Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 27/07/2024
Κάθε δευτερόλεπτο σκανάρονται 10.000 γραμμοκώδικες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Χωρίς αυτή τη διαδικασία, που ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια, δεν θα απολαμβάναμε τα πολυκαταστήματα και τα ράφια τους με τα… 15 είδη μουστάρδας. Η ιστορία τους όμως θα μπορούσε να έχει γραφτεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους για τους καταναλωτές και τους εργαζόμενους. Άλλωστε ξεκίνησε από μια παρέα που έλυσε τις διαφορές της παρακολουθώντας την ταινία «Το βαθύ λαρύγγι».
Ο Τζόρνταν Φριθ, καθηγητής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Κλέμσον της Νότιας Καρολίνας, έχει στο αριστερό του μπράτσο ένα τατουάζ με barcode. Για την ακρίβεια πρόκειται για τον γραμμοκώδικα που αντιστοιχεί στο βιβλίο του με τίτλο «Barcode», στο οποίο παρουσιάζει την ιστορία αλλά και τις οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις της συγκεκριμένης εφεύρεσης.
Για δεκαετίες η εικόνα ενός γραμμοκώδικα σταμπαρισμένου στο ανθρώπινο σώμα ήταν στην καλύτερη περίπτωση πηγή έμπνευσης για αριστερούς σκιτσογράφους, που το χρησιμοποιούσαν ως κριτική στον καταναλωτισμό και την κοινωνία της επιτήρησης, και στη χειρότερη ο εφιάλτης θρησκόληπτων συνωμοσιολόγων που έβλεπαν σε αυτόν το χάραγμα του θηρίου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη (καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς). Για την Ιστορία, ο συγκεκριμένος μύθος προέκυψε το 1982 από το βιβλίο «The Νew Money System» της Αμερικανίδας προτεστάντισσας, Μέρι Στιούαρτ Ρελφ, στο οποίο υποστήριζε ότι όλοι οι γραμμοκώδικες κρύβουν τον αριθμό 666 (στην πρώτη, τη μεσαία και την τελευταία στήλη τους).
Παραδόξως πάντως, ούτε οι επικριτές του καπιταλισμού ούτε οι εραστές των θεωριών συνωμοσίας κατάφεραν να συλλάβουν το μέγεθος της αλλαγής που συντελέστηκε στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ύστερα από την πρώτη εμπορική χρήση του γραμμοκώδικα σε ένα πακέτο τσίχλες που πουλήθηκε σε ένα μπακάλικο στο Οχάιο πριν από πενήντα χρόνια.
Ο γραμμοκώδικας εισήγαγε το λιανικό εμπόριο στην εποχή της πληροφορίας, επιτρέποντας στα καταστήματα να έχουν ανά πάσα στιγμή απόλυτο έλεγχο για το πού βρίσκεται ένα προϊόν, σε ποια τιμή διατίθεται και πόσο συχνά καταναλώνεται. Αυτή η γνώση επέτρεπε να έχουν λιγότερα προϊόντα στα ράφια, αφού μπορούσαν να τα αντικαθιστούν άμεσα από τις αποθήκες, γεγονός που άλλαξε την αρχιτεκτονική των καταστημάτων, ενώ επέτρεψε να υπάρχει πληθώρα νέων αγαθών σε εξαιρετικά μικρότερο χώρο (εδώ κολλάνε τα 15 είδη μουστάρδας).
Η γνώση φυσικά είναι δύναμη και στον καπιταλισμό μετατρέπεται σε ένα εργαλείο με το οποίο οι λίγοι μπορούν να εντείνουν τις ταξικές ανισότητες σε βάρος των φτωχών. Καταρχήν το υψηλό κόστος των πρώτων συσκευών που διάβαζαν barcodes σήμαινε ότι κατέληγαν μόνο στους ισχυρούς παίκτες του λιανικού εμπορίου που κυριαρχούσαν στην αγορά και γιγάντωναν τις επιχειρήσεις τους. Τα σημερινά πολυκαταστήματα στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τους γραμμοκώδικες, οι οποίοι αρχικά συνέβαλαν στη συρρίκνωση του ανταγωνισμού και στη συνέχεια επέτρεψαν την ύπαρξη καταστημάτων-μεγαθηρίων, τύπου Walmart, που ξεπερνούν σε μέγεθος και πολυπλοκότητα τις ανάγκες μιας κωμόπολης.
Παράλληλα, όπως εξηγούσε εδώ και δεκαετίες ο Άλβιν Τόφλερ, η συγκέντρωση της πληροφορίας στα χέρια των καταστηματαρχών άλλαξε και τις σχέσεις εξουσίας των ιδιοκτητών απέναντι στους πελάτες και (θα συμπληρώναμε εμείς) τους εργαζόμενους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα στις αποθήκες της Amazon η ανάγνωση κάθε barcode δεν προσφέρει πληροφορίες μόνο για τη θέση ενός προϊόντος, αλλά και για την ταχύτητα εργασίας κάθε υπαλλήλου σε επίπεδο δευτερολέπτου.
Προφανώς, όπως συμβαίνει πάντα, δεν ήταν η τεχνολογική εξέλιξη που άλλαξε το σύστημα και τις σχέσεις εργασίας. Όπως θα μας εξηγούσαν όμως όσοι έχουν θητεύσει στον διαλεκτικό υλισμό, προκάλεσε τόσες ποσοτικές αλλαγές οι οποίες τελικά οδήγησαν και σε ποιοτικές μεταβολές.
Η ιστορία του γραμμοκώδικα όμως δεν θα έπρεπε να σημαίνει αναγκαστικά την ενίσχυση των μονοπωλίων σε βάρος καταναλωτών και εργαζομένων. Όπως εξηγούσε παλαιότερα ο οικονομικός αρχισυντάκτης του «The Atlantic», Σααχίλ Ντεσάι, οι δημιουργοί των πρώτων εφαρμογών για barcodes ήθελαν να παρουσιάσουν ένα κοινό και κυρίως ανοιχτό σε όλους σύστημα με το οποίο θα μπορούσαν να καταγράφουν κάθε προϊόν σε όλα τα καταστήματα – κυρίως δηλαδή στα μπακάλικα και τα σούπερ μάρκετ που χρειάζονταν τη σχετική τεχνολογία. Σε όρους πληροφορικής δηλαδή, θα λέγαμε ότι σκέφτονταν σαν τους δημιουργούς των Linux και όχι σαν τη Microsoft ή την Apple. Ακόμη και όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανταγωνιστικές εκδοχές, καθώς κάθε σχεδιαστής πρότεινε τη δική του εκδοχή, έλυσαν τις διαφορές τους όχι με πόλεμο αλλά με έρωτα: με πρωτοβουλία ενός ισχυρού παράγοντα του λιανικού εμπορίου συγκεντρώθηκαν σε ένα τσοντοκινηματογράφο του Σαν Φρανσίσκο και παρακολούθησαν μαζί την ταινία «Το βαθύ λαρύγγι». Το αποτέλεσμα (με μερικές ακόμη διαμεσολαβήσεις) ήταν να συμφωνήσουν στην εκδοχή που είχε προτείνει η IBM και την οποία γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Προφανώς, η διαδικασία δεν αποτελούσε κάποιο είδος σοσιαλιστικής καινοτομίας για το καλό της ανθρωπότητας, αλλά μια καλά μελετημένη επιχειρηματική απόφαση. Εξέφραζε όμως μια εποχή που το σύστημα διατηρούσε μερικά ψήγματα λογικής και φαίνεται να απέχει έτη φωτός από τη σημερινή κατάσταση, όπου οι εταιρείες δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν σε ένα κοινό καλώδιο με το οποίο θα φορτίζουμε όλες τις συσκευές τους.
Κανένας βέβαια από τους «πατέρες» του barcode δεν θα μπορούσε να φανταστεί τις αλλαγές που θα επέρχονταν. Τελικά «οι δημιουργοί του γραμμοκώδικα ήταν οι Οπενχάιμερ του καπιταλισμού» εξηγούσε ο Σααχίλ Ντεσάι, αναφερόμενος στον άνθρωπο που δημιούργησε την ατομική βόμβα και συνειδητοποίησε πρώτος τις τρομακτικές επιπτώσεις από τη χρήση της.