της οικονομικής ελίτ που στήριξαν την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ. Οι δυνάμεις αυτές κατανοούν ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται μέσω της εμπορικής και ενεργειακής συνεργασίας με το Ιράν και γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την κρίση για να προκαλέσουν ρήγματα και στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Το αποτέλεσμα αυτής της διελκυστίνδας στο Λονδίνο προκαλεί μια αλλοπρόσαλλη διπλωματική στάση: Η Βρετανία ζητά τη ναυτική συμβολή της Ευρώπης (και κυρίως των χωρών που στήριξαν την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) για να ξεφύγει από μια κρίση που η ίδια δημιούργησε ακολουθώντας τις εντολές της Ουάσιγκτον.
H Βρετανία βρίσκεται παγιδευμένη σε ένα παιχνίδι «τρελών» από το οποίο δεν μπορεί να βγει σε καμία περίπτωση κερδισμένη ενώ ταυτόχρονα απειλεί τη συνοχή και τα συμφέροντα της Ευρώπης. Όποια κίνηση και αν κάνει κερδίζουν τα μαύρα, δηλαδή οι ΗΠΑ.